7.10.22

Νομός Κιλκίς: Πεζοπορία στο Πάικο


Δρόμοι από κρασί, μετάξι και χάλκινα οι παρυφές του Πάικου, και πιο ψηλά τ’ απάτητά του μονοπάτια. Δασωμένα ως την κορφή, ντυμένα με φαράγγια, καταρράκτες και σμαραγδένιες λίμνες σε συνεπαίρνουν με το δυσεύρετο ανάγλυφό τους. Θωρακισμένα από τα πολλά βλέμματα, τα δάση του Πάικου φέρνουν στον νου τροπική ζώνη· καμωμένη από οξιά, πλάτανο και άγριους καστανεώνες. Όταν ανοίγεις ένα μπουκάλι κρασί, ανοίγεσαι στον κόσμο που κρύβει μέσα του. Πόσο μάλλον όταν αυτόν τον κόσμο τον έχεις αντικρίσει. Με τα ωραία του τα αμπελοτόπια στις πλαγιές με τους απαλούς λόφους, τα παλιά πατητήρια και τις αφηγήσεις για τρύγους άλλων εποχών.

Το αμπέλι και η σηροτροφία ήταν οι δύο κύριες ενασχολήσεις των κατοίκων της Γουμένισσας, η δημιουργία της οποίας τοποθετείται στις αρχές της οθωμανικής κατάκτησης. Γηγενείς κάτοικοι, απόγονοι των αρχαίων Παιόνων, αλλά και πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία απαρτίζουν τον αρχικό πυρήνα την κωμόπολης. Αναμεσά τους Ρόμηδες με τα ξακουστά τους χάλκινα και αργότερα Πόντιοι πρόσφυγες που ήρθαν κι εγκαταστάθηκαν με την ανταλλαγή του ’22. Σπουδαία μουσική παράδοση, μπρούσκο κρασί και έκδηλη θρησκευτικότητα όλα όσα είχε να περηφανεύεται η περιοχή. Κι όμως έλειπε το πιο όμορφο. Το ίδιο το όρος Πάικο, στα σύνορα των νομών Πέλλας και Κιλκίς: ονειρεμένες διαδρομές να αρμενίζει ο λογισμός σε ατόφια μακεδονίτικα τοπία, μια παρθένα αγκαλιά να βυθιστείς μες στις πυκνές φυλλωσιές, τα ξύλινα γεφύρια, τα νερά.

Κρασί από μετάξι: Η παραγωγή ενός φρουτώδους και αρωματικού κρασιού, του λεγόμενου «άριστου οίνου της Γκομέντζας» μαζί με τους νερόμυλους και, φυσικά, το μετάξι, έδωσαν στην πόλη αέρα αστικό. Δεκατρείς αλευρόμυλους και έντεκα χιλιάδες στρέμματα αμπελώνων μετρούσε η Γουμένισσα στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ενώ η «Χρυσαλίς», το μεγαλύτερο από τα τρία εργοστάσια εξαγωγής μεταξιού, απασχολούσε 420 άτομα προσωπικό, γυναίκες ως επί το πλείστον. Ήταν «τα κορίτσια που τραγουδούσαν μες στα κουκουλάδικα», όπως όμορφα περιγράφει ο γείτονας Λουντέμης αναφερόμενος στην πόλη με τη σκιερή πλατειούλα στην αγκαλιά του Πάικου.

Σήμα κατατεθέν της η κρήνη που άφησαν κληρονομιά οι Γάλλοι σύμμαχοί μας το 1918: «Διαβάτα, ενθυμού τον Γάλλον στρατιώτην». Το κτίριο του πρώην μεταξουργείου, αντιπροσωπευτικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής των αρχών του 20ού αιώνα, στέκει σήμερα στιβαρό μα εγκαταλειμμένο στην είσοδο του οικισμού. Μετάξι, κρασί, τσίπουρο-η πόλη μια μοσκοβολιά, με τους φροντισμένους της αμπελώνες και τα ολοπράσινα περιβόλια με τις μουριές. Η αμπελουργία και η εκτροφή του μεταξοσκώληκα βάδιζαν βλέπεις μαζί σε μια αρμονική συγκαλλιέργεια. Τα ίδια τα σπίτια μάλιστα είχαν φτιαχτεί με τρόπο ώστε να μπορούν να εξυπηρετούν και τις δύο αυτές καλλιέργειες. «Τέλη Μαΐου, όταν ουσιαστικά είχε τελειώσει η εκτροφή του μεταξοσκώληκα στα σπιτικά, πουλούσαν τα κουκούλια στα εργοστάσια και τότε άρχιζε ο βλαστικός κύκλος του αμπελιού. Μια αλυσίδα καταπληκτικά δομημένη, που είχε δώσει στον τόπο πλούτο και αίγλη» μας εξηγεί ο Χρήστος Αϊδαρίνης.

