Αδάμαστη φύση, γοητευτικά χωριά και αυθεντικοί άνθρωποι, που κρατούν ζωντανές τις βλάχικες παραδόσεις, συνθέτουν ένα μοναδικό πακέτο εμπειριών στη νότια Πίνδο. Στη νότια Πίνδο, ακριβώς κάτω από το Μέτσοβο και δυτικά των Τρικάλων, βρίσκεται ένας τόπος όπου ο ήλιος δυσκολεύεται να περάσει μέσα από το πυκνό ελατοδάσος. Το καλοκαίρι ακούς παντού κελαρυστά νερά που μπλέκονται με ζωηρά κελαηδίσματα. Τα ορεινά βοσκοτόπια και οι στάνες ζωντανεύουν. Στα χωριά, παππούδες που κρατούν γκλίτσες βγάζουν βόλτα τα εγγόνια τους, καφετζήδες δέχονται παραγγελίες στα βλάχικα, οικοδέσποινες καλωσορίζουν τους επισκέπτες με τσίπουρο. Το «πρόγραμμα» περιλαμβάνει βουτιές στον Αχελώο, παρεΐστικα αυτοσχέδια γλέντια γύρω από μια φωτιά, γιατί όχι και διανυκτέρευση κάτω από τα αστέρια.
Αυτός ο ιδιαίτερος τόπος, που τα παιδιά του τραγουδούν περήφανα το «Λα πάτρου τσίντζι μάρμαρι»*, είναι ο Ασπροπόταμος. Η περιοχή, που, σύμφωνα με την επικρατέστερη θεωρία, πήρε το όνομά της από τα αφρισμένα νερά του Αχελώου, μέχρι το 1943 ήταν πολυπληθής και πλούσια, χάρη κυρίως στην κτηνοτροφία και στα προϊόντα μαλλιού που εμπορεύονταν οι Βλάχοι. Όμως, η εκτέλεση 78 Γερμανών αιχμαλώτων στη Μονή του Τιμίου Σταυρού κοντά στην Κρανιά έφερε ως αντίποινα το κάψιμο σχεδόν όλων των χωριών. Έκτοτε, τα μεγάλα τσελιγκάτα αποδεκατίστηκαν, το εμπόριο έσβησε και οι οικισμοί σταδιακά παρήκμασαν.
Αν και την τελευταία δεκαετία ορισμένοι αποφάσισαν να εγκατασταθούν στα χωριά, οι μόνιμοι κάτοικοι παραμένουν λιγοστοί και τα μαγαζιά ετήσιας λειτουργίας μετριούνται στα δάχτυλα. Ωστόσο, το καλοκαίρι οι δεσμοί σφίγγουν πάλι. Οι σούβλες με τις προβατίνες χορεύουν στις ψησταριές, οι γυναίκες χαρούμενες ανταλλάσσουν τα χειμωνιάτικα χαμπέρια στις αυλές και τα χαμόγελα επιστρέφουν κάτω από τα παχιά μουστάκια.
Διαδρομές στο δάσος: Αν και στον Ασπροπόταμο δεν υπάρχουν οργανωμένα μονοπάτια με σήμανση, η εμπορική δραστηριότητα των Βλάχων και οι μετακινήσεις των κτηνοτρόφων έχουν χαράξει αρκετές εμφανείς πορείες στα βουνά, άλλες για αθλητική πεζοπορία και άλλες για χαλαρό περπάτημα. Η πιο ξακουστή είναι η βλαχόστρατα, ένα μονοπάτι σπάνιας πολιτιστικής αξίας, το οποίο συνέδεε την Ήπειρο με τη Θεσσαλία. Ουσιαστικά, πρόκειται για εμπορικό δρόμο, πλάτους ίσου με δύο φορτωμένα μουλάρια, που χρησιμοποιούσαν οι κυρατζήδες για να μεταφέρουν προϊόντα επί πληρωμή. Το σωζόμενο κομμάτι, περίπου ένα χιλιόμετρο, εντοπίζεται κοντά στο Νεραϊδοχώρι και ξεκινάει λίγο μετά τη μονότοξη γέφυρα του Χατζηπέτρου, κατασκευής 18ου αιώνα, η οποία περνάει πάνω από τον περτουλιώτικο ποταμό-στον Αχελώο καταλήγουν δεκάδες ρέματα και παραπόταμοι, που βαφτίζονται ανάλογα με το ποιο χωριό διασχίζουν.
