Το πλοίο «Μανιάϊ» πραγματοποιεί καθημερινά το δρομολόγιο απο τη Κάλυμνο στις 9:30 το πρωί, με επιστροφή στις 17:00, και έχει κόστος 10 ευρώ το άτομο μετ' επιστροφής. Το πλοίο ήταν γεμάτο από κόσμο που πήγαινε για μπάνιο και φαγητό απέναντι, αλλά και από προμήθειες για το νησί. Μία ώρα μετά πατούσαμε στο λιμάνι της Ψερίμου, το οποίο φυσικά είναι πολύ μικρό και δε δέχεται πλοία της γραμμής. Η χαρακτηριστική εικόνα του οικισμού (Αυλάκια) και της απίστευτα αμμουδερής παραλίας ήταν μπροστά μας: Περιμέναμε να ετοιμαστεί το δωμάτιο πίνοντας καφέ παραλιακά, και κάνοντας τη πρώτη μας βόλτα αλλά και βουτιά. Εκεί διαπιστώσαμε ότι όλα κινούνται στο ρυθμό των τουριστικών πλοίων που έρχονται συνέχεια κατά τη διάρκεια της μέρας, από τις 11:00 και μετά έως τις 16:00 περίπου το τελευταίο.
Μικροπωλητές με ότι μπορεί να φανταστεί καθένας, μέλι, σφουγγάρια, προϊόντα του νησιού κτλ. Το νησί που ονομάζεται και Κάπαρη έχει περίπου στα 80 άτομα μόνιμο πληθυσμό. Η παραλία εντός του οικισμού λέγεται ότι είναι ίσως η πιο απάνεμη δυτική παραλία στην Ελλάδα, με χρυσή άμμο και πεντακάθαρα νερά. Δε χρειάζεται νομίζω να σας πω ότι συμφωνώ: Η έξαλλη κατάσταση συνεχίζονταν σε όλη τη διάρκεια της μέρας. Από τη μία να βλέπεις το μέρος να αδειάζει μέσα σε λίγα λεπτά, από την άλλη να καταφτάνουν τα καραβάκια με τις ορδές των Βαρβάρων και να το τιγκάρουν από άκρη σ' άκρη. Το καλό σε όλο αυτό για τους επαγγελματίες και τους κατοίκους είναι ότι έρχεται χρήμα με σταθερή συνέπεια. Εμείς φυσικά δεν είχαμε το άγχος της ώρας, και μόλις ετοιμάστηκε το δωμάτιο και ταχτοποιηθήκαμε, αναχωρήσαμε για να το δούμε.
Κάπου εδώ να πω ότι ισχύουν «άλλοι» κανόνες αναφορικά με αυτά που ξέρουμε. Έκλεισα το δωματιάκι τηλεφωνικά, και μόνο ο λόγος μου τους ήταν αρκετός, παρόλο που ζήτησα να τους το ξοφλήσω από πριν. Γενικότερα οι κάτοικοι είχαν το αίσθημα της φιλοξενίας και εκτιμούσαν το κόσμο που δεν έβλεπε το νησί σαν μια γρήγορη επίσκεψη. Ακριβώς πίσω από τον οικισμό υπάρχει ο δρόμος του νησιού (εννοείται χωματόδρομος) που οδηγεί στις υπόλοιπες παραλίες, τη Παναγιά Γραφιώτισσα και το βαθύ. Υπάρχουν κάποια λίγα οχήματα των ντόπιων στο νησί, ωστόσο οι μετακινήσεις γίνονται με τα πόδια. Εμείς επιλέξαμε να πάμε στη παραλία «Βαθύ» που είχε και τη πιο δύσκολη πρόσβαση, καθώς είχαμε ακούσει εξαιρετικές πληροφορίες.
Φυσικά και τα 2 χιλιόμετρα που λέγεται ότι είναι η απόσταση δεν ισχύουν με τίποτα, όπως σε κάθε νησί που σέβεται τον εαυτό του. Είναι παραπάνω, εκ των οποίων τα μισά σε κακό σχετικά μονοπάτι. Αρχικά προχωρήσαμε συμβουλευόμενοι το google και κάποιες ταμπέλες στο χωματόδρομο: Ο οποίος σε κάποια φάση μας τέλειωσε. Αφού προβληματιστήκαμε λίγο στη περιοχή, καθώς δεν υπήρχε σηματοδότηση, είδαμε για καλή μας τύχη ένα ζευγάρι μεσήλικων να κατεβαίνει το «μονοπάτι» απ' το λόφο. Καταλάβαμε ότι μάλλον πρέπει να ακολουθήσουμε κι εμείς το μονοπάτι, αρχίσαμε τη δύσκολη ανάβαση πάνω στις γλιστερές πέτρες. Πολύ προσοχή σε όποιον επιχειρήσει να το κάνει, και οπωσδήποτε παπούτσια: Μόλις φτάσαμε στη κορυφή του λόφου καταλάβαμε ότι πάμε μεν σωστά, αλλά έχουμε και μια κατάβαση να κάνουμε. Στο βάθος φαινόταν τα παράλια της Τουρκίας, και τα κατάρτια απο τα ιστιοφόρα φανέρωναν ότι μάλλον κάναμε σωστή επιλογή.
