Η άφιξη: Ο σκληρός, μεταλλικός ήχος κάτω από τις ρόδες του αυτοκινήτου καθώς διασχίζουμε τη σιδερένια γέφυρα του ξερού, αυτήν την εποχή, Τσαγγαροπόταμου, ταιριάζει πολύ με αυτό που χαρακτηρίζει την ορεινή περιοχή του Σουλίου προς την οποία κατευθυνόμαστε. Βλάστηση χαμηλή, αγκαθωτή, πέτρα και χώμα, χρώμα σκούρο πράσινο και καφετί, πλάση άνυδρη, μακριά από την εύφορη, νωπή και πλούσια κοιλάδα του Αχέροντα την οποία αφήσαμε πίσω μας μόλις λίγα χιλιόμετρα πιο πριν, χαζεύοντας τη θέα μέχρι τα γαλάζια νερά του Ιονίου. Η απότομη φυσική εναλλαγή του ελληνικού τοπίου, αυτό το υπέροχο χαρακτηριστικό της χώρας μας, βρίσκει και εδώ την ουσία του.
Ο δρόμος ανηφορίζει με δεκάδες στροφές, σε οδόστρωμα φαγωμένο από τα φυσικά φαινόμενα, σαν ένα ταξίδι στο χρόνο χωρίς συγκεκριμένη ημερομηνία. Αιγοπρόβατα και αγελάδες κινούνται άνετα και ελεύθερα στο τοπίο και, καθώς διασχίζουν το δρόμο συχνά και με το δικό τους ρυθμό, απαιτείται και η αντίστοιχη προσοχή. Εξ’ άλλου, ποιος βιάζεται; Το Σούλι είναι μια γεωγραφική περιοχή της κεντρικής Ηπείρου, το οποίο αποτελείται από ένα σύνολο χωριών διάσπαρτων ευρύτερα στις πλαγιές και τις ράχες ανάμεσα στις κορυφές Μούργκα, Ζαβρούχο και Τούρλια, νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων και ανατολικά της παραθαλάσσιας Πάργας.
Ενώ τα Σουλιωτοχώρια είναι περισσότερα, προορισμός μας είναι τα τέσσερα κεντρικά, το Σούλι, η Σαμονίδα (ή Σαμονίβα), η Κιάφα και ο Αβαρίκος (Τετραχώρι). Οι ορεινοί όγκοι αριστερά και δεξιά καθώς ανηφορίζουμε, είναι απότομοι, τραχείς, μοιάζουν αδιάβατοι, αφιλόξενοι. Και, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής κατοχής και πολιορκίας, αποδείχτηκαν και εξόχως εχθρικοί. Η περιοχή του Σουλίου κατοικήθηκε για πρώτη φορά πιθανότατα κατά το 16ο αιώνα. Άλλες ιστορικές αναφορές καταγράφουν τον εποικισμό κάποιων χωριών κατά τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα.
Οι πρώτοι κάτοικοι κατάγονταν από τη γύρω περιοχή αλλά και από περιοχές της Βόρειας Ηπείρου. Οι Σουλιώτες απέκτησαν με τα χρόνια τη φήμη των σπουδαίων πολεμιστών, συμμετείχαν σε όλους τους αγώνες για την απελευθέρωση της Ελλάδας και ταύτισαν το όνομά τους ανεξίτηλα με τον Προεπαναστατικό Αγώνα. Ένα βλέμμα προς το Κάστρο Κιάφας από το Σούλι, μια ευθεία επάνω από τη σκληροτράχηλη αυτή γη, στοχεύοντας προς τα δύο χαρακτηριστικά δέντρα στη γούβα του ορίζοντα, εξηγεί και ερμηνεύει την Ιστορία με σχετική ευκολία.
Το Σούλι: Στο τέρμα της τελευταίας ανηφόρας, αφού έχουμε περάσει από κάποια αγροτόσπιτα, άλλα πιο παλιά και κάποια με μοντέρνες πινελιές πάνω τους, χτισμένα σαν να κρέμονται πάνω από το δρόμο, αλλά και δίπλα από κανα δυο μαντριά, φτάνουμε στα πρώτα στιβαρά, πετρόκτιστα σπίτια του Σουλίου. Ο ήλιος μας κοιτά κατά πρόσωπο σε αυτήν τη λαμπρή μέρα με την πεντακάθαρη ατμόσφαιρα. Επικρατεί μια εκκωφαντική ησυχία. Οι ήχοι της φύσης είναι παντού μα είναι διακριτικοί, σχεδόν αθόρυβοι. Το πλάτωμα φιλοξενεί λίγα σπίτια εδώ και εκεί, χτισμένα παραδοσιακά, στιβαρά, γεμάτα ιστορία. Στη μεγάλη, απροσδιόριστου μεγέθους αυλή του κοινοτικού κτιρίου, στέκουν οι προτομές ηρώων πολεμιστών, του Τζήμα Ζέρβα, του Μάρκου Μπότσαρη, του καλόγερου Σαμουήλ και του Φώτου Τζαβέλα.
