8.2.23

Νομός Μαγνησίας: Απόδραση στον Βόλο


Είμαστε τυχεροί, γιατί σε αυτό το ταξίδι δεν είμαστε μόνοι. Έχουμε φίλους Βολιώτες που λειτουργούν λίγο σαν ένας ζωντανός ταξιδιωτικός οδηγός μέσα στην πόλη: μας καθοδηγούν ως προς το ποια σημεία της έχουν ενδιαφέρον, αλλά κυρίως φροντίζουν για τα πρακτικά, όπως να κάνουν κράτηση στο Γιάννα-Νίκος, ένα από τα πιο γνωστά και καθιερωμένα τσιπουράδικα του Βόλου, στο οποίο γίνεται ο απόλυτος χαμός. Το κλίμα είναι ασφυκτικό (όχι μόνο στο συγκεκριμένο μαγαζί, αλλά παντού), λες και η χώρα βίωσε κάποια μεγάλη εθνική νίκη και ο κόσμος έχει βγει έξω να το γιορτάσει. Καμία νίκη, είναι απλώς Σάββατο μεσημέρι και για τους Βολιώτες αυτό σημαίνει τραπέζι, 25αράκι ή μόστρα (σερβίρισμα από το μπουκάλι), ψαρομεζέδες και κουβέντα.

Σε ένα τέτοιο φορτωμένο τραπέζι βρισκόμαστε κι εμείς και, με αφορμή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, προσπαθούμε να χαρτογραφήσουμε τη μαγική χώρα της τσιπουροκατάνυξης και τους κανόνες που τη διέπουν. Κάπου ανάμεσα στον παστό γαύρο, στις φούσκες και στα γεμάτα ποτήρια χάνεται η απόλυτη ακρίβεια της πληροφορίας που μεταφέρει ο ένας στον άλλο. Ωστόσο, μια άτυπη και κάπως υποκειμενική καταγραφή λέει ότι στο τσιπουράδικο δεν χρειάζονται πολλές κουβέντες μεταξύ πελατών και σερβιτόρων, τα νεύματα συχνά αρκούν. Λέει επίσης ότι οι μεζέδες λειτουργούν αλληλοσυμπληρωματικά, με τους φθηνούς να συνοδεύουν τους ακριβούς, παρότι ενίοτε οι φθηνοί είναι νοστιμότεροι από τους ακριβούς. Αλλά και ότι κάθε γύρα μεζέδων είναι διαφορετική.

Η πρώτη έχει παστά που είναι αλμυρά και τραβάνε το αλκοόλ, στη δεύτερη συνηθίζεται το ψητό ψαράκι και η πατάτα, στην τρίτη ξεκινάει ο αυτοσχεδιασμός του κάθε μαγαζιού (μύδια, γυαλιστερές, παντζαροσαλάτα) και από εκεί και πέρα, όσο πιο συμπαθής πελάτης είσαι, τόσο καλύτερα θα φας. Η κατακλείδα της συζήτησης έχει να κάνει με τις καταβολές του τσιπουράδικου, που πιστώνονται στους Μικρασιάτες πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στον Βόλο. Οι Μικρασιάτες, μας λένε οι φίλοι μας, μάλλον έφεραν το μοίρασμα του φαγητού κι όχι το ίδιο το τσίπουρο, το οποίο προϋπήρχε στη Θεσσαλία. Πέραν αυτού, Μικρασιάτες πήγαν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, στα οποία δεν καθιερώθηκε η κουλτούρα του τσίπουρου. Επομένως, στον Βόλο φαίνεται ότι ενώθηκε η οινική παράδοση της Θεσσαλίας με τις συνήθειες των προσφύγων και κάπως έτσι γεννήθηκαν τα τσιπουράδικα.

Τρεις ώρες κρατάει αυτή η συζήτηση, είναι τεράστια, βαριά και υπέροχη. Αλλά δεν την επαναλαμβάνουμε ούτε ξαναπηγαίνουμε σε τσιπουράδικο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Αφενός γιατί το σπορ είναι εξαντλητικό για τον οργανισμό, αφετέρου γιατί το τσίπουρο συχνά «καπελώνει» τα υπόλοιπα μαγαζιά της πόλης. Και είναι κρίμα, γιατί το δυνατό σημείο του Βόλου είναι η γαστρονομική σκηνή του. Μετά την κλασική παραλιακή βόλτα στην Αργοναυτών, στο πάρκο του Αγίου Κωνσταντίνου και στον Άναυρο, απ’ όπου παρελαύνουν ποδήλατα, πατίνια, καρότσια και πεζοί κάθε ηλικίας, αυτό που βασικά ευχαριστιέται ένας επισκέπτης είναι το φαγητό. Οι προτάσεις μας για πρωινό, γεύμα, δείπνο, κρασί και ποτό που ακολουθούν απευθύνονται στην πλειονότητά τους-κι εδώ είναι το ωραίο-πρώτα στους ντόπιους κι ύστερα στους επισκέπτες.

Η πόλη διατηρεί έναν περίεργο τοπικισμό, αντίστροφο με το κλίμα της εποχής: οι ανάγκες των κατοίκων έρχονται πριν από τις ανάγκες των τουριστών. Αυτό σημαίνει ότι, τριγυρίζοντας στα στέκια της, δεν θα βρεθείτε ανάμεσα σε ξένους, αλλά στους Βολιώτες και στους φοιτητές του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, που σπουδάζουν εδώ και δίνουν στον Βόλο τον αέρα ανανέωσης που έχει ανάγκη.

