«Δεν τα κατέγραψαν ποτέ οι Τούρκοι στον χάρτη της Ελλάδας, επειδή δεν τα πάτησαν. Γι’ αυτό τα είπαν Άγραφα.» λέει ο Κώστας Μάκκας ενώ γεμίζει τα ποτήρια με μούρο, το ιδιόμορφο και δυσεύρετο ευρυτανικό τσίπουρο. Ο ίδιος είναι ένας άξιος οικοδεσπότης των Αγράφων, που κρατάει τον ξενώνα-ταβέρνα στο χωριό Κρέντης. Τα Άγραφα, πάλι, είναι ίσως η τελευταία γωνιά της Ελλάδας όπως την ξέραμε κάποτε. Λίγες μέρες πριν, ρωτώντας στο τηλέφωνο μια κυρά αν άρχισαν τα φθινοπωρινά χρώματα στο φαράγγι, πήραμε ως απάντηση ένα υπέροχο «πού να ξέρω, παιδί μου, δεκαπέντε χρόνια έχω να βγω από το χωριό»-το φαράγγι, στο μεταξύ, είναι ο βασικός δρόμος των Αγράφων. Μια κεντρική διαδρομή 35 χιλιομέτρων από τον Κρέντη (πύλη των Αγράφων) έως τα Βραγγιανά (στα σύνορα με τον νομό Καρδίτσας), που μπορεί να κάνεις και μιάμιση ώρα να τη διασχίσεις, γιατί στο μεγαλύτερο μέρος της αποτελείται από έναν κακοτράχαλο χωματόδρομο.
Δύσκολοι δρόμοι, δυνατές εικόνες: Τον χειμώνα κοινώς είναι δύσκολα τα πράγματα. Η ασφαλτόστρωση έχει θεωρητικά ξεκινήσει εδώ και κάμποσα χρόνια, ωστόσο ακόμη φτάνει μέχρι τη Βαρβαριάδα, με μερικά έξτρα «μπαλώματα» έως το Μοναστηράκι και στις απότομες στροφές που εισχωρούν στα χωριά. Η διαπλάτυνση και οι εργασίες φτάνουν κοντά στο χωριό Άγραφα. «Το ρεύμα ήρθε το ’82. Ο δρόμος στο φαράγγι διανοίχτηκε το ’87. Οι γέφυρες όμως έγιναν το ’93. Άι πέρνα τον Αγραφιώτη χωρίς δαύτες», λέει η κ. Νίκη, ιδιοκτήτρια του ομώνυμου ξενώνα-εστιατορίου στο χωριό Άγραφα. «Σε άλλα χωριά, δρόμος και ρεύμα πήγαν πολύ αργότερα. Τούτος ο τόπος μάς βασάνισε πολύ, αλλά τι να κάνεις. Βουνά, λαγκάδια, αδιάβατα, μέτρα το χιόνι, μας έκλεινε στον Μάραθο, που είχε δρόμο από το ’78, δεν πηγαίναμε παραπέρα. Αλλά είναι πανέμορφος τόπος».
Μέσα στο φαράγγι θα δείτε πέτρινα γεφύρια, μικρές στρατιωτικές γέφυρες, αυτοσχέδια εναέρια περάσματα, φτιαγμένα από κλαδιά δέντρων, ακόμη και ένα καρούλι (τελεφερίκ): τα μέσα που χρησιμοποιούσαν οι ντόπιοι για να ενώσουν τις όχθες του Αγραφιώτη. Ο ταχυδρόμος έρχεται μια δυο φορές τη βδομάδα. Φέρνει αλληλογραφία, συντάξεις, φάρμακα. Ο μανάβης από Καρδίτσα το ίδιο. Και μες στον χειμώνα ακόμη. «Το πολύ πολύ να βάλω αλυσίδες, αν και συνήθως ο δρόμος ανοίγει», λέει ο ταχυδρόμος Γιώργος Γκαρίλας. «Δεν γίνεται να τους αφήσω». Κατολισθήσεις, πάγος και χιόνι αποκόπτουν ακόμη και σήμερα τα Άγραφα από την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά και τα ίδια τα χωριά μεταξύ τους.