Εκτός από το παλαιότερο οινοποιείο της περιοχής διατηρεί και το μοναδικό πατητήρι, που σώζεται σήμερα στο υπόγειο του πατρικού του σπιτιού-ενός από τα πολλά αξιόλογα κτίσματα της πόλης τα οποία δυστυχώς στην πλειονότητά τους δεν έχουν συντηρηθεί. Φτιαγμένο εξ ολοκλήρου από ξύλο καστανιάς, είναι χωρητικότητας 15 τόνων και έχει σκαλισμένη επάνω του την ημερομηνία 1852. Με το «καδί», που στην άκρη του είχε ακίδες προκειμένου να σπάει λίγο το σταφύλι, ξεφόρτωναν τα μουλάρια και τα αδειάζανε στο πατητήρι. «Σ’ αυτή την πασαρέλα το ακουμπούσανε» και σου δείχνει το κοίλωμα που έχει σημαδέψει το ξύλο από τα πολλά αδειάσματα. Παραδίπλα στο κελάρι, το παλιό μεγάλο βαρέλι όπου αποθήκευαν το κρασί. Από ξινόμαυρο και την τοπική ποικιλία νεγκόσκα, που καλλιεργούνται σε 4.000 στρέμματα αμπελώνων, παράγεται σήμερα το κόκκινο μπρούσκο ΠΟΠ Γουμένισσας. Εντωμεταξύ τα καζάνια έχουν ανάψει: «Χθες βγήκε το τσίπουρο, σήμερα βγαίνει το απόρακο» Μια κιθάρα ακουμπισμένη στον χτιστό καναπέ. Οικείος χώρος, παρεΐστικος. «Γλέντια στήνονται στα καζάνια, χθες μόλις ξεκινήσαμε, οργωνόμαστε σιγά σιγά».

Μονές και χάλκινα: Τι θα ΄ταν η Γουμένισσα χωρίς τα περιβόητα χάλκινα; Τα άφησαν, λέει, τα τούρκικα στρατεύματα μέσα σε ένα χωράφι αποχωρώντας, ή τα έθαψαν οι Γάλλοι σύμμαχοι στο χώμα και εκεί τα βρήκαν ντόπιοι αγρότες, τα πήραν μαζί τους, τα επισκεύασαν κι έγιναν έτσι οι κομπανίες των χάλκινων που έκαναν ξακουστή τη Γουμένισσα εντός και εκτός συνόρων. Τέτοιες ιστορίες μολογούν κάτοικοι της περιοχής για μια παράδοση που στη Δυτική Μακεδονία ξεκινά κάπου εκεί κοντά, στις αρχές του 20ού αιώνα· και όμορφα που είναι να τις ακούς έτσι όπως σώθηκαν από στόμα σε στόμα. Άλλοι υποστηρίζουν πως τα χάλκινα ήρθαν από τη γειτονική Σερβία ή την Αυστρία και άλλα κράτη της βόρειας Ευρώπης. Δυο τρομπέτες, ένα τρομπόνι, ένα κρουστό-νταούλι ή γκρανκάσα και φυσικά το (μη κρουστό) κλαρίνο συνθέτουν την ορχήστρα με τον εκρηκτικό ήχο και το ιδιαίτερο χρώμα, που αποδεικνύει περίτρανα πως η μουσική δεν κλείνεται σε σύνορα, αφομοιώνεται και εξελίσσεται γενιά με τη γενιά.