Περπατώντας απόγευμα στο καλντερίμι με τις φυτευτές πέτρες, οι οποίες προστάτευαν τα ζώα για να μη γλιστρήσουν, μας συντρόφευαν πουλιά. Τα πελώρια κλαδιά των ελάτων κουνιόνταν αργά σαν χέρια που ήθελαν να μας αγγίξουν. Αριστερά μας βράχοι με βαθιά κοψίματα, δεξιά μας γκρεμός. Στα πιο στενά σημεία της διαδρομής κρατηθήκαμε χέρι χέρι. Μισή ώρα πριν από τη βρύση «Σουλεϊμάν», που ήταν και το τέρμα μας, ξαποστάσαμε σε ένα πέτρινο παγκάκι, μιας και όλα τα ξύλινα που είχαμε συναντήσει ήταν ακατάλληλα. «Το χώμα που είδατε ανακατεμένο είναι από αγριογούρουνα», είπε ο Νίκος Κέλλας, ο φίλος βοσκός που είχε αναλάβει την ξενάγησή μας, με φόντο την κορυφή της Μαρόσα. Μεγάλη μαεστρία να ερμηνεύεις τα σημάδια της φύσης.
Κάτι αντίστοιχο μας έτυχε και σε μια πρωινή βόλτα πάνω από το Στεφάνι, το υψηλότερο χωριό της περιοχής, σκαρφαλωμένο στα 1.450 μ. Κατευθυνόμασταν προς την τοποθεσία «Κρούτσια», για να απολαύσουμε την ποικιλομορφία του δάσους, καθώς σε αυτό το Καταφύγιο Άγριας Ζωής, ο έλατος συνυπάρχει με μαυρόπευκα, πλατάνια, κορομηλιές, οξιές και ένα σωρό άλλα δέντρα. Στη διαδρομή, το μάτι μας «σκάλωσε» στην πατημασιά μιας αρκούδας. Εξίσου ενδιαφέρουσα ήταν και η βόλτα με άλογα γύρω από τα περτουλιώτικα λιβάδια, όπου κίσσες και κοτσύφια πετάριζαν από κλαδί σε κλαδί. Πάντως, τον μεγάλο μας στόχο, να ανεβούμε στη Δρακόλιμνη της Βερλγίκας, δεν τον πετύχαμε. Χρειαζόμασταν τρεις ώρες περπάτημα για να φτάσουμε στην αρχή του Ασπροπόταμου και οι ντόπιοι, που έχουν ανοίξει «μπίζνα» μεταφέροντας επισκέπτες με τα αγροτικά τους, ζητούσαν σχεδόν διπλάσια τιμή από την «καθιερωμένη» ταρίφα των 50 ευρώ.
Καφενεία Πολιτισμού: Από τις εκπλήξεις του δάσους, στη γοητεία των παλιών καφενείων, που θυμίζουν μικρά λαογραφικά μουσεία, καθώς φιλοξενούν παλιά αντικείμενα-εργαλεία των κτηνοτρόφων, φωτογραφίες των Βλάχων, κοινόχρηστα βιβλία για την τοπική ιστορία και σουρεαλιστικές μορφές. Ο Στέφος στο «Γκοργκάτσι», για παράδειγμα, σερβίρει προβατίνα ακούγοντας Έλβις Πρίσλεϊ και στους τοίχους του μαγαζιού του θα δεις επιγραφές με θυμοσοφίες, όπως «τα γκαβά άλογα νύχτα βόσκουν». Στη Σκληνιάσα, αλλιώς Στεφάνι, μέσα στο καφενείο υπάρχει ένα πλαστικό μπουκάλι-αυτοσχέδιος κουμπαράς «υπέρ του τηλεφώνου», αφού το σήμα κινητής τηλεφωνίας αγνοείται. Εδώ, εννιά το πρωί, ρόκαραν. Και το πιο συγκινητικό: στη λιθόστρωτη πλατεία της Ανθούσας, κάτω από τέσσερα πελώρια πλατάνια, μπροστά από την πέτρινη βρύση «καπ ντι παπ» (το κεφάλι του παππού), ο 75χρονος Δημήτρης Τύμπας, που φτιάχνει γκλίτσες, μας τραγούδησε σαν αηδόνι στα βλάχικα.