Ίσως γι’ αυτό να είναι αυτό που είναι, ένα μέρος απίστευτης φυσικής ομορφιάς, με θεόρατα βουνά που αγκυλώνουν το βλέμμα, δάση και αλπικά τοπία, φαράγγια, ορμητικά ρέματα και ποτάμια, αβυσσαλέους γκρεμούς και άγρια ζώα, που συναντάς συχνά, και κοπάδια από αμνοερίφια, μία από τις ενασχολήσεις των ντόπιων που αρχίζει να εγκαταλείπεται-λόγω του ολοένα αυξανόμενου πληθυσμού λύκων, λένε κάποιοι. Σε αυτό το σύμπλεγμα που προκαλεί δέος, νιώθεις την ασημαντότητα του ανθρώπου έναντι της φύσης, αφουγκράζεσαι την απόλυτη σιωπή. Οδηγείς σε χωμάτινες στροφές-«πέταλα», σε στενά περάσματα στο χείλος του γκρεμού και σε γέφυρες που τρίζουν από τη δύναμη του νερού.
Στέκεσαι «σούζα» μπροστά σε γιαγιάδες με τραχιά χέρια και καθαρά βλέμματα. Δεν έρχεσαι έτσι απλώς για τουρισμό. Έρχεσαι για να ταυτιστείς με τη φύση και τη ζωή στα βουνά, να βρεις κάτι πέρα για πέρα αληθινό· άλλοτε και τον εαυτό σου. Πολυτελείς ξενώνες δεν υπάρχουν. Λίγα δωμάτια με τα στοιχειώδη. Ξύλινα προπολεμικά κρεβάτια συνήθως, σεντονοκούβερτο, και να λες κι ευχαριστώ που δεν ξέμεινες στους δρόμους. Κανείς δεν θα σε άφηνε να ξεμείνεις βέβαια-οι Ευρυτάνες όση φτώχεια έχουν γνωρίσει τόση φιλοξενία προσφέρουν απλόχερα. Στους καφενέδες οι σόμπες καπνίζουν ήδη, τα γηραιά πρόσωπα τριγύρω έχουν κάτι μεταφυσικό. Οι χειραψίες είναι συνεχείς-η διαχυτικότητά τους πραγματικά εκπλήσσει.
Οι γενναίοι του χειμώνα: Στα Άγραφα θα απολαύσετε τις οδικές διαδρομές στη φύση ή σε υπέροχα μονοπάτια που θα σας υποδείξουν οι ντόπιοι. Παντού θα βλέπετε παράγκες, σκεπές από ελενίτ, άλλοτε πέτρινα σπίτια και κάθε τρεις και λίγο έναν Κατσαντώνη να αγναντεύει μαρμαρωμένος τα βουνά: η πατρίδα του φημισμένου κλεφταρματολού τον τιμά δεόντως με μνημεία, κλέφτικα τραγούδια και ιστορίες για τη δράση του στα ευρυτανικά βουνά. Ο Κρέντης βρίσκεται πάνω στον κεντρικό δρόμο που έρχεται από το Καρπενήσι προς τη λίμνη Κρεμαστών. Είναι ένα ζωντανό χωριό με 250 κατοίκους, σχολείο με καμιά εικοσαριά παιδιά και βενζινάδικο-μπορεί εύκολα να γίνει η βάση σας.