Οι οργανοπαίχτες είναι αυτοδίδακτοι μουσικοί-παίζουν από μικρά παιδιά-και συντροφεύουνε το γλέντι, τον γάμο, το πανηγύρι, τις τοπικές γιορτές. Μία από τις πιο ιδιαίτερες στιγμές της πόλης, όπου αξίζει να βρεθείς και να απολαύσεις τις μελωδίες των χάλκινων να χτυπούν σε πένθιμους ρυθμούς, είναι η κατανυκτική πομπή με τη λιτανεία της εικόνας της Παναγιάς. Έμβλημα της Γουμένισσας, η θαυματουργή εικόνα γιορτάζεται τέσσερις φορές τον χρόνο και φυλάσσεται στη Μονή της Παναγιάς, τον πυρήνα, όπως λέγεται, απ’ όπου ξεκίνησε να αναπτύσσεται η πόλη. Έντονη η θρησκευτικότητα στη Γουμένισσα, το αντιλαμβάνεσαι και από τα μοναστήρια της περιοχής. Εδώ ο θεός δεν τσιγκουνεύτηκε τη θέα ούτε την πέτρα, το ξύλο, τους περίτεχνους τρούλους.

Σημαντικά προσκυνήματα για τους πιστούς αποτελούν η Μονή των Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης με το μεγαλόπρεπο καθολικό και η πετρόχτιστη μονή του Οσίου Νικοδήμου του Αγιορείτη στον Πεντάλοφο. Παρότι εδραιώθηκε μόλις το 1981, εντυπωσιάζει με το μέγεθος και την παραδοσιακή μακεδονίτικη αρχιτεκτονική της. Ολόκληρη από πέτρα και ξύλο, ξεπροβάλλει σαν κάστρο με τους δυο του πύργους να κοιτούν τον ουρανό. Η μονή, που είναι μετόχι του Αγίου Όρους, χτίστηκε από τους ίδιους τους 23 μοναχούς της, που αποτελούν ένα δυναμικό κοινόβιο που ζει με αυτάρκεια. Εκτός από ξυλουργείο, η μονή διατηρεί εργαστήρι αγιογραφίας, μαζί και αμπέλια και περιβόλια, παράγοντας κρασί, τσίπουρο, μελισσοκέρι, τραχανά κι ένα σωρό καλούδια.

Ακολουθώντας το δασωμένο μονοπατάκι ακριβώς από πίσω, θα βρεθείς στο ξωκλήσι του Αγίου Τρύφωνα. Μέσα του ο βράχος με τα σκόρπια τάματα από λογής λογής τα βραχιόλια φωτίζεται απαλά από το φως. «Κανείς δεν είπε τίποτα σε κανέναν, μόνο του ξεκίνησε. Φαίνεται πως σου βγάζει το ίδιο το μέρος την ανάγκη να αφήσεις κάτι», λένε οι μοναχοί, κι έχουν δίκιο. Ο άγιος με το κλαδευτήρι ανά χείρας είναι πάντως προστάτης των αμπελουργών και ταξίδεψε στη Γουμένισσα μαζί με τους πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία. Γιορτάζεται πανηγυρικά την 1η του Φλεβάρη συνοδεία βραστού μοσχαριού (το λεγόμενο κουρμπάνι). Δεν θα μπορούσαν να απουσίαζαν τα χάλκινα.

Το μαγικό βουνό: Η φύση πάντως που κυβερνά τούτες της πλαγιές του Πάικου είναι σίγουρα ευλογημένη. Το βουνό, που στα δυτικά του περικλείεται από την κοιλάδα του «πλατύροου» Αξιού, το διασχίζουν πυκνά δάση, ρεματιές, λιβάδια, γάργαρα νερά. Ένα βουνό φιλόξενο, εύκολο να το περπατήσεις, ακόμα κι αν δεν είσαι πεζοπόρος. Πολλές επιλογές για βατές ή/και σύντομες διαδρομές σε μεταφέρουν απευθείας σε σκηνικά παραμυθιού. «Έχω πάει σε πολλά μέρη σε ολόκληρο τον κόσμο, πουθενά όμως δεν βρήκα αυτό που αντίκρισα εδώ», θα μου πει ο Ντέρεκ ενθουσιασμένος. Είναι από την Ολλανδία και μαζί με τη σύζυγό του Μαρία Μουρούζη είναι ιδιοκτήτες του ξενώνα «Δημοσθένης» στη Γουμένισσα. Χρόνια ποδηλάτες αναζητούσαν το μέρος που θα φιλοξενούσε τα όνειρα τους και φαίνεται ότι το βρήκαν εδώ.

