1.10.22

Νομός Ημαθίας: Μουσείο Βασιλικών Τάφων


Αρχαιολογικός ΧώροςΗ Βεργίνα (αρχ. Αιγαί) είναι μία μικρή πόλη στην βόρειο Ελλάδα, στον Νομό Ημαθίας στην περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Η πόλη έγινε παγκοσμίως διάσημη το έτος 1977, όταν ο Έλληνας αρχαιολόγος Μανόλης Ανδρόνικος ανακάλυψε ένα ταφικό μνημείο συμπεριλαμβανομένου και του τάφου του Φιλίππου Β' πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Η Βεργίνα βρίσκεται 13 χλμ. νοτιοανατολικά της Βέροιας, πρωτεύουσας του νομού, και περίπου 80 χλμ. νοτιοδυτικά της Θεσσαλονίκης. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται στις 2.000 κατοίκους και στέκεται στους πρόποδες των Πιέριων Ορέων, σε υψόμετρο 120 μέτρων από την θάλασσα.

Ιστορία: Η σύγχρονη πόλη της Βεργίνας ιδρύθηκε το 1922 δίπλα στα δύο αγροτικά χωριά Κούτλες και Μπάρμπες τα οποία προηγουμένως ανήκαν στον Τούρκο Μπέη των Παλατιτσίων και εκεί κατοικούσαν 25 οικογένειες στην υπηρεσία του Μπέη. Κατά την επανάσταση του οι κάτοικοι της Βεργίνας (Κούτλες και Μπάρμπες) αγωνίστηκαν κατά των Οθωμανών. Σπουδαίοι αγωνιστές της επανάστασης του 1821 ήταν οι Σταμάτιος Κωνσταντίνου (γεν. 1804), Δήμος Μαργαρίτης και Κωνσταντίνος Μαργαρίτης. Μετά την Συνθήκη της Λωζάνης και την έξωση των μπέηδων, η γη διαμοιράστηκε σε οικόπεδα στους εκεί κατοίκους και σε 121 ελληνικές οικογένειες από την Βουλγαρία και την Μικρά Ασία μετά από τις ανταλλαγές πληθυσμών ανάμεσα στην Ελλάδα, την Βουλγαρία και την Τουρκία. Το όνομα για την νέα πόλη προτάθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Βέροιας, που την ονόμασε Βεργίνα προς χάριν της θρυλικής βασίλισσας Βεργίνα που έζησε στην περιοχή.

Αρχαιολογικά ευρήματα: Η Βεργίνα είναι τοποθετημένη κοντά στην αρχαία πόλη Αιγαί, την κάποτε πρωτεύουσα του αρχαίου μακεδονικού βασιλείου το οποίο κυβερνούσε η δυναστεία των Αργεαδών από το 650 π.Χ. Οι αρχαιολόγοι είχαν δείξει ενδιαφέρον για τους λόφους γύρω από την Βεργίνα ήδη από το 1850 υποψιαζόμενοι ότι μπορεί να ήταν ταφικά μνημεία. Ανασκαφές άρχισαν το 1861 υπό την επιτήρηση του Γάλλου αρχαιολόγου Leon Heuzey, ο οποίος υποστηριζόταν από τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ'. Τμήματα του βασιλικού ανακτόρου βρέθηκαν. Παρ' όλα αυτά οι ανασκαφές σταμάτησαν για τον κίνδυνο της ελονοσίας. Το έτος 1937 το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης συνέχισε τις ανασκαφές ανακαλύπτοντας περισσότερα τμήματα του ανακτόρου αλλά και πάλι οι ανασκαφές διεκόπηκαν λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940.

Μετά τον πόλεμο οι ανασκαφές ξεκίνησαν ξανά κατά την περίοδο 1950 με 1960 και το υπόλοιπο του ανακτόρου ήρθε στην επιφάνεια. Ο Έλληνας αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος πείσθηκε ότι ένας λοφίσκος που λεγόταν «Η Μεγάλη Τούμπα» έκρυβε τους τάφους Μακεδόνων Βασιλέων. Το 1977, Ο Ανδρόνικος ξεκίνησε μία ανασκαφή έξι εβδομάδων στην Τούμπα και ανακάλυψε τέσσερα θαμμένα ταφικά δωμάτια τα οποία ήταν ανέγγιχτα από τυμβωρύχους. Τρία ακόμα βρέθηκαν το 1980. Ανασκαφές συνέχισαν κατά τα έτη 1980 με 1990. Ο Ανδρόνικος υποστήριξε ότι ότι τα ευρήματα ήταν οι τόποι ταφής Μακεδόνων Βασιλέων, συμπεριλαμβανομένου και του τάφου του Φιλίππου Β' πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, μιας από τις γυναίκες του και του γιου του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Αλέξανδρου Δ' του Μακεδόνος. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί από πολλούς αρχαιολόγους και την ελληνική κυβέρνηση.

Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν αρχαιολόγοι που αμφιβάλλουν για αυτό και λένε ότι ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ', ετεροθαλή αδελφό του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σε περίπτωση που είναι έτσι τα όπλα και η πανοπλία που βρέθηκαν στον τάφο ανήκουν στον Μέγα Αλέξανδρο καθώς ο Φίλιππος Γ' γύρισε τα όπλα του πίσω στην Μακεδονία αφού αυτός πέθανε. Η χρυσή λάρνακα στην οποία ο Ανδρόνικος ταυτοποίησε τα απομεινάρια του σώματος του Φιλίππου Β', φέρει στο επάνω μέρος της τον Ήλιο της Βεργίνας ο οποίος υιοθετήθηκε ως σύμβολο της ελληνικής Μακεδονίας. Ο Ήλιος υπήρξε σημείο διεθνούς αντιπαράθεσης το 1992, όταν το νεοϊδρυθέν κράτος της Π.Γ.Δ.Μ. τον χρησιμοποίησε ως σύμβολό του πάνω στην σημαία του.

Όμως η ελληνική κυβέρνηση λέγοντας ότι το σύμβολο βρέθηκε σε αρχαίο μνημείο εντός του ελλαδικού χώρου υποχρέωσε το 1995 την κυβέρνηση της Π.Γ.Δ.Μ. να τον απομακρύνει από την σημαία. Μεγάλη ποσότητα έργων τέχνης ήρθαν στο φως από τους τάφους, πολλά από χρυσό, συμπεριλαμβανομένης και της λάρνακας με τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β' και το χρυσό του στεφάνι δρυός. Τα ευρήματα βρίσκονται από το 2000 στο μουσείο του αρχαιολογικού χώρου το οποίο βρίσκεται μέσα στο λοφίσκο. Το 1996 η UNESCO ανακοίνωσε την προσθήκη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, στον κατάλογο με τα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.