24.9.22

Νομός Ευρυτανίας: Το Ασπρόρεμα Αγράφων


Η πεζοπορική εξόρμηση στο Ασπρόρεμα, στην καρδιά των Αγράφων, φέρνει στο προσκήνιο ανθρώπινες ιστορίες και ζωντανεύει τα ίχνη του παρελθόντος. Κάλεσα μερικούς φίλους για εκδρομή και ορειβασία στα Άγραφα, στο τέλος του κρύου ορεινού Απρίλη 2022. Έξι μήνες νωρίτερα είχα καταγράψει τις διηγήσεις των κατοίκων στα Πιγκιανά (το παλιό όνομα των Επινιανών) για το χωριό Ασπρόρεμα, έναν διάσπαρτο οικισμό στην καρδιά των Αγράφων, όπου τα λείψανα κατοίκησης δεκάδων οικογενειών από τις αρχές του 20ου αιώνα αντιστέκονται ακόμη στη φθορά του χρόνου. Τα πρώτα πέντε χιλιόμετρα του μονοπατιού είναι εντυπωσιακά και σχετικά εύκολα-συστήνεται για όλους.

Μετά, πίσω από τον λόφο του Διάσελου, ξετυλίγονται τα ερείπια της χαμένης ζωής του Ασπρορέματος. Αφήσαμε πίσω το σίγμα της ασφάλτου κάτω από τα Επινιανά και περάσαμε την ξύλινη αψίδα-είσοδο του μονοπατιού. Όσο οι μύες ζεσταίνονταν, ο Βασίλης, ένας από τους λιγοστούς κατοίκους των Επινιανών, μας ζέστανε και τη φαντασία. Ακούσαμε τις ιστορίες για τον συνοικισμό του Ασπρορέματος με το όνομα Εκκλησιές, για ενέδρες και εγκλωβισμένους αντάρτες, καβάτζες και πυρομαχικά, και πως από τους 80 συνολικά στην Αλβανία πέρασαν τελικά μόνον οι 10 τον Μάρτιο του 1950. Σε ένα ξέφωτο, εμφανίστηκε απέναντί μας λουσμένη στο φως η Μονή Στάνας. Είχα ακούσει από τον Κ. Γκαντζούδη για το πώς στους γκρεμούς του Ασπρορέματος ο στρατός διάνοιξε το μονοπάτι με φουρνέλα, ενώ αργότερα, εργάτες κρέμονταν δεμένοι σε χοντρές τριχιές διαμορφώνοντάς το.

Κι άλλοι ντόπιοι μου αφηγήθηκαν αυτές τις ιστορίες, κι άλλες ακόμη, που ζωντάνευαν στα μάτια μου όσο περπατούσαμε. Οι κατάπληκτοι συνοδοιπόροι μου παρατηρούσαν τα φαινομενικώς αταίριαστα με το μονοπάτι στοιχεία, όπως τους παλιούς στύλους του ΟΤΕ και τα σύρματά τους, που τώρα αφήνουν τη φύση να τα πάρει στην αγκαλιά της με σκουριά, ακάρεα και μυρμήγκια. Στο Ασπρόρεμα έφτασε ο ΟΤΕ και το τηλέφωνο-εκείνη η αντίκα με τη χειροκίνητη μανιβέλα-αλλά ποτέ ηλεκτρισμός. Ήταν μόνο η αρχή. Από το 6ο χιλιόμετρο, στο αφρόντιστο μονοπάτι γόνατα λύγιζαν και πόδια σηκώνονταν ψηλά να υπερπηδήσουν αγκάθινα εμπόδια και κορμούς που τώρα τους διεκδικεί το χώμα. Όσο μακρύτερα φτάναμε, τόσα κομμάτια του ερειπωμένου παζλ αποκαλύπτονταν.

Σε αυτή την εσχατιά στο κέντρο της χώρας, όπου χρειάζεσαι 2 ώρες για να φτάσεις από το Καρπενήσι και μετά άλλες 4-5 ώρες περπάτημα, κάτω από στεφάνι πανύψηλων κορυφών, αδιατάρακτο ουρανό και φρέσκο αέρα, ζούσαν οικογένειες σε οικισμούς που συναποτελούσαν το χωριό Ασπρόρεμα: Εκκλησιές, Σταθά, Σφρι, Φρεσκά, Σιδέρη. Έθεσα στον Βασίλη ένα επιτακτικό ερώτημα: Θα μπορούσε να παραχωρηθεί ή να πουληθεί ένα από τα σπίτια του Ασπρορέματος, για να χρησιμοποιηθεί ως καταφύγιο ανάγκης για τους πεζοπόρους; Η απάντηση ήταν αρνητική αλλά ικανοποιητική.

Όχι, δεν θα πουλούσαν την ιστορία τους, τα παιδικά τους χρόνια, τις δυσκολίες και τη λίγη ξενοιασιά εκείνης της σκληρής ζωής-όλα λεπτομερώς αποτυπωμένα στις μνήμες τους που ανακαλούν αυτούσιες: «Το Ασπρόρεμα είχε σχολείο αλλά όχι εκκλησία. Κάθε Κυριακή περπατούσαμε στα Πιγκιανά για να εκκλησιαστούμε. Θυμάμαι ότι μια οικογένεια με δυο παιδιά έχασε το ένα, που γλίστρησε κοντά στο ρέμα και σκοτώθηκε». Τότε, απηυδισμένη από τη δύσκολη ζωή, η μάνα πήρε την υπόλοιπη οικογένεια και μετακόμισαν για πάντα. Θυμούνται ότι ο πρόεδρος του χωριού τη δεκαετία του 1950 πίεσε έντονα να χτιστεί κανονικό μονοπάτι, αφού τις ξύλινες πρόχειρες γέφυρες που έφτιαχναν οι κάτοικοι τις έπαιρνε το ρέμα κάθε χρόνο.

