Ο μύθος: Ο ιδρυτής του μυκηναϊκού βασιλείου ήταν ο ήρωας Περσέας. Όταν ο τελευταίος απόγονος του, ο βασιλιάς Ευρυσθέας (αυτός που όρισε τους άθλους από τον Ηρακλή) έχασε τη ζωή του, ο λαός ψήφισε για νέο βασιλιά, τον Ατρέα. Ο αδελφός του Ατρέα, Θυέστης, αποπλάνησε τη γυναίκα του για να σφετεριστεί τον θρόνο και ο βασιλιάς πήρε εκδίκηση από τον Θυέστη δολοφονώντας τους δύο γιους του και σερβίροντας τους στον ίδιο. Ο Θυέστης τότε καταράστηκε τον Ατρέα και τον οίκο του να μην βρουν ποτέ ευημερία. Οι συνεχιστές του οίκου του Ατρέα, ήταν ο Αγαμέμνονας και ο Μενέλαος.
Ο Αγαμέμνων κληρονόμησε το βασίλειο των Μυκηνών και ο Μενέλαος έγινε ο βασιλιάς της Σπάρτης. Τα δύο αδέρφια παντρεύτηκαν δύο αδελφές την Κλυταιμνήστρα και την Ελένη, αντίστοιχα. Ο μύθος λέει, ότι οι τρεις θεές Ήρα, Αθηνά και Αφροδίτη έκαναν διαγωνισμό ποια ήταν η πιο όμορφη, την νικήτρια θα την έβγαζε ο πρίγκιπας της Τροίας Πάρις. Κάθε μια προσπάθησε να τον δωροδοκήσει για να επιλέξει αυτήν ο πρίγκιπας. Η Αφροδίτη του υποσχέθηκε, αν νικούσε, την πιο όμορφη γυναίκα στην Ελλάδα, η όποια ήταν η ωραία Ελένη,-η γυναίκα του Μενέλαου-.
Με τη βοήθεια της θεάς, η ωραία Ελένη ακολούθησε στην Τροία τον Πάρη, κάνοντας έτσι τον Μενέλαο για εκδίκηση να κηρύξει πόλεμο κατά των Τρώων. Έτσι ξεκίνησε η περίφημη Τρωική εκστρατεία. Ο Μενέλαος μαζί με την βοήθεια του αδερφού του Αγαμέμνονα και των Ελλήνων βασιλέων εκστράτευσαν προς την Τροία. Την ευκαιρία, που ο θρόνος ήταν άδειος βρήκε ο Αιγίσθος (γιος του Θυέστη) και πλησίασε την γυναίκα του Αγαμέμνονα, Κλυταιμνήστρα. Με την βοήθεια της πήρε την εξουσία και βασίλευσε μαζί της για δέκα χρόνια όπου έκαναν και τρία παιδιά.
Μόλις επέστρεψε, ο Αγαμέμνονας από την Τροία η Κλυταιμνήστρα μαζί με τον Αιγίσθος τον δολοφόνησαν. Ο Ορέστης, γιος του Αγαμέμνονα, θέλοντας να εκδικηθεί τον άδικο θάνατο του πατέρα του, σκότωσε την μητέρα του και τον εραστή της και κατέλαβε την εξουσία. Ο Ορέστης παντρεύτηκε στη συνέχεια την Ερμιόνη, κόρη του Μενέλαου και της Ελένης, και έτσι το βασίλειο των Μυκηνών και της Σπάρτης ενώθηκαν. Μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, οι απόγονοι του Ηρακλή (Ηρακλείδες) ήρθαν και ανέτρεψαν τον βασιλιά, και έτσι, ο κύκλος των Ατρείδων ολοκληρώθηκε με δυστυχία.