Λίγο πιο πέρα, διάσπαρτα ανάμεσα στην καταπράσινη και παχιά χλόη, ξεφυτρώνουν πηγάδια, χτισμένα με πέτρα και σκεπασμένα με σιδερένια καπάκια, ένα πηγάδι για κάθε οικογένεια, μια εικόνα βγαλμένη από τη φαντασία ενός επιδέξιου φουτουριστή σκηνογράφου. Καπνός βγαίνει από την καμινάδα του «Ξενώνα Σουλίου» όπου μαζί με ένα-δυο παρκαρισμένα αυτοκίνητα απ’ έξω, μοιάζει να είναι το μοναδικό «ζωντανό» σημείο αυτή τη στιγμή. Ο χώρος μέσα είναι ζεστός, φιλόξενος. Εικόνες από την Επανάσταση και τον προεπαναστατικό αγώνα κοσμούν τους τοίχους, η μυρωδιά φαγητού ζαλίζει τη μύτη και το τσίπουρο με το κατσικίσιο τυρί, με γεύσεις καθαρές, σχεδόν πρωτόγονες, επιβεβαιώνουν τη διαχρονικότητα.
Η βόλτα: Ακολουθώντας το δρόμο με κατεύθυνση προς το φρούριο Κιάφας, πρώτη στάση είναι το χωριό Σαμονίδα (ή Σαμονίβα). Χτισμένο αμφιθεατρικά στο πιο βαθύ σημείο της ράχης, έχει θέα προς τον εύφορο κάμπο και μέχρι τη θάλασσα. Από εδώ ξεκινάει και το πρώτο μονοπάτι μετακίνησης αλλά και μεταφοράς αγαθών προς την περιοχή πριν τη δημιουργία του σημερινού ασφαλτοστρωμένου δρόμου. Μοιάζει σαν να έσχισε κάποιος τα βουνά μπροστά με γεωμετρική ακρίβεια έτσι ώστε να έχει την επίβλεψη ολόκληρης της περιοχής. Αυτό είναι και ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά σε όλο το Τετραχώρι: κάθε σημείο μοιάζει σαν μια βίγλα, ένα παρατηρητήριο όπου, σχεδόν καμουφλαρισμένος μέσα στην πέτρινη εικόνα, μπορεί να παρατηρήσει κανείς σχεδόν κάθε κίνηση, να ακούσει κάθε ήχο, αφού τα βουνά λειτουργούν σαν ένα μεγάλο ηχείο.
Στο πιο ψηλό σημείο του δρόμου, ένα εκσκαφτικό όχημα φανερώνει τις εργασίες που γίνονται για την καλύτερη προσέγγιση του κάστρου Κιάφας, αφού ο Αλή Πασάς επέλεξε αυτό το πανοραμικό σημείο στην κορυφή του πιο ψηλού σημείου το 1804 να το χτίσει. Μπροστά και γύρω από ένα από τα «Ζερβέικα» σπίτια, έχει φανερωθεί κάτω από την οργιώδη γη που πρόλαβε και το κάλυψε, το πρώτο μονοπάτι, μια καλοχτισμένη κατασκευή η οποία οδηγεί μέχρι την είσοδο του κάστρου. Τα δύο επιβλητικά δέντρα, μοιάζουν με πύλη στην περιοχή του Σουλίου από το νότο, παρότι το χωριό Αβαρίκος στέκεται πίσω μας.
Κάτοικος της περιοχής μας πλησιάζει, εμένα και τον ξεναγό μου Κωνσταντίνο Τζαβέλα, υπερήφανο απόγονο και συνεχιστή της γενιάς των οπλαρχηγών, αγωνιστών και πολιτικών, γνήσιων Σουλιωτών και, αφού μας χαιρετά εγκάρδια, συνεχίζει να περπατά με βήμα σταθερό προς την πλαγιά όπου απλώνεται το κοπάδι του. Τα βελάσματά τους αναμιγνύονται με τα σφυρίγματά του, απλώνοντας τους βουκολικούς ήχους σε κάθε γωνιά της παράξενης αυτής περιοχής.
Το Κούγκι: Πεντακόσια μέτρα κοντά στο χωριό του Σουλίου, στη μία από τις τρεις επιβλητικές κορυφές της περιοχής, στέκεται ο Ιερός Ναός του Αγίου Δονάτου. Χτισμένος το 1793, είναι αφιερωμένος στον προστάτη Άγιο των Σουλιωτών, πολιούχου της Παραμυθιάς, αλλά και όλης της Θεσπρωτίας. Ένα μικρό δασάκι με υπέργηρους κέδρους στολίζει την περίμετρο της εκκλησίας και στα νότια του ναού, έχουν στηθεί αμφιθεατρικά, τσιμεντένια έδρανα με εκπληκτική θέα της περιοχής 270 μοιρών αλλά και του λόφου του Κουγκίου σε πρώτο πλάνο, όπου κάθε χρόνο την τελευταία Κυριακή του Μαΐου, στα πλαίσια εορταστικών εκδηλώσεων αφιερωμένων στους αγώνες και τις θυσίες του Σουλίου, πραγματοποιείται η αναπαράσταση της ανατίναξης.