Ο Κώστας Μάκκας στον ομώνυμο ξενώνα διατηρεί ακόμη το σύστημα που κάποτε λειτουργούσε σε όλες τις ορεινές κοινωνίες, εκείνο της αυτάρκειας. Έχει ζώα, φτιάχνει τυρί, κρασί, τσίπουρο, φυτεύει στο μποστάνι του και επιπλέον μαγειρεύει εξαιρετικά και δίνει οδηγίες μαζί με τους αδελφούς του για περιηγήσεις στα πέριξ. Στρίβοντας αριστερά στον κεντρικό δρόμο των Αγράφων, πρώτη στάση θα κάνετε στη Βαρβαριάδα. Το θρυλικό παράπηγμα του μπάρμπα-Λάμπρου, το οποίο ύμνησε ο σκηνοθέτης Γιώργος Κολόζης στο ντοκιμαντέρ «Το πήδημα του Κατσαντώνη κι ο μπάρμπα-Λάμπρος», θα το βρείτε κλειστό. Θα δείτε όμως τα δύο λεωφορεία του ΚΤΕΛ που χρησιμεύουν ως αποθήκες για τα ξύλα και τα άχυρα-ο Πάνος Τσιγαρίδας, που μένει εδώ, υπήρξε για χρόνια θρυλικός οδηγός τους.
Από εδώ ξεκινά και ο δρόμος για τον Μάραθο, το χωριό του Κατσαντώνη. Καμιά δεκαριά χωμάτινα χιλιόμετρα διαδρομής πάνω από τον γκρεμό-μόλις φτάσεις, δεν διανοείσαι το σημείο που διάλεξαν οι άνθρωποι για να φτιάξουν το χωριό τους, ούτε κι ότι κάποτε κατοικούνταν από 300 άτομα. Σήμερα, μόνο μερικές γάτες κυκλοφορούν γύρω από τον πανέμορφο Ναό του Ταξιάρχη, του 1760. Στο Μοναστηράκι επίσης δεν κουνιέται φύλλο. Η κ. Ολυμπία Μπακογιάννη στοιβάζει τα ξύλα για το τζάκι κολλητά στην πόρτα του σπιτιού: «Άμα πέσουν τα πολλά χιόνια εδώ, δεν αναδεύουμε», μας λέει και μας πιάνει από το χέρι να μας καθίσει για καφέ.
Στα Άγραφα το σχολείο λειτουργεί με τέσσερα παιδιά, τα τρία καφενεία όλο και κάτι μαγειρεύουν, οι κάτοικοι εδώ είναι γύρω στους 80. «Παλιά ήταν η έδρα του δήμου. Τώρα που η μισή Ευρυτανία είναι ένας δήμος, μεταφέρθηκε στο Κερασοχώρι. Αλλά τα γνήσια Άγραφα είναι επτά χωριά», λέει η κ. Νίκη του ομώνυμου ξενώνα-ταβέρνα και βάζει στο ραδιόφωνο Δεύτερο Πρόγραμμα. Τα καλοκαίρια όλα τα χωριά ζωντανεύουν. Επισκέπτες και κυρίως ντόπιοι που ζουν στις πόλεις έρχονται για διακοπές. Τον χειμώνα, την περιοχή επιλέγουν πραγματικοί ταξιδευτές, πολλοί μοτοσικλετιστές και πεζοπόροι.
Στα Επινιανά, τα Σαββατοκύριακα επίσης έχει κίνηση. Διάφοροι σύλλογοι περιπατητών έχουν ανακαλύψει τον ξενώνα του προέδρου του χωριού, Κώστα Γκαντζούδη. Από εδώ, άλλωστε, ξεκινά το μονοπάτι για το φημισμένο Ασπρόρεμα και εδώ βρίσκεται η Μονή Παναγίας Στάνας, που είναι χτισμένη μέσα στα βράχια από τον 18ο αιώνα και πλέον κατοικείται από έναν αξιαγάπητο μοναχό. Τα Επινιανά ερήμωσαν τη δεκαετία του 1970, σε τέτοιο βαθμό που γκρεμίστηκαν όλα τα σπίτια. Κόντρα στο ρεύμα, ο πρόεδρος αποφάσισε να επιστρέψει με την οικογένειά του το 1985 και να παρακινήσει φίλους και συγγενείς να κάνουν το ίδιο. «Ο δρόμος δεν είχε έρθει ακόμη. Ούτε ρεύμα είχαμε ούτε σχολείο φυσικά. Την κόρη μου την πήγαινα στα Άγραφα με τα πόδια και περνούσαμε τον Αγραφιώτη με το καρούλι.
