Το γεφύρι της Κόνιτσας είναι το δεύτερο μεγαλύτερο μονότοξο γεφύρι που βρίσκεται στην Ήπειρο και κατασκευάστηκε το 1870, από τον Πυρσογιαννίτη μάστορα Ζιώγα Φρόντζο. Είναι κτισμένο στην είσοδο της πόλης, στο τέλος της χαράδρας του Αώου ποταμού τον οποίο και γεφυρώνει. Έχει ύψος περίπου 20 μέτρα και άνοιγμα τόξου μεγαλύτερο των 35 μέτρων, ενώ στα πλευρά του καλντεριμιού του υπάρχει κτισμένο προστατευτικό πέτρινο στηθαίο. Για την κατασκευή του λέγεται ότι εργάστηκαν 50 μάστορες και διατέθηκαν 120.000 γρόσια (50.000 από αυτά τα έδωσε ο Γιάννης Λούλης), ποσό τεράστιο για την εποχή εκείνη.
Το νέο γεφύρι αντικατέστησε ένα παλιό πρόχειρο ξύλινο πέρασμα που προϋπήρχε στο σημείο και που τα παλιότερα χρόνια εξυπηρετούσε κυρίως την συγκοινωνίας της πόλης με τα χωριά του Ζαγορίου. Για την κατασκευή του γεφυριού ο Κονιτσιώτης συγγραφέας Γιάννης Λυμπερόπουλος, γράφει στο βιβλίο του «Παζαριού ανατομή»: «Στο δρόμο μας, πιο κάτω, το γιοφύρι του Αώου. Μοναδικό, μονότονο, χάρμα τέχνης κι’ ομορφιάς. Φτιαγμένο με μεράκι στα 1870 απ’ τον Πυρσογιαννίτη πρωτομάστορα Ζιώγα Φρόντζο. Ένωνε δυο κόσμους. Δυο κόσμους, που πίστευαν χρόνια πως δεν έχουν τίποτε το κοινό. Τους Ζαγορισίους και τους Κονιτσιώτες. Οι Κονιτσιώτες έλεγαν τους Ζαγορίσιους καντηλοκλέφτες κι’ οι Ζαγορίσιοι τους Κονιτσιώτες τραχανάδες.
Παράξενες προκαταλήψεις και συμπλέγματα, χωρίς δικαιολογία, ανάμεσα σε γειτονικούς πληθυσμούς, που κατά βάθος σε τίποτα δεν διάφεραν. Έτσι άφηναν τον συνδετικό τούτο κρίκο-το γιοφύρι του Αώου-αιώνες ξύλινο, πρόχειρο, έρμαιο στα μανιασμένα ρέματα του ποταμού. Ώσπου έτυχε νάρθη περνώντας για τα λουτρά του Ισβόρου κάποιος ξένος-Κατσανοχωρίτης-, χωρίς μίση και χωρίς πάθος, ο Γιάννης Λούλης, κι έπεισε τους Κονιτσιώτες με τη γενναιοδωρία του πως έπρεπε επί τέλους να γίνει κάτι μόνιμο ανάμεσα στους δυο βράχους του Στομίου. Κι’ έγινε με τη συνδρομή και τη βοήθεια όλων των Κονιτσιωτών (αδελφοί Λιάμπεη 5.000 γρόσια, Αγγελική Παπάζογλου 2.000 γρόσια, Μωχάμετ-μπέης Σίσκος 2.500 γρόσια, αδελφοί Μπεκιάρη 1.060 γρόσια κ.λπ.) ένα ρωμαλέο καλλίγραμμο μνημείο, αντάξιο της τεκτονικής παράδοσης της επαρχίας».
Το 1913 το γεφύρι βομβαρδίστηκε από τον Οθωμανό Τσαβίτ Πασά, που προσπάθησε έτσι να ανακόψει την προέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων. Όμως οι βολές των κανονιών του Τούρκου Πασά δεν βρήκαν στόχο και έτσι το γεφύρι παρέμεινε όρθιο στη θέση του. Στις ζημιές όμως που υπέστη τότε, ήταν και η καταστροφή των τριών διαφορετικών σε μέγεθος κουδουνιών (σύμφωνα με το βιβλίο του Γ. Λυμπερόπουλου, κατά κάποιους μίας μεγάλης καμπάνας), που υπήρχαν κρεμασμένα στη μέση του τόξου. Τα καμπανάκια αυτά με την ένταση του ήχου τους ειδοποιούσαν τους διαβάτες από τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν όταν περνούσαν από το εκτεθειμένο στους ανέμους γεφύρι. Το 1975 ο πολιτιστικός σύλλογος της Κόνιτσας φρόντισε και τοποθέτησε στο γεφύρι μια νέα καμπάνα, σε αντικατάσταση των παλιών.