Το μονοπάτι προς την κορυφή του λόφου όπου βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Αγίας Παρασκευής, στο Κούγκι, μοιάζει με ιερό προσκύνημα προς τον τόπο μιας ιστορικής θυσίας, σημείου αναφοράς σε κάθε αντίσταση και για κάθε αγώνα για την ελευθερία. Ανάμεσα σε πέτρες και σε μαλακό από την υγρασία χώμα, δίπλα σε αγριοβότανα και χαμηλούς θάμνους, το στενό ανηφορικό μονοπάτι απαιτεί από τον επισκέπτη την προσοχή του. Στέκοντας δίπλα στο σήμαντρο το οποίο είναι τοποθετημένο στην κορυφή του λόφου, λίγο πιο ψηλά από τον νεότερο ναό της Αγίας Παρασκευής, αφού ακριβώς δίπλα του βρίσκεται ό,τι απέμεινε από τον παλιό μετά την ανατίναξη, αναλογίζομαι την ιστορία που γράφτηκε εδώ και ζωγράφισε έναν πίνακα ηρωισμού στη συλλογική μας ιστορική γκαλερί.
Ο καλόγερος Σαμουήλ, μετά από ατέλειωτη πολιορκία του στρατού του Αλή Πασά και μετά από πείνα και κακουχίες, στην τελευταία προτροπή του Πασά για παράδοση, προτίμησε να ανατινάξει τη μπαρουταποθήκη, εαυτόν και τους λίγους εναπομείναντες συντρόφους του παρά να παραδοθεί. Η πράξη του αυτή συνδέθηκε για πάντα με τον τόπο και τις έννοιες του ηρωισμού της αντίστασης και της αυτοθυσίας. Τα ερείπια φανερώνουν με ξεκάθαρο τρόπο τη σφοδρότητα της έκρηξης. Η καθαρή ατμόσφαιρα και η περιμετρική, απίστευτη θέα από το Κούγκι, παράγει ένα δέος μέσα στην τραχιά ιστορία του Σουλίου.
Σήμερα: Επιστρέφοντας στο χωριό του Σουλίου και αφού χαιρετηθήκαμε με τον Κωνσταντίνο Τόκα, μόνιμο κάτοικο της περιοχής, ο οποίος δεν έκρυψε την περιέργειά του για τους άγνωστους επισκέπτες, ο Κωνσταντίνος Τζαβέλας με ξενάγησε στην πλήρως ανακαινισμένη Οικία Τζαβέλλα , η οποία είναι επισκέψιμη και λειτουργεί ως ιστορικός χώρος. Ο ίδιος φωτογραφήθηκε με περηφάνεια στην αίθουσα των προγόνων του, κάτω από τα δικά τους, ζωγραφικά πορτρέτα, με χρονολογική σειρά: του Λάμπρου, του Φώτου, του Νικόλαου, του Δημήτριου, του Λάμπρου και του Κώστα. Ο πατέρας του Κωνσταντίνου, Λάμπρος Τζαβέλλας, γεννηθείς το 1933, βρίσκεται εν ζωή και δεν έχει αποκτήσει το δικό του πορτρέτο ακόμη.
Έχοντας αφήσει μια γροθόπιτα να ψήνεται στον παραδοσιακό ξυλόφουρνο της Παναγιώτας Τσιρώνη-Παπαϊωάννου, ανυπομονώντας να γευτώ αυτήν την παραδοσιακή ηπειρώτικη συνταγή, περπατώ με προσοχή ανάμεσα στα αιγοπρόβατα στο μαντρί λίγο πριν πέσει ο ήλιος πίσω από τις βουνοκορφές. Οι δύο γιοι της Παναγιώτας, ο Φίλιππος και ο Φώτης, έχοντας κάνει έναν κύκλο ζωής και σπουδών μακριά από το Σούλι, επέστρεψαν εδώ για να ασχοληθούν με την κτηνοτροφία και τη φιλοξενία. Αφήνοντας τον παππού τους, Σωτήρη Τσιρώνη, να ασχοληθεί με το τάισμα του κοπαδιού, μιλούν και ποζάρουν με χαρά και πλατιά χαμόγελα με κάδρο τη γη του Σουλίου, συνεχιστές της ζωής και των παραδόσεων του τόπου τους. Όσο για την γροθόπιτα, τιμήθηκε με τον δέοντα σεβασμό και την αληθινή απόλαυση της γεύσης της.