Την επόμενη χρονιά ζήτησα δάσκαλο για τρία παιδιά. Από τέσσερα και πάνω, μου είπαν. Πείσμωσα κι εγώ κι έγραψα τον 4χρονο γιο μου, λέγοντας στον δάσκαλο να τον αφήσει στην ίδια τάξη. Τελικά έπαιρνε τα γράμματα και τέλειωσε το σχολείο στα 16», καταλήγει γελώντας. Τώρα ζουν στο χωριό τον χειμώνα 10 άνθρωποι. Άλλοι τόσοι ζουν και στο Τροβάτο με τη μεγάλη πλατεία και τα δύο καφενεία, το ένα από τα οποία μένει ανοιχτό. Θα γεμίσετε τα παγούρια σας νερό από τα ευρυτανικά βουνά, θα χαιρετήσετε την κ. Όλγα Κατσούδα, που θα σας υποδεχτεί και θα σας τραγουδήσει κλέφτικα, και θα καταλήξετε στα Βραγγιανά. Δέκα κάτοικοι και εδώ, διασκορπισμένοι όμως σε πέντε μαχαλάδες και τρία καφενεία.
Το ιστορικό χωριό στα σύνορα Ευρυτανίας-Καρδίτσας, άρα και Στερεάς-Θεσσαλίας, υπήρξε πλούσιο και πυκνοκατοικημένο, είχε εργαστήρια διάφορων ειδικοτήτων και κυρατζήδες, φιλοξενούσε μάλιστα Ελληνομουσείο, σχολή με χιλιάδες μαθητές που διδάσκονταν από τον Γιαννούλη τον Αιτωλό και τον Αναστάσιο Γόρδιο. Σήμερα θα δείτε τις όμορφες εκκλησίες του: Αγία Παρασκευή, Άγιο Γεώργιο, Άγιο Δημήτριο, Άγιο Ιωάννη Θεολόγο. Κι αν είστε τυχεροί και ο παπάς είναι στο χωριό, θα δείτε και εσωτερικά τις σπουδαίες αγιογραφίες τους από Αγραφιώτες καλλιτέχνες. Τώρα, ο πρόεδρός του, Γιάννης Παρθένης, περιμένει τον ασφαλτόδρομο από τη λίμνη Πλαστήρα που μόλις εγκρίθηκε, 5 χιλιόμετρα μόνο. Απέναντι βρίσκεται το οροπέδιο της Νιάλας και άλλες τοποθεσίες όπου συζητείται η κατασκευή αιολικού πάρκου. «Οι μισοί μιλούν για την καταστροφή του φυσικού τοπίου, οι άλλοι για τη διευκόλυνση της ζωής τους, που εδώ είναι πραγματικά δύσκολη τον χειμώνα.
