Στην Ερμούπολη, την πρωτεύουσα της Σύρου, υπέροχα αρχιτεκτονικά μνημεία, νεοκλασικά μέγαρα και αρχοντικά, μεγαλοπρεπείς εκκλησίες και παλαιά βιομηχανικά συγκροτήματα φανερώνουν την αίγλη του παρελθόντος και αποπνέουν το άρωμα μιας λαμπρής εποχής. Το 19ο αιώνα η Ερμούπολη γνώρισε εκπληκτική άνθηση και υπήρξε ένα από τα σπουδαιότερα οικονομικά, ναυτιλιακά και πνευματικά κέντρα της Ελλάδας, αξιοποιώντας την ευνοϊκή πολιτικοοικονομική συγκυρία και το λιμάνι της, που αποτέλεσε κόμβο διαμετακομιστικού εμπορίου για ολόκληρη την Ανατολική Μεσόγειο. Στα Βαπόρια, την αριστοκρατική συνοικία με τα θαυμάσια αρχοντικά, όπου κατοικούσαν άλλοτε οι εύποροι Ερμουπολίτες, ακόμη και ο Άγιος Νικόλαος είναι πλούσιος, μαρτυρώντας την αλλοτινή δόξα της Σύρου.
Ο επιβλητικός ναός με την εξαίρετη αρχιτεκτονική και την πλούσια διακόσμηση θεμελιώθηκε το Φεβρουάριο του 1848 (είναι ο τρίτος παλαιότερος ναός της Ερμούπολης, μετά τις εκκλησίες της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα και της Κοίμησης της Θεοτόκου) και εγκαινιάστηκε επισήμως το Σεπτέμβριο του 1870. Τα οικοδομικά σχέδια του ναού προκάλεσαν το ενδιαφέρον του βασιλιά Όθωνα, ο οποίος τα υπέγραψε ιδιοχείρως και τα επικύρωσε με βασιλικό διάταγμα που εξέδωσε το 1851. Το αριστουργηματικό μαρμάρινο τέμπλο του Αγίου Νικολάου του Πλουσίου, όπου συνδυάζονται κλασικιστικά στοιχεία και στοιχεία δυτικής τεχνοτροπίας, φιλοτεχνήθηκε κατά τα έτη 1883-1899 από τον Τήνιο γλύπτη Γεώργιο Βιτάλη (1840-1901), ο οποίος υπήρξε δημιουργός και του μαρμάρινου δεσποτικού θρόνου.
Η εικόνα του Αγίου Νικολάου ιστορήθηκε και επαργυρώθηκε στη Μόσχα το 1852, ενώ οι εικόνες του Κυρίου και των Ευαγγελιστών ιστορήθηκαν από τον Τήνιο αγιογράφο Φραγκίσκο Δεσύπρη το 1868. Οι τέλειες αναλογίες του διώροφου οικοδομήματος, η ολομάρμαρη σκάλα, τα μαρμάρινα προπύλαια με τους τέσσερις κίονες ιωνικού ρυθμού, τα πανύψηλα κωδωνοστάσια καθιστούν τον Άγιο Νικόλαο τον Πλούσιο ένα από τα πλέον εντυπωσιακά εκκλησιαστικά μνημεία της χώρας μας.