Περί φαγητού ο λόγος: Αν σας αρέσουν τα κρεατικά, το κατάλληλο μαγαζί είναι το Κρέατος Τέχνη, ένα είδος σύγχρονης χασαποταβέρνας που συνδυάζει το κρεοπωλείο με το εστιατόριο. Δημιούργημα του Ευριπίδη Τσίντρου, ενός Βολιώτη με καταγωγή από την Καρδίτσα, έχει θεσσαλικά κρέατα (χοιρινό Αλμυρού, πρόβατα, αρνιά, μοσχάρια Ελασσόνας), ενώ η σπεσιαλιτέ του είναι το κοντοσούβλι και οτιδήποτε έχει να κάνει με σχάρα. Πέρα από το να γευματίσετε στην πέτρινη αυλή με τα τρία διαφορετικά είδη μωσαϊκού στο πάτωμα, μπορείτε και να αγοράσετε γαστροσουβενίρ, όπως είναι το λουκάνικο με πράσο.

Για μια κλασική εστιατορική εμπειρία περάστε από το Πλαγίως, ένα ρεστοράν με έκδηλες ιταλικές επιρροές, κρεατικά, ψάρια, κάποιες αναγνωρίσιμες ελληνικές πρώτες ύλες (φάβα Σαντορίνης, απάκι Κρήτης) και μεγάλη λίστα κρασιών. Πιο νεανικό και ανάλαφρο είναι το Μπράιτον, που συνδυάζει την κουλτούρα της μοιρασιάς ενός μεζεδοπωλείου με τα γευστικά μοτίβα ενός εστιατορίου. Έχει ωραία ατμόσφαιρα το Μπράιτον, κάτι που εκτιμήθηκε από τη βρετανική εφημερίδα Guardian, η οποία το 2020 το ενέταξε σε μια λίστα με τα δέκα κορυφαία εστιατόρια της Ευρώπης που βρίσκονται δίπλα σε σιδηροδρομικούς σταθμούς, με βάση τις προτιμήσεις των αναγνωστών της.

Το γαλακτοζαχαροπλαστείο Κυψέλη, ένα μαγαζί που θεωρείται θεσμός πια στον Βόλο, άνοιξε τη δεκαετία του 1960. Οι άνθρωποι που δουλεύουν εδώ είναι σαν μια ανοιχτή αγκαλιά, πρόθυμοι να αφιερώσουν όσο χρόνο χρειάζεται ο πελάτης προκειμένου να τον εξυπηρετήσουν και να επιλέξει: παραδοσιακό γιαούρτι με πέτσα, κρέμα βανίλια ή σοκολάτα, παγωτό από πρόβειο γάλα με σιρόπι αγαύης, γαλακτομπούρεκο, πάστα φούρνου, νουγκατίνα, κασετίνα, μπακλαβά, σάμαλι. Το όλο σκηνικό, απλό και φωτεινό, με ένα ψυγείο-βιτρίνα του 1950, παραπέμπει σε μια Ελλάδα άλλης εποχής, φιλόξενη, απροσποίητη και έντιμη, όπου οι επιχειρήσεις δημιουργούσαν σχέσεις εμπιστοσύνης με το κοινό. Πηγαίνοντας στην Κυψέλη, νιώθεις σαν να εισχωρείς σε μια φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα και να γίνεσαι μέρος της σύνθεσης. Εμείς την επισκεφθήκαμε την πρώτη μέρα του city break για πρωινό γιαούρτι, το οποίο μας κράτησε μέχρι το μεσημέρι.

Τις επόμενες μέρες επιλέξαμε ένα πιο πλούσιο brunch, στο Sanctus και στο Αχίλλειον Φουαγιέ. Αθέατο το Sanctus, δεν θα το βρεις αν δεν έχεις ακούσει γι’ αυτό. Βρίσκεται στον τέταρτο όροφο του εμπορικού κέντρου Nakos Center και είναι ένα all-day μαγαζί που «τροφοδοτείται» κυρίως από φοιτητές. Σερβίρει πρωινό για κάθε γούστο (αυγά τηγανητά, αυγά ποσέ, πρωινό ενέργειας, pancakes, φυσικούς χυμούς) κι έχει μια μεγάλη βεράντα με κάκτους. Απέναντι ακριβώς βρίσκεται ο Άγιος Νικόλαος, τη λειτουργία του οποίου ακούμε πεντακάθαρα, Κυριακή πρωί, από τα μεγάφωνα της εκκλησίας. Από το ανοιχτό παράθυρο διακρίνονται οι επάνω όροφοι των βολιώτικων πολυκατοικιών-ίδιες όπως σε όλα τα αστικά κέντρα της Ελλάδας, με εμβόλιμες πινακίδες στα μπαλκόνια, κεραίες και τέντες.

Κι αν το Sanctus είναι ένα μαγαζί κρυμμένο, δεν συμβαίνει το ίδιο με το Αχίλλειον Φουαγιέ, που βρίσκεται στο επίκεντρο της δράσης, στην παραλία του Βόλου. Το ανακαινισμένο καφέ-μπαρ του ιστορικού διατηρητέου κτιρίου του 1925 ενδείκνυται για brunch με θέα στον Παγασητικό