Στην επικράτεια της Παλιάς Πλαγιάς οι αρχαιολόγοι αποκάλυψαν έναν τοιχισμένο οικισμό σε υψόμετρο 507 μέτρων στο βουνό Στέρνα, από τον οποίον σώζονται τα θεμέλια, ο περίβολος κι ένα τμήμα της βορειοδυτικής γωνιάς. Τα οικοδομήματα ανάγονται στον 5ο αιώνα π.Χ. Έτσι, αρκετοί Έλληνες αλλά και Ευρωπαίοι ειδικοί τα ταύτισαν με το Σόλλιον-αποικία των Κορινθίων στην περιοχή, η οποία εξελίχθηκε σε σημαντικό τους ναύσταθμο στο Ιόνιο Πέλαγος. Ωστόσο, αν και το Σόλλιον βρισκόταν όντως κάπου κοντά, δεν φαίνεται πιθανόν να είχε χτιστεί στις πλαγιές της Στέρνας. Πράγμα που αφήνει ανοιχτό το θέμα της ταυτότητας των ευρημάτων. Δεν θα έπρεπε πάντως να αποκλειστεί η πιθανότητα να ήταν απλά ένα φρούριο, ενισχυτικό της άμυνας της σημαίνουσας αυτής πόλης.
Δεν γνωρίζουμε πότε και υπό ποιες συνθήκες εγκαταλείφθηκε τελικά το Σόλλιον μετά το τέλος των αρχαίων χρόνων. Ωστόσο η ανάμνησή του φαίνεται να έμεινε ζωντανή κατά τον Μεσαίωνα, γιατί στην παλαιότερη αναφορά που έχει εντοπιστεί για την περιοχή (1530, σε οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα) αναγράφεται η ύπαρξη χωριού ονόματι Σολιανή Πλαγιά. Σύμφωνα με τις τοπικές παραδόσεις, ιδρύθηκε από κατοίκους του Ξηρόμερου οι οποίοι ήθελαν να μείνουν σε ένα μέρος καλύτερα προφυλαγμένο από τις συχνές επιδρομές πειρατών. Το χωριό αυτό είναι ο διαπιστωμένος πρόγονος της Παλιάς Πλαγιάς, καθώς εμφανίζει συνεχή κατοίκηση μέσα στους αιώνες-απλά από το 1700 περίπου κι έπειτα λέγεται πλέον σκέτη Πλαγιά, με το Σολιανή να εκλείπει.
Μετά την ίδρυση ελληνικού κράτους οργανώνεται σε χωριστή κοινότητα 259 κατοίκων (1836), σε απόσταση περίπου 25 χιλιομέτρων από τη Βόνιτσα. Η μεγάλη δοκιμασία ήρθε για την Πλαγιά με τον φοβερό σεισμό των 5,8 Ρίχτερ που συντάραξε την ευρύτερη περιοχή τον Οκτώβριο του 1966, αφήνοντας πίσω του ένα νεκρό κορίτσι 10 ετών και 43 τραυματίες. Ο οικισμός δεν θρήνησε κάποιον κάτοικο, αλλά ένα σημαντικό του τμήμα γκρεμίστηκε. Σαν να μην έφτανε δε αυτό ακολούθησαν και ισχυρές καταιγίδες, οι οποίες προκάλεσαν πολλές κατολισθήσεις, πλήττοντας ακόμα περισσότερα σπίτια. Έτσι, για τους επόμενους μήνες οι Πλαγιώτες αναγκάστηκαν να διαμείνουν σε στρατιωτικούς καταυλισμούς ή να μεταφερθούν προσωρινά σε γειτονικά χωριά, που δεν είχαν υποστεί υλικές καταστροφές.