Το πάρκο θα φέρει και χρήματα, αλλά κυρίως θα ανοίξουν οι δρόμοι. Κάθε χωριό εκχιονίζει μόνο του, αλλιώς θα μέναμε κλεισμένοι καιρό. Ξέρετε πόσο κοστίζει αυτό; Αν έρθει ο δρόμος, θα έρθουν και επισκέπτες. Και τότε ίσως επιστρέψουν και κάποιοι νέοι μας. Γιατί σε όλη την Ελλάδα έχουν επιστρέψει, στα δύσκολα Άγραφα όμως όχι», καταλήγει. Πάνω από το χωριό, ο δρόμος έως τον αυχένα του Αγίου Νικολάου είναι συγκλονιστικός, η θέα στο φαράγγι με τα ατέλειωτα κορφοβούνια κόβει την ανάσα. Αναρωτιέμαι αν οι ντόπιοι τα θαυμάζουν ακόμη κι αν νιώθουν την ίδια ελευθερία. Ο νεαρός Στέφανος Ντάλλας, τον οποίο συναντήσαμε να κόβει ξύλα, ήταν ξεκάθαρος: «Τα βουνά τα έχω περπατήσει όλα, τα βλέπω από παιδάκι, είναι το σπίτι μου. Αλλά να τα θαυμάζεις δεν σταματάς ποτέ», λέει καθώς πατάει σύρριζα στον γκρεμό σαν κατσίκι. Γουρλώνω τα μάτια, σίγουρη ότι θα τον δω να γκρεμοτσακίζεται στο χάος. «Τι φοβάσαι; Μην πέσω στο ίσωμα; Έτσι το λέμε εμείς αυτό εδώ: ίσωμα».
Μετάβαση: O πιο ενδεδειγμένος τρόπος να φτάσετε στα Άγραφα από την Αθήνα είναι μέσω Λαμίας-Καρπενησίου. Η απόσταση είναι 325 χλμ. και το κόστος για διόδια και βενζίνη υπολογίζεται στα 110 ευρώ με την επιστροφή. Από Θεσσαλονίκη υπολογίστε 300 χλμ. και κόστος 120 ευρώ με την επιστροφή. Παρότι ο κεντρικός χωματόδρομος είναι προσπελάσιμος από συμβατικό αυτοκίνητο, καλό είναι να έχετε όχημα 4x4 με καλά λάστιχα, ειδικά τον χειμώνα.
Διαμονή-Φαγητό: Τρία αληθινά καταφύγια, σαν χάνια από τα παλιά, σας υποδέχονται στον Κρέντη, στα Άγραφα και στα Επινιανά, χωρίς πολυτέλειες, αλλά με αληθινή ζεστασιά μετά τις περιηγήσεις σας, και προσφέρονται τόσο για τη διαμονή όσο και για το φαγητό σας. Στον ξενώνα των αδελφών Μάκκα (Κρέντης) θα σας σερβίρουν δίπλα στο τζάκι ένα από τα ωραιότερα κατσικάκια που έχετε φάει ποτέ, μαγειρεμένο μαστόρικα από τον Κώστα Μάκκα. Ετοιμάζει, επίσης, απίθανο γιουβέτσι στο πήλινο, άψογα ψημένες σπαλομπριζόλες και άλλες νοστιμιές. Το σημαντικό είναι ότι δεν ξεχωρίζει μόνο για τη σπουδαία μαγειρική, αλλά και για τις πρώτες ύλες που χρησιμοποιεί. Τα πάντα είναι δικά του.
Η κυρα-Νίκη (Άγραφα, από 45 ευρώ) είναι μια πρώτης τάξεως νοικοκυρά και θα σας σερβίρει πλάι στο τζαμωτό με την ωραία θέα σπιτικές πίτες, γίδα βραστή, κατσικάκι στη γάστρα, εποχιακά είδη από το μποστάνι της και σπιτικά γλυκά. Στο ίδιο χωριό υπάρχει και ο ξενώνας Πύργος Αγράφων (από 40 ευρώ). Πλάι στο ποτάμι, στον δρόμο προς το χωριό, θα βρείτε την εξαιρετική ταβέρνα Νερόμυλος που ξεχωρίζει για τις πέστροφές της. Στον ξενώνα Πανόραμα (Επινιανά, από 35 ευρώ) θα απολαύσετε τα εξαιρετικά μαγειρευτά της Γιώτας και τα ψητά και σουβλιστά του Κώστα, από τοπικές ύλες, απολαμβάνοντας το υπερθέαμα των βουνών από τη μεγάλη τζαμαρία. Επίσης, μπορείτε να προμηθευτείτε ωραίο μέλι και βότανα της περιοχής.