Μα τι παραλία ήταν επιτέλους αυτή που μας έβαλε σ' όλο αυτό το κόπο μεσημεριάτικα με τέτοιο ήλιο; Η απάντηση δεν άργησε να μας δoθεί, καθώς το βαθύ άρχισε να αποκαλύπτεται επιτέλους: Το μονοπάτι άρχισε να φτιάχνει μαζί με τη διάθεση μας. Αυτή η απίστευτη παραλία-και μακράν η καλύτερη που είδαμε σε όλη τη δεκαήμερη εκδρομή-ήταν σχεδόν όλη δική μας. Ευτυχώς είχαμε φροντίσει να φέρουμε προμήθειες μαζί μας, κάτι που καταλαβαίνετε όλοι πόσο βασικό ήταν. Μα τι απίστευτα νερά ήταν αυτά; Εννοείται πως μπήκα στο νερό με τη dslr μέχρι εκεί που μπορούσα, καθώς κάποιες λήψεις είναι ανεπανάληπτες. Ευχαριστηθήκαμε τη παραλία όσο περισσότερο γινόταν, αλλά είχαμε και την ανάβαση για να επιστρέψουμε, η οποία στο γυρισμό ήταν ομολογουμένως πιο εύκολη.
Επιστρέψαμε γύρω στις 17:30 και με χαρά διαπιστώσαμε ότι το νησί είχε αδειάσει από κόσμο, μένανε μόνο όσοι θα περνούσαν και το βράδυ εκεί, και όλα πήγαιναν πλέον με το γνωστό (αργό) νησιώτικο ρυθμό. Σε ένα καφεμεζεδοπωλείο που μας γυάλισε, στρωθήκαμε στο καλύτερο τραπέζι ακριβώς πάνω στην άμμο. Μικρό ψαράκι, Συμιακό γαριδάκι, Σαμιώτικο ούζο και τα σχετικά. Τι άλλο να θέλει κανείς από τις διακοπές του; Το καλό με τη Ψέριμο αλλά και τέτοιου είδους νησιά βεβαίως, είναι ότι δεν υπάρχει άγχος για τίποτα. Να ετοιμαστείς, να πας που; Να βιαστείς να βγάλεις το μαγιό, για ποιο λόγο; Αφού βράδυ αν έχει καλό καιρό θα ξαναβουτήξεις;). Χαλάρωμα λοιπόν για μια μπυρίτσα μέχρι να πέσει ο ήλιος. Το βράδυ πέρα από τις ταβέρνες και ένα καφέ που κλείνει νωρίς δεν υπάρχουν φυσικά άλλες επιλογές, κάτι που δε πτοεί ταξιδιώτες σαν εμάς βεβαίως.
Το άραγμα στη παραλία με καλή μουσική, το βραδινό μπάνιο σε συνδυασμό με ψημένη ρακή που κουβαλήσαμε από την Αμοργό ήταν και θα είναι αρκετά. Την επόμενη αφού ξυπνήσαμε και κάναμε τις βόλτες μας και κάποια λίγα ψώνια, ανεβήκαμε στην απέναντι πλευρά του οικισμού για τις απαραίτητες φωτογραφίες: Αποφασίσαμε να μη κινηθούμε εκτός, μιας και θέλαμε να χαρούμε τη παραλία λίγο περισσότερο, να τσιμπήσουμε κάτι και να είμαστε κοντά. Η επιστροφή μας στη Κάλυμνο ήταν στις 5, όπου ακολουθούσε bluestar και μετάβαση σε άλλο προορισμό. Η μία ώρα της επιστροφής πέρασε ευχάριστα και είχε να δώσει πολλά φωτογραφικά. Η Ψέριμος μας άφησε πολύ καλές εντυπώσεις και δικαίωσε την επιλογή μας να μείνουμε εκεί. Φυσικά και το προτείνω σε όλους μιας και έχει πολύ όμορφα πράγματα να σου δώσει, τα οποία δε τα βλέπεις αν πας μαζί με το μπούγιο. Καλούτσικο φαγητό, γνήσιοι άνθρωποι, όσο για τα νερά και τις παραλίες θέλω να πιστεύω ότι σας έδωσα μια καλή γεύση:) Φυσικά και θα επιδιώξουμε να ξαναπάμε!