Η ιστορία: Οι Μυκήνες κατοικούνταν ήδη από το 2.500 π.X., κατά την Ύστερη Eποχή του Xαλκού από το 1600 μέχρι το 1110 π.X, άνθισε όμως ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Η θέση της ακρόπολης των Μυκηνών, η οποία ήταν φυσικά και τεχνητά καλά οχυρωμένη, υπήρξε προνομιούχος και στρατηγική. Xάρη σ αυτήν την προνομιακή θέση οι κάτοικοι είχαν υπό τον έλεγχό τους και ρύθμιζαν το εμπόριο με τη νότια Eλλάδα, τη M. Aσία, την Kύπρο και την Aίγυπτο. Το γεγονός αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι ηγεμόνες των Μυκηνών να αποκτήσουν μεγάλο πλούτο και δύναμη. Η σπουδαιότητα της πόλης ήταν τόσο μεγάλη, που ολόκληρη αυτή η χρονική περίοδος της Ελλάδος ονομάστηκε Μυκηναϊκός πολιτισμός.
Τα περίφημα τείχη της και η διάσημη Πύλη των Λεόντων είναι τόσο μεγαλοπρεπή, που οι αρχαίοι πίστευαν πως κτίστηκαν από τους μυθικούς Κύκλωπες. Τα κυκλώπεια τείχη των Μυκηνών δημιουργήθηκαν σε τρεις φάσεις. Το 1350 π.Χ. περίπου χτίστηκαν τα πρώτα τείχη που περιέκλειαν μόνο το ψηλότερο σημείο του λόφου. Γύρω στο 1250 π.Χ. χτίστηκε η Πύλη των Λεόντων και τα τείχη επεκτάθηκαν αρκετά. Η τελευταία επέκταση των τειχών έγινε στο βορειοανατολικό άκρο των Μυκηνών το 1200 π.Χ. Με τις επεκτάσεις αυτές δημιουργήθηκε η μεγάλη ακρόπολη με ένα πολύ έξυπνο αμυντικό σύστημα.
Έτσι, οι Μυκηναίοι δημιούργησαν ένα σημαντικό οδικό δίκτυο που ενώνονταν με τα άλλα μυκηναϊκά ανάκτορα και ανέπτυξαν το εμπόριο. Οι λόγοι για τους οποίους ο μυκηναϊκός πολιτισμός έφτασε στην παρακμή τον 11ο αι. π.Χ. είναι πάρα πολλοί και λειτούργησαν συνδυαστικά για την αποδυνάμωση του κράτους. Η καταστροφή του κράτους των Χετταίων, που ήταν και οι μοναδικοί φορείς ήδη από το 17ο αιώνα της τεχνικής επεξεργασίας του σιδήρου και η απώλεια των αιγυπτιακών αγορών άρχισαν να κλονίζουν το εμπόριο των Μυκηνών. Η καταστροφή αυτή συμπληρώθηκε απ’ τους Ηρακλειδείς που κατέλαβαν την Πελοπόννησο.
Το 468 π.Χ. οι Αργείοι κατέστρεψαν τις Μυκήνες και η πόλη δημιουργήθηκε ξανά 3ο π.Χ. αι. αλλά γρήγορα κι αυτή εγκαταλείφθηκε. Οι πρώτες ανασκαφές στον χώρο θα γίνουν λίγο μετά τη απελευθέρωση του 1821. Το 1841, πρώτος ο αρχαιολόγος Πιττάκης θα φέρει ξανά στο φως την Πύλη των Λεόντων. Με τον Παυσανία και τον Όμηρο στο χέρι, ο Ερρίκος Σλήμαν ανακάλυψε το 1876 τον πρώτο περίβολο και τους λακκοειδείς τάφους πίσω από την Πύλη των Λεόντων. Οι ανασκαφές του έφεραν στην επιφάνεια πολλά χρυσά ευρήματα τον έκαναν να πιστεύει ότι βρήκε τους τάφους του Αγαμέμνονα και της Κασσάνδρας. Σήμερα, ολόκληρος ο χώρος έχει ανασκαφεί και μαζί με το μουσείο των Μυκηνών περιμένουν να πουν στους επισκέπτες την ιστορία του και τους μύθους του.