Αυτή η πλούσια γνώση της παράδοσης, που περιέχει απίθανες πληροφορίες-από το ποιο είναι το καλύτερο ξύλο για γκλίτσα μέχρι τι διακριτικό είχαν τα χαράρια** κάθε χωριού-περνάει στη νέα γενιά, η οποία νιώθει χρέος να διασώσει την κληρονομιά της. Εκτός του ότι μικροί σε ηλικία γνωρίζουν απέξω κι ανακατωτά τους θρύλους των εκκλησιών και των μονών, αυτών των πετρόχτιστων στολιδιών που είναι διάσπαρτα σε όλες τις πλαγιές-ξεχωρίζουν η Αγία Παρασκευή στο Νεραϊδοχώρι, ο Τίμιος Σταυρός με τους δεκατρείς τρούλους κοντά στην Κρανιά και η Παναγία η Γαλακτοτροφούσα στην Ανθούσα-στηρίζουν με πάθος και τις εκδηλώσεις τους. Για παράδειγμα, το Σάββατο 22 Αυγούστου βρεθήκαμε το βράδυ έξι χιλιόμετρα από το Γαρδίκι, στο Μοναστήρι Αποδόσεως Κοιμήσεως Θεοτόκου, να γιορτάζουμε τα εννιάμερα της Παναγίας σε σκηνές μέσα στο δάσος. Νέοι του χωριού κυκλοφορούσαν με φακούς στο κεφάλι, έψηναν στο χώμα και χόρευαν γύρω από τις φωτιές ακούγοντας κλαρίνα. Ο κορονοϊός δεν ακύρωσε το παλιό έθιμο, αλλά έφερε κάποιες διαφοροποιήσεις. Φαγητό από κοινά καζάνια δεν μοιράστηκε.
Αξέχαστες εμπειρίες: Στον Ασπροπόταμο η πλάστιγγα γέρνει ακόμη προς τη μεριά της αυθεντικότητας, όχι της τουριστικής ανάπτυξης. Μαζί με τον Νίκο Κέλλα, ο οποίος μας φίλεψε έξοχο μπούτσικο*** δικής του παραγωγής και μας «σύστησε» μια φορτωμένη κορομηλιά στην Κρανιά, στήσαμε δύο νύχτες «κονάκι» στο δάσος. Το πρωινό ξύπνημα με 8 βαθμούς Κελσίου στην τοποθεσία «Λα πούλα Βίντλου» (κυριολεκτικά, σημαίνει το ανδρικό μόριο στον αέρα), όπου από τη σκηνή αγναντεύαμε τη θέα στη «Βάλια Μάρι», τη μεγάλη κοιλάδα, και ο έναστρος ουρανός στο «Κιάρι», απέναντι από την Πολυθέα, ήταν μαγικές στιγμές. Βέβαια, δεν είναι απαραίτητο να έχετε φίλο βοσκό για να ζήσετε τη μαγεία του δάσους.