Περάσαμε δυο μικρά πλατώματα όπου ο μόχθος των κατοίκων αποτυπώθηκε στις πεζούλες με τις κερασιές, το μόνο οπωροφόρο που έμεινε να θυμίζει τον αγώνα τους για τα προς το ζην. Καλλιέργησαν μεταξύ άλλων καλαμπόκι, πατάτες, φασόλια, κολοκύθια, ντομάτες και ψάρεψαν άγριες πέστροφες. «Κάποιες φορές, οι πέστροφες έρχονταν με τα κανάλια που ανοίγαμε για το πότισμα των σπαρτών, κι όταν το νερό υποχωρούσε, κουτσοπήδαγαν στο χωράφι πριν τις μαζέψουμε και τις τηγανίσουμε με βούτυρο», αφηγείται ο Κ. Ζιώγας. Στον συνοικισμό Σταθά, εκεί όπου λειτούργησε το σχολείο του Ασπρορέματος, ένα καλοδιατηρημένο ερείπιο χρησιμοποιείται κάθε καλοκαίρι από ντόπιο κτηνοτρόφο, απόγονο κάποιας από τις οικογένειες του Ασπρορέματος. Μόνο γίδια είχαν, τα πρόβατα δεν άντεχαν τον ανελέητο χειμώνα των Αγράφων.

Μετά το διάλειμμα, μια έκπληξη: Τα τεντωμένα δάχτυλα του Γιάννη έδειξαν κάτω μακριά, άλλο έναν συνοικισμό, με καταπράσινες αναβαθμίδες, ακριβώς στη σύγκλιση των ρεμάτων που κατακρημνίζονται από το στεφάνι των πιο εντυπωσιακών κορυφών των Αγράφων: Ντελιδήμι, Σουφλί, Διχάλα. Φάγαμε το τυπικό κολατσιό των ορειβατών, ξηρούς καρπούς και σάντουιτς. Η παρέα μου ξέσπασε σε επιφωνήματα χαράς όταν από το σακίδιο έβγαλα το σουηδικό θερμός με το ξύλινο πώμα, γεμάτο ζεστό ντόπιο τσάι του βουνού. Η Ευρυδίκη μας κέρασε βραστά αυγά και απορία, καθώς με γυμνά πόδια στο χώμα μας περιέγραφε τη νέα τάση σύνδεσης ανθρώπου-γης: earthing. Μετά το διάλειμμα, μπήκαμε στο μονοπάτι ξανά.

Η έκπληξη έρχεται πάντα όταν και εκεί που δεν το περιμένεις. Σε υψόμετρο 1500 μ. μια συστάδα ερειπίων σε περίοπτη θέση, το Σφρι, μας άφησε άφωνους. Σε αυτή τη γη, μία από τις πιο δυσπρόσιτες περιοχές σε ολόκληρη την Ελλάδα, οικογένειες βγάζαν το ψωμί τους. Κάθε μέρα, όλο τον χρόνο. Με τόσες δυσκολίες και άλλη τόσο γαλήνη, αυθεντικότητα και αρμονία με καθετί φυσικό. Η πορεία μας συνεχίστηκε στο ίδιο μονοπάτι που διατηρείται σε εξαιρετική κατάσταση και συνδέει τα Επινιανά με τη Μονή Σπηλιάς, στην άλλη άκρη αυτού του κολοσσιαίου συγκροτήματος κορυφών. Το μονοπάτι περνά το διάσελο της κορυφής Ντελιδήμι και συνδέεται με το χωριό Λεοντίτο και τη Μονή Σπηλιάς.

Αυτά τα 24 χλμ. τα περπάτησε σε παιδική ηλικία και χωρίς παπούτσια, εκπληρώνοντας ένα τάμα, ο Κώστας Ζιώγας, που μου αφηγήθηκε πολλά στιγμιότυπα της χαμένης ζωής του Ασπρορέματος. Στα Επινιανά λειτουργούν ο ξενώνας-εστιατόριο «Το Πανόραμα» του Κώστα Γαντζούδη και ο ξενώνας-εστιατόριο της Ντίνας Αβράμπου. Η απόσταση δεν είναι μικρή για να φτάσεις έως εδώ και ο δρόμος έχει προκλήσεις και αναρίθμητες στροφές. Δε θα απαριθμήσω όλους τους λόγους για τους οποίους αξίζει να επισκεφτεί κανείς τα Επινιανά παρά έναν: Οι άνθρωποι που μένουν εκεί, κόντρα στις σύγχρονες αντιξοότητες και τον πληθυσμό τους που συρρικνώνεται, χρειάζονται πιο πολύ απ’ όλα συντροφιά και κουβέντα. Ένα μικρό δείγμα ότι υπάρχει ελπίδα, ενάντια στο φάσμα της εγκατάλειψης των χωριών τους.