22.5.23

Νίσυρος: Ενέργεια που μαγνητίζει


Έστριψα δεξιά μετά από μια τελευταία φουρκέτα, κατηφόρισα το δρομάκι σχεδόν ανυποψίαστος και αντίκρισα ένα σεληνιακό τοπίο. Αξιοθέατο παγκόσμιας κλάσης, το ενεργό ηφαίστειο της Νισύρου θα μπορούσε να δέχεται χιλιάδες επισκέπτες καθημερινά. Καθώς όμως βρίσκεται στην εσχατιά της Ελλάδας, σε ένα νησάκι χωρίς αεροδρόμιο και εύκολη πρόσβαση, το είχα σχεδόν δικό μου, με μια χούφτα συνοδοιπόρους για συντροφιά. Περπάτησα πάνω στα πετρώματα και μέσα στους κρατήρες, ακροβατώντας στις φυσικές οπές από όπου βγαίνει καυτός ατμός, και θαύμασα τον τέλειο κύκλο του κρατήρα «Στέφανος». Από το «Μπαλκόνι» του εγκαταλελειμμένου οικισμού Εμπορειός, τη μοναδική ταβέρνα του νησιού με θέα στην καλντέρα, σκαρφάλωσα για μια τελευταία φωτογραφία του κρατήρα «Πολυβώτη», τσιμπώντας μπουκουνιές-χοιρινό μαγειρεμένο στο λίπος του-συνοδεία τσίπουρου.

Και απέκτησα παρέα. «Θα χρειαστείτε μόνο γερά παπούτσια, νερό και καπέλο, αφού ο καλοκαιρινός ήλιος δεν αστειεύεται», συμβούλεψα τους Δανούς τουρίστες που είχαν βαλθεί να περπατήσουν και στα σαράντα μονοπάτια του νησιού. Η Νίσυρος μπορεί να μην έχει πολλή σκιά, αλλά είναι ο παράδεισος του πεζοπόρου. Και του επισκέπτη που ονειρεύεται κολύμπι σε πεντακάθαρα νερά, αλλά απεχθάνεται τις οργανωμένες παραλίες. Το απομεσήμερο με βρήκε για καφέ στα Νικιά και στη διάσημη κουκλίστικη πλατεία τους. Το Ηφαιστειολογικό Μουσείο στην είσοδο του χωριού μού άνοιξε τις πύλες για να εμπλουτίσει τις γνώσεις μου. Έκλεισα δωμάτιο σε ένα δίπατο νισύρικο καπετανόσπιτο, έκανα ένα γρήγορο ντους και έβαλα πλώρη για τα παλιά Λουτρά Παντελίδη και την απογευματινή ιεροτελεστία τους: εδώ στήνονται αυτοσχέδια γλέντια με τους κιθαρωδούς, τους καλλιτέχνες, τους εναλλακτικούς, τα μεζεκλίκια και τις μυρωδιές από το ιαματικό νερό που αναβλύζει καυτό και θαυματουργό από τα έγκατα της γης.

Στο βάθος φαίνονταν τα φώτα από την πρωτεύουσα Μανδράκι, που ζει κάτω από τα προϊστορικά τείχη της δώδεκα μήνες τον χρόνο και αντιστέκεται στον μαζικό τουρισμό. Η χτισμένη στον βράχο Μονή της Παναγίας Σπηλιανής δέσποζε κατάφωτη από πάνω μου, καθώς απολάμβανα φρέσκο ψάρι με φεγγαράδα στο μαγέρικο του «Βέγγου», στην Πλατεία Ηλικιωμένης, δυο βήματα από το καφενείο του «Αντρίκου». Με κέρασαν πεπόνι και ντόπια κανελάδα για επιδόρπιο. Το αλάτι από τα πρωινά μακροβούτια στις Λιες, εκεί όπου βόσκουν τα γαϊδουράκια, ήταν ακόμη νωπό στο δέρμα μου. «Αύριο να πάμε για μπάνιο στο παλιό πειρατικό λιμάνι στο Αυλάκι», κρυφάκουσα το tip κάποιου από τη διπλανή συντροφιά.

«Ή να βουτήξουμε εδώ, στους Χοχλάκους, με το χοντρό μαύρο βότσαλο που παίζει μουσική καθώς το χαϊδεύει το κύμα», πρότεινε μια ρομαντική κοπέλα. «Ή να στήσουμε τη σκηνή στην Παχιά Άμμο και το βράδυ να τραγουδήσουμε γύρω από τη φωτιά». Στη Νίσυρο, η γη έχει τη δική της φωνή και ανάσα. Την αφουγκράζονται καθαρά μόνο οι μυημένοι, αλλά το φιλόξενο μουγκρητό άρχισε σιγά σιγά να φτάνει και στα δικά μου αυτιά. «Σας σέβομαι επειδή με σέβεστε», μου ψιθύρισε.