Σηματοδοτούν μονοπάτια, οργανώνουν πεζοπορίες, ποδηλατάδες βουνού, γιορτές και δραστηριότητες στο δάσος, δίνοντας την ευκαιρία σε κόσμο από την Ελλάδα και την Ευρώπη να γνωρίσει το Πάικο, να νιώσει εκ των έσω τις ομορφιές του βουνού. Και αυτές είναι πολλές. Σε απόσταση αναπνοής απ’ τη Γουμένισσα, στον δρόμο για την Κάρπη, βρίσκεσαι άξαφνα να διασχίζεις ένα πυκνό δάσος, με τα νερά να σε κυκλώνουν από παντού. Είσαι στα «Δυο Ποτάμια» όπου δύο παραπόταμοι του Αξιού ενώνονται σε έναν, τον Σείριο ή Μαυροπόταμο, σχηματίζοντας καταρράκτες. Ένας φυσικός χώρος αναψυχής, όμορφα διαμορφωμένος με ξύλινα γεφύρια, παγκάκια και πλακόστρωτα. Μια πανέμορφη τοποθεσία γεμάτη πλατάνια, δρυς και τον ήχο των ορμητικών γρανιτένιων νερών που σε παρασύρουν να τα ακολουθήσεις.

Πιο κει διαδοχικοί καταρράκτες σχηματίζουν ένα μικρό φράγμα και χώρο διαμορφωμένο για κολύμπι. Και όσο κι αν δεν σου κάνει καρδιά να αφήσεις την πανέμορφη φθινοπωρινή διαδρομή που σε φέρνει από τη Γουμένισσα στο οροπέδιο των Μεγάλων Λιβαδιών, θα πρέπει να σταθμεύσεις. Όχι μία αλλά πολλές φορές. Για να δεις τους ντόπιους να μαζεύουν το κάστανο, να περπατήσεις τα λιθόστρωτα της Καστανερής, να ατενίσεις τη Χαράδρα του Στραβοπόταμου, να απολαύσεις αστείρευτους δασικούς δρόμους, να διασχίσεις το Πριματάρι, πρώτη ιδέα για το τι ακολουθεί. Στην Καστανερή, οι γυναίκες διαλέγουν τα κάστανα. «Εδώ τα μεγάλα, εκεί τα μικρά» Στο καφενείο του χωριού θα κεραστούμε μια γράπα, όπως ονομάζουν οι ντόπιοι το τσίπουρο χωρίς γλυκάνισο. Μια βεράντα με θέα η πλατεία του χωριού, που είναι με διαφορά το ομορφότερο της περιοχής.

Λιθόστρωτες ανηφοριές με καλοδιατηρημένα πέτρινα σπίτια και κεραμιδένιες στέγες αγναντεύουν τη φύση, που οργιάζει. Εδώ βρίσκεται το μεγαλύτερο καστανόδασος της χώρας με 2.000 στρέμματα αγριοκαστανιάς και άλλα 2.500 μπολιασμένα δέντρα. Από το κάστανο ζει φυσικά ολόκληρο το χωριό αλλά και από την πατάτα, που φημολογείται ότι είναι από τις καλύτερες στη χώρα. Πρέπει να τη δοκιμάσεις βραστή στο καφενείο με τη συνοδεία της απαραίτητης «καυτερής» ή τηγανητή στη μοναδική ταβέρνα του οικισμού. Όμορφοι άνθρωποι, με κείνο τον αέρα τον βουνίσιο, κάποιοι μετανάστες στη Γερμανία, μιλούν μεταξύ τους μια διάλεκτο που δεν την καταλαβαίνουμε. «Δεν είναι βλάχικα, Βλάχοι είναι παρακάτω, στα Λιβάδια», μας λένε. «Είναι ένα γλωσσικό ιδίωμα της περιοχής, κάτι σαν τα πομάκικα. Έχει μέσα τούρκικα, βουλγάρικα, ελληνικά» Διόλου παράξενο αν σκεφτεί κανείς ότι το 1928 στην περιοχή της Γουμένισσας έχουν καταγραφεί 8 διαφορετικά γλωσσικά ιδιώματα με δεύτερο το σλαβομακεδονικό, τη λεγόμενη «απαγορευμένη» γλώσσα.