Σχεδόν κάθε χωριό έχει οριοθετημένο χώρο για κατασκηνωτές, όπως και κοντινές βάθρες για κολύμπι. Εμείς δροσιστήκαμε στον «Αλέκο», κοντά στην Τζούρτζια, κυκλωμένοι από ιτιές και πλατάνια. Μα, πάνω απ’ όλα, ο τόπος είναι οι άνθρωποί του. Θυμάμαι ακόμη τον τυροκόμο Δημήτρη Ζαχαρή με τα λευκά του μαλλιά, στην κασαρία του στο Χαλίκι, να μας λέει τρυφερά ότι «χαϊδεύει» τα κεφαλοτύρια τις πρώτες σαράντα ημέρες για να ημερέψουν. Τον Γιώργο Κάλλο να μας υποδέχεται με καπνιστή πέστροφα στο ιχθυοτροφείο του στην Αθαμανία. Και τον παπα-Γιώργη να τρέχει να βάλει βενζίνη στη γεννήτρια για να ξεκινήσει η βραδινή λειτουργία στον Άγιο Νικόλαο Ασφάκας, ένα προσευχητάρι χωμένο κυριολεκτικά μέσα σε έναν βράχο, όπου πάνω του είναι ζωγραφισμένη η εικόνα του αγίου, απροσδιόριστης παλαιότητας. Απροσδιόριστος είναι και ο βαθμός ψυχικής ευφορίας που αισθάνεσαι στην ανόθευτη φύση, η οποία σε κερνάει απλόχερα γλυκές μελωδίες πουλιών και σε τρομάζει με τις πατημασιές των αρκούδων. Εδώ, στα γαλατικά χωριά του Ασπροπόταμου, που αρνούνται να υποταχθούν στη σύγχρονη καθημερινότητα, η ζωή είναι ένα όνειρο.
Λα πάτρου τσίντζι μάρμαρι: παλιό ασπροποταμίτικο τραγούδι σε δωδεκάσημο ρυθμό, σημαίνει στα τέσσερα πέντε μάρμαρα. | Χαράρι: τα σακιά που κουβαλούσαν οι κυρατζήδες για να μεταφέρουν τα προϊόντα. | Μπούτσικο: πρόκειται για ελληνική φυλή προβάτων που εξέτρεφαν οι Βλάχοι κτηνοτρόφοι της Πίνδου.
Διαμονή | Μαντάνια: Καλαίσθητο, πετρόκτιστο ξενοδοχείο με πισίνα και μπάρμπεκιου, που από ψηλά μοιάζει με οικισμό. Διαθέτει κελάρι με παλαιωμένες ετικέτες της ευρύτερης περιοχής. Φιλική εξυπηρέτηση, νιώθεις σαν στο σπίτι σου. Ανοιχτά Μάιο-Σεπτέμβριο, τιμές από 70 έως 140 ευρώ με πρωινό, ανάλογα με το δωμάτιο (Καλλιρρόη). | Αρχοντικό Χατζηγάκη: Το ανακαινισμένο αρχοντικό του 19ου αιώνα προσφέρει μια διαφορετική εμπειρία διαμονής, ανάμεσα σε έλατα, λεύκες και κρανιές. Διαθέτει πισίνα. Ανοιχτά από Πάσχα έως Σεπτέμβριο και κάποια Σαββατοκύριακα τον χειμώνα, τιμές το καλοκαίρι από 100 έως 190 ευρώ με πρωινό (Περτούλι). | Αρμάτα: Μόλις τέσσερα δωμάτια έχει αυτός ο καινούργιος ορεινός ξενώνας, το όνομα του οποίου σημαίνει «προίκα» στα βλάχικα. Τα τραπέζια του στον κοινόχρηστο χώρο έχουν ωραία θέα στην κορυφή της «Κουρούνας». Σερβίρουν καλό καφέ και έχουν ενδιαφέρουσα λίστα με κρασιά της ευρύτερης περιοχής. Ανοιχτά Μάιο-Σεπτέμβριο, τιμές από 80 ευρώ με πρωινό (Αγία Παρασκευή).