Γύρω στο 1970, πάντως, η ζωή έδειχνε να επιστρέφει στην Πλαγιά. Αλλά η κυβερνητική εντολή της εποχής για κατάργηση των καπνοκαλλιεργειών επέφερε ένα ακόμα χτύπημα, οικονομικής φύσης. Αυτό λειτούργησε ως καταλύτης εξελίξεων, οι οποίες οδήγησαν στην απόφαση εγκατάλειψης του χωριού και επανίδρυσής του σε νέα τοποθεσία. Μετά από δημοψήφισμα μεταξύ των κατοίκων προκρίθηκε η θέση που ως τότε ήταν γνωστή ως «Καστρί»-απέναντι από τη Λευκάδα. Εκεί οικοδομήθηκε η σημερινή Πλαγιά, αποκτώντας με τον καιρό πολλές καλλιεργήσιμες εκτάσεις, αλλά και τουριστικές υποδομές, που την έθεσαν σε καινούρια οικονομική τροχιά. Ο παλιός οικισμός εγκαταλείφθηκε τελείως το 1976 κι από τότε έμεινε με την ονομασία «Παλιά Πλαγιά».
Ο σύγχρονος επισκέπτης θα βρει όρθιες μόνο τις δύο εκκλησίες του χωριού και την κεντρική βρύση. Όμως η προσεκτική περιήγηση στα σιωπηλά ερείπια και στα σκουριασμένα εργαλεία ενός πρώην ελαιοτριβείου αρκεί για να φανερώσει ότι υπήρξαν και πιο ανθηρές ημέρες για την Παλιά Πλαγιά. Ανάμεσα στη βλάστηση που πλέον τους καταλαμβάνει, οι εναπομείναντες τοίχοι μαρτυρούν την παραδοσιακή, πετρόκτιστη αρχιτεκτονική-και το ίδιο συμβαίνει και με τα διάσπαρτα κεραμίδια και πορτοπαράθυρα, τα οποία εξακολουθούν να δείχνουν περίτεχνα. Επιπλέον, αν μετακινηθείτε δυτικά, προς τη βορειοδυτική πλαγιά της Στέρνας, θα δείτε και την Ιερά Μονή Κοίμησης της Θεοτόκου.
Πλέον στέκει κι αυτή μισογκρεμισμένη, λέγεται όμως ότι διαθέτει ιστορία αρχαιότερη και από του χωριού, έχοντας ιδρυθεί το 1163, στο μέσον των βυζαντινών χρόνων. Αλλά το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι τα ερείπια της Παλιάς Πλαγιάς κουβαλούν μια διαφορετική αίσθηση από αυτήν που έχεις κατά νου διατρέχοντας ένα ηπειρωτικό χωριό της Αιτωλοακαρνανίας. Σε αρκετούς από όσους έχουν επισκεφθεί την περιοχή φέρνουν δηλαδή κάτι σε νησί ή έστω σε κάποιον οικισμό που θα περίμενες να δεις σε παραλιακή περιοχή και όχι στις πλαγιές ενός βουνού. Η εντύπωση είναι λίγο φευγαλέα, όχι όμως και απατηλή. Πολλά από αυτά τα παραδοσιακά κτήρια διαμορφώθηκαν στους νεότερους χρόνους πριν την Επανάσταση του 1821, όταν η Παλιά Πλαγιά είχε διαπιστωμένα στενές σχέσεις με τη Λευκάδα.
Το νησί, ωστόσο, δεν βρισκόταν τότε υπό την κατοχή των Οθωμανών, αλλά ήταν βενετικό έδαφος. Είχε έτσι έναν διαφορετικό «αέρα» και μια πιο κοσμοπολίτικη λάμψη, στοιχεία που φαίνεται ότι επηρέασαν τους Πλαγιώτες της εποχής, αν κρίνουμε και από το γεγονός ότι συχνά πήγαιναν εκεί για να βαφτίσουν τα παιδιά τους, όπως κατέδειξε σε πρόσφατη ομιλία του (2017) ο Πλαγιώτης συγγραφέας και καθηγητής μέσης εκπαίδευσης Δημήτρης Σπ. Τσερές.