Μετανάστρια από τη Γερμανία και η γλυκύτατη πρόεδρος του χωριού που ήρθε εδώ «για να βάλει τάξη», όπως λέει χαριτολογώντας. Ανάμεσα σε άλλα οργανώνει τις γιορτές χιονιού, «Κόλντα Μπάμπο» όπως χαρακτηριστικά τις ονομάζει, ένα τριήμερο χριστουγεννιάτικο γλέντι με ζεστό κρασί και την πατροπαράδοτη φασολάδα. Στη γειτονική Γρίβα γιορτάζεται τούτο τον καιρό-τέλη του Οκτώβρη-και η γιορτή του κάστανου με μπρούσκο κρασί, τραγούδι, χορό και καστανοκεράσματα. Με μια σακούλα κάστανα ανά χείρας αναχωρούμε ανυπόμονα για τα επόμενα στριφογυριστά χιλιόμετρα. Τριγύρω μας, παντού καστανιές, μα και κέδροι, πεύκα, δρυς, ιτιές, οξιές, σημύδες. Τα δέντρα γέρνουν πάνω απ’ το κεφάλι σου, οι ηλιαχτίδες χοροπηδούν στις φυλλωσιές.

Κοντά στην Καστανερή, ο Προφήτης Ηλίας και το πάρκο με τις καστανιές, ένας καταπράσινος χώρος δασικής αναψυχής μπροστά στο ομώνυμο ξωκλήσι. Μια ειδυλλιακή τοποθεσία για να μαζέψεις κάστανα, να κάνεις κούνια αγναντεύοντας την αντικρινή κορφή της Τζένας, να ανασάνεις άλλον αέρα. Πιο κάτω ο ήχος των νερών σε καλεί να σταματήσεις πάλι. Το ξύλινο παρατηρητήριο στα δεξιά σου το επιβεβαιώνει. Είσαι στη θέση Πριματάρι, στο καλύτερο σημείο απ’ όπου μπορείς να αγναντέψεις το φαράγγι του Στραβοπόταμου. Ή και να το διασχίσεις, περνώντας οκτώ φορές πάνω από ξύλινα γεφυράκια. Τριάμισι χλμ. είναι όλη η διαδρομή αλλά και μισής ώρας χαλαρό περπάτημα στην κατηφοριά, μέχρι την πρώτη γέφυρα, είναι αρκετή για να βυθιστείς στην άγρια ομορφιά του φαραγγιού με τις πανύψηλες οξιές, τόσο πυκνές που νιώθεις να κρύβουν τον ουρανό πάνω από το κεφάλι σου. Σκέτη μαγεία.

Είναι και άλλα τα μονοπάτια ή οι δασικοί δρόμοι που μπορεί να πάρει κανείς κατά μήκος της διαδρομής. Όρεξη να ‘χεις να χάνεσαι στα απέραντα δάση, να μεταφέρεσαι αλλού, να ξεχνάς κάθε επαφή σου με τον χρόνο. Η θέση Βαλεόρβο, ένα εγκαταλειμμένο καταφύγιο μέσα στο δάσος, μοιάζει με κινηματογραφικό σκηνικό όπου ο χρόνος σταματά και παίρνουν νόημα μόνο οι μορφές που σχηματίζουν τα σπασμένα τζάμια, τα παλιά στρώματα, η ξεχασμένη μασίνα. Έξω, υπάρχει διαμορφωμένος ξύλινος χώρος για τσιμπολογήματα μέσα στο δάσος και άφθονος χώρος για παιχνίδι και ανάπαυλα. Το σημείο είναι προσβάσιμο με Ι.Χ. κι εδώ καταλήγει και το μονοπάτι από το Πριματάρι. Μπορείς να το πάρεις κι από δω. Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά βρίσκεσαι να διασχίζεις το οροπέδιο των Μεγάλων τον καιρό-τέλη του Οκτώβρη-και η γιορτή του κάστανου με μπρούσκο κρασί, τραγούδι, χορό και καστανοκεράσματα.