Φαγητό | Λα Κόρνο: Από το 2002 ο Στέφανος Ζαραμπούκας ψήνει λιχουδιές στη σούβλα, όπως κεμπάπ πρόβειο και κοκορέτσι, ενώ η γυναίκα του, η Ελένη, φτιάχνει νόστιμα μαγειρευτά με δικά τους κηπευτικά. Κολοκυθοανθοί και φασολάδα έχουν την τιμητική τους. Ο γιος τους, ο Κώτσιος, σερβίρει περήφανος το δικό του τσίπουρο από μοσχάτο. Ανοιχτά όλο τον χρόνο (Κρανιά). | Μαργαρίτης: Τα αδέλφια Δημήτρης και Αποστόλης Μαργαρίτης συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση, κρατώντας την ταβέρνα που άνοιξε το 1974. Δίπλα ακριβώς έχουν και το δικό τους κρεοπωλείο, οπότε η πρώτη ύλη είναι εγγυημένη. Δοκιμάστε το χοιρινό λουκάνικο από μοσχάρι και πράσο και κόκορα κρασάτο με μακαρόνια. Ανοιχτά όλο τον χρόνο (Νεραϊδοχώρι). | Γκοργκάτσι: Ο Στέφανος Ζούκης εδώ και 21 χρόνια κρατάει το μαγαζί, το οποίο έχει πολύ ωραία θέα στον μαχαλά του Αγίου Δημητρίου. Σερβίρει κρεατικά της σούβλας, ορισμένα μαγειρευτά και διάφορους μεζέδες για τσίπουρο. Ανοιχτά όλο τον χρόνο (Κρανιά). | Σκληνιάσα: Ο Αλκιβιάδης Τζέγκας, η κόρη του Αντιγόνη και ο σύζυγός της, Αντρέας, διαχειρίζονται το μοναδικό καφενείο του χωριού. Μαγειρεύουν μερακλίδικα και οικονομικά φαγητά ημέρας στον ξυλόφουρνο, όπως κουνέλι στιφάδο και φασολάδα με χοιρινό κρέας. Ανοιχτά Ιούνιο-Αύγουστο και κάποια Σαββατοκύριακα τον χειμώνα κατόπιν συνεννόησης (Στεφάνι).
Και άλλα | Kerketio Extreme Sport: Στα περτουλιώτικα λιβάδια, με φόντο την Μπουντούρα, βρίσκεται το Κερκέτιον (αρχαίο όνομα του Κόζιακα). Εδώ μπορείτε να κάνετε ιππασία μέσα στο δάσος με το εκπαιδευμένο προσωπικό, είτε να εξασκηθείτε στην τοξοβολία. Ενδεικτικά, τα 15 λεπτά ιππασίας κοστίζουν 10 ευρώ. Ανοιχτά όλο τον χρόνο (Περτούλι). | Ιχθυοκαλλιέργεια Αθαμανίας: Ο Γιώργος Κάλλος από το 2004 λειτουργεί μια ιχθυοτροφική μονάδα με πέστροφες σε υψόμετρο 1.000 μ., αξιοποιώντας τα νερά του Αχελώου, που δημιουργούν ιδανικές συνθήκες για την ανάπτυξη των ψαριών. Μπορείτε να ψαρέψετε τις πέστροφές σας επιτόπου. Κοστίζουν 6 ευρώ το κιλό. Ανοιχτά όλο τον χρόνο (Αθαμανία). | Παραδοσιακό τυροκομείο Γεώργιος Δ. Ζαχαρής: Από το 1976, το μοναδικό παραδοσιακό τυροκομείο του Ασπροπόταμου φτιάχνει ποιοτικά τυριά φυσικής ωρίμανσης με ντόπιο πρόβειο γάλα. Δοκιμάστε το κεφαλοτύρι, που «τσιμπάει» όσο πρέπει στη γεύση, τη γραβιέρα που γλυκίζει ευχάριστα και το κασέρι που γίνεται στην κόφα. Τα τυριά εξαντλούνται μέχρι τέλη Σεπτέμβρη-αρχές Οκτώβρη (Χαλίκι).
Πως να πάτε: Τα Τρίκαλα απέχουν 334 χλμ. από την Αθήνα και 214 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Μόλις φτάσετε, υπάρχουν δύο επιλογές. Η πρώτη είναι να μπείτε στον Ασπροπόταμο από Καλαμπάκα, απ’ όπου η διαδρομή έχει αρκετές στροφές, αλλά θα σας αποζημιώσει το τμήμα του δάσους όπου τα έλατα μπλέκονται με τις οξιές. Επίσης, από εδώ θα συναντήσετε την κορυφή «Κιάτρα Μπροάστα» (όρθια πέτρα). Εναλλακτικά, θα πάτε μέσω Πύλης, η οποία βρίσκεται νοτιότερα, ωστόσο προσεγγίζει περισσότερα χωριά. Στον δρόμο χρειάζεται μεγάλη προσοχή, διότι συχνά πυκνά εμφανίζονται αγελάδες.