Με μια σακούλα κάστανα ανά χείρας αναχωρούμε ανυπόμονα για τα επόμενα στριφογυριστά χιλιόμετρα. Τριγύρω μας, παντού καστανιές, μα και κέδροι, πεύκα, δρυς, ιτιές, οξιές, σημύδες. Τα δέντρα γέρνουν πάνω απ’ το κεφάλι σου, οι ηλιαχτίδες χοροπηδούν στις φυλλωσιές. Κοντά στην Καστανερή, ο Προφήτης Ηλίας και το πάρκο με τις καστανιές, ένας καταπράσινος χώρος δασικής αναψυχής μπροστά στο ομώνυμο ξωκλήσι. Μια ειδυλλιακή τοποθεσία για να μαζέψεις κάστανα, να κάνεις κούνια αγναντεύοντας την αντικρινή κορφή της Τζένας, να ανασάνεις άλλον αέρα. Πιο κάτω ο ήχος των νερών σε καλεί να σταματήσεις πάλι. Το ξύλινο παρατηρητήριο στα δεξιά σου το επιβεβαιώνει. Είσαι στη θέση Πριματάρι, στο καλύτερο σημείο απ’ όπου μπορείς να αγναντέψεις το φαράγγι του Στραβοπόταμου. Ή και να το διασχίσεις, περνώντας οκτώ φορές πάνω από ξύλινα γεφυράκια. Τριάμισι χλμ. είναι όλη η διαδρομή αλλά και μισής ώρας χαλαρό περπάτημα στην κατηφοριά, μέχρι την πρώτη γέφυρα, είναι αρκετή για να βυθιστείς στην άγρια ομορφιά του φαραγγιού με τις πανύψηλες οξιές, τόσο πυκνές που νιώθεις να κρύβουν τον ουρανό πάνω από το κεφάλι σου. Σκέτη μαγεία.

Είναι και άλλα τα μονοπάτια ή οι δασικοί δρόμοι που μπορεί να πάρει κανείς κατά μήκος της διαδρομής. Όρεξη να ‘χεις να χάνεσαι στα απέραντα δάση, να μεταφέρεσαι αλλού, να ξεχνάς κάθε επαφή σου με τον χρόνο. Η θέση Βαλεόρβο, ένα εγκαταλειμμένο καταφύγιο μέσα στο δάσος, μοιάζει με κινηματογραφικό σκηνικό όπου ο χρόνος σταματά και παίρνουν νόημα μόνο οι μορφές που σχηματίζουν τα σπασμένα τζάμια, τα παλιά στρώματα, η ξεχασμένη μασίνα. Έξω, υπάρχει διαμορφωμένος ξύλινος χώρος για τσιμπολογήματα μέσα στο δάσος και άφθονος χώρος για παιχνίδι και ανάπαυλα. Το σημείο είναι προσβάσιμο με Ι.Χ. κι εδώ καταλήγει και το μονοπάτι από το Πριματάρι. Μπορείς να το πάρεις κι από δω. Μ΄ αυτά και μ΄ αυτά βρίσκεσαι να διασχίζεις το οροπέδιο των Μεγάλων

Η γαλάζια λίμνη: Υπάρχουν πολλοί δρόμοι που οδηγούν στους Καταρράκτες του Σκρα και τη σμαραγδένια λίμνη της Κούπας, τα διαμαντάκια του Πάικου. Το δάσος, που θυμίζει ζούγκλα, φιλοξενεί πλατάνια, φουντουκιές, σκλήθρα κι αμέτρητους κισσούς, ένα ολόκληρο σύμπλεγμα καταρρακτών, σπηλιές με σταλακτίτες και μια αληθινή γαλάζια λίμνη. Κατεβαίνοντας τα ξύλινα σκαλοπάτια, μια παρέα επιστρέφει κατάκοπη. Μα δεν μπορεί, σκέφτομαι λίγο αργότερα, αυτό το μέρος είναι παράδεισος. Τα σκαλιά γίνονται πλακόστρωτο μονοπατάκι, που διασχίζει μικρά ξέφωτα μέχρι να φτάσει στο κεντρικό μονοπάτι, το οποίο οδηγεί στη λίμνη και τους καταρράκτες. Τα νερά πολλά και σ’ αυτό το σημείο το μονοπάτι έχει πλημμυρίσει, αλίμονο, θα γίνει αφορμή για αποχώρηση. Πατάς λίγο μέσα στα νερά, ακολουθείς τον ήχο τους, τα σημάδια, τις ταμπέλες. Σύντομα βρίσκεις τους πρώτους καταρράκτες με το ξύλινο γεφυράκι-πλημμυρισμένο κι αυτό, μια σύνθεση χάρμα οφθαλμών.

Επιστρέφεις πίσω στο βασικό μονοπάτι και άξαφνα αναφωνείς. Που είδες τη λίμνη και είναι πιο όμορφη απ’ όσο φανταζόσουν. Κάποτε οι φωτογραφίες κρύβουν κάτι απ’ την αλήθεια, κάποτε δεν είναι αρκετές να περιγράψουν το θέαμα. Η Σμαραγδένια λίμνη της Κούπας, η γαλάζια λίμνη του Πάικου παίρνει το εξωτικό χρώμα της από τα ασβεστολιθικά πετρώματα του βυθού της. Ξύλινα γεφύρια οδηγούν στην απέναντι όχθη, περνώντας πάνω από τους καταρράκτες που χύνονται στα νερά της. Θέλεις να παίξεις, να βουτήξεις στα νερά, θέλεις να μείνεις εδώ για πολύ. Κι ενώ νομίζεις πως όλα τέλειωσαν-δεν το λες και λίγο-έχει κι άλλο. Γιατί τους καταρράκτες για τους οποίους ξεκίνησες δεν τους έχεις δει ακόμα. Πίσω στο κεντρικό μονοπάτι, δέκα μέτρα παραπέρα θα δεις το φαντασμαγορικό θέαμα των καταρρακτών που πέφτουν από ύψος 5 μέτρων, μπροστά από τη μικρή σπηλιά που σχηματίζεται πίσω τους.

Μπορείς να μπεις μέσα και να δεις πώς φαίνονται τα νερά από πίσω, να αγγίξεις τους σταλακτίτες του βράχου. Τον χειμώνα, λέει, οι καταρράκτες παγώνουν και το θέαμα κόβει την ανάσα. Η εμπειρία να διασχίζεις το δάσος του Σκρα είναι συνώνυμη της ηδονής. Ευγνωμονείς την τύχη που σε έφερε εδώ. Φεύγεις χαρούμενος, γεμάτος, φωτεινός. «Καλωσήρθατε στο ηρωικό Σκρα». Το χωριό όπου δόθηκε η ομώνυμη μάχη του 1918 σε υποδέχεται. Με την όμορφη πλατεία στη σκιά του γερο-πλάτανου και το μουσειάκι με τα όμορφα αντιπολεμικά μηνύματα του Στρατή Μυριβήλη: «Η υδρόγειος έγινε πια ένα κουβάρι αγκαθωτό σύρμα».

Μια βόλτα στη Δοϊράνη: Τα καλύτερα, ωστόσο, η Μακεδονία μάς τα φύλαγε για το τέλος. Η διαδρομή από το χωριό Σκρα, στον μεθοριακό Αρχάγγελο κι έπειτα πίσω στα Μεγάλα Λιβάδια και την Καστανερή ήταν τελικά η ομορφότερη όλων. Στο βάθος να ποζάρει στιβαρή, θεόρατη η Τζένα. Δέος. Την άνοιξη, που ανθίζουν οι κερασιές, οι εικόνες είναι μυθιστορηματικές. Μέσω αυτής της διαδρομής μπορείς να φτάσεις μέχρι την Αριδαία και τα λουτρά Πόζαρ. Ανεξάντλητη η Μακεδονία. Νότια, τα λασπόλουτρα της Πικρολίμνης, το σπήλαιο του Αϊ-Γιώργη στο Κιλκίς. Ειδομένη-Εύζωνοι-μεθοριακοί σταθμοί-διαδρομές χωμάτινες. Ποντοηρακλειά-Μεταμόρφωση-Ειρηνικό-Ακρίτας. Απέραντοι σπαρμένοι λόφοι, όμοιοι ζωγραφικοί πίνακες, συναντούν το σύνορο του νερού.

Η λίμνη Δοϊράνη μοιράζεται στα δύο. Από δω τα Χίλια δέντρα, οι λιγοστοί ψαράδες και το καφενείο του «Κρητικού» στις Μουριές, όλα μαζί αναπολούν: τους φοιτητές, τα παιδιά, τις ρακές, τα τρένα, τον χειμώνα εκείνο που η λίμνη είχε παγώσει. Πλέον και την όμορφη προβλήτα με το σπιτάκι των ψαράδων. «Τα πήρε όλα η λίμνη, τα σήκωσε, πολλά τα νερά, πλημμύρισε ο τόπος.» Θέλει φροντίδα η λίμνη, μα δεν φαίνεται πως νοιάζεται κανείς. Φωτογραφίζω τα ψηλόλιγνα δέντρα, τα παιδιά που ψαρεύουν στην προβλήτα. Κλαδιά που επιπλέουν, ξύλινα γεφύρια, το όμορφο μουσειάκι της λίμνης που μοιάζει να μη λειτούργησε ποτέ.

Μια ομορφιά απόκοσμη, λίγο θλιμμένη. Αναρωτιέμαι πώς να ήταν τα πράγματα παλιά. Και η απάντηση ήρθε απροσδόκητα, διά στόματος Ηρακλή Φασσουράκη: «Ομίχλη, ρακές, φοιτητές, λίμνη σύνορο, δεκαετίες γεμάτες όνειρα κι έρωτα-ζάλη, βαρδάρης, αγκαλιές, τρένα που πάνε κι έρχονται. Ακόμα μαγικά απέναντι. Σύνορο; Τι είναι αυτό; Σερβία τότε, βαλκάνια ψυχή, ενωμένη. Ατενίζαμε το μέλλον ξαπλωμένοι αγκαλιά στις όχθες της Δοϊράνης να προφυλαχτούμε απ’ τον Βαρδάρη, αν και είχαμε ανεβάσει γράδα απ’ τη ρακή του φίλου από τον Νότο».

Προτάσεις: Πέντε οινοποιεία, όλα επισκέψιμα, βρίσκονται εδώ για να σε ταξιδέψουν στις γεύσεις και τα αρώματα που δίνουν στα κρασιά της Γουμένισσας οι πλαγιές του Πάικου. Στο οινοποιείο Αϊδαρίνη φιλοξενούνται πολύ συχνά εικαστικές εκθέσεις γνωστών καλλιτεχνών. Όλο και κάτι αφήνουν εδώ: ζωγραφικά έργα, πρωτότυπες κατασκευές από ξύλο και μέταλλο, πανέμορφα σκιάχτρα, όλα φιλοτεχνημένα με απορρίμματα. Στο νεότερο και υπερσύγχρονο οινοποιείο Χατζηβαρίτη, δοκιμάσαμε οίνους βιολογικής γεωργίας. Στα «Δυο ποτάμια» στο παλιό πεδίο βολής, μες στις φυλλωσιές τρυπώνει και το οινοποιείο του Τίτου Ευτυχίδη.

Στον δρόμο για τη Γρίβα μπορείτε να επισκεφθείτε και τον μοναδικό εναπομείναντα νερόμυλο, τον οποίο έχει αναπαλαιώσει και διατηρεί ο ιδιοκτήτης του κ. Γρηγόρης Γιαπατζής. Ήταν ο μεγαλύτερος της περιοχής και από το 1860 άλεθε άλευρα, ενώ διέθετε και πρέσες για την εξαγωγή σησαμέλαιου. Καλό φαγητό γευτήκαμε στο «Τζάκι» και στον Βαγγέλη στην πλατεία της Γουμένισσας. Εξαιρετικό το ντόπιο λουκάνικο. Αν είστε τυχεροί, στα χωριά της περιοχής θα δοκιμάσετε και αγριογούρουνο. Το κυνήγι μόλις ξεκίνησε. Στο παρασκευαστήριο παραδοσιακών προϊόντων «Οι Γουμένισσες» θα βρείτε πρωτότυπα κεράσματα χωρίς συντηρητικά: γλυκά του κουταλιού από κάστανο, ασπροκέρασο, αγριόσυκα και κανθαρέλα (άγριο μανιτάρι), αρωματικό κυδωνόπαστο, φρέσκες μαρμελάδες, σπιτική μουστάρδα και «πιπερνιές» με μελιτζάνα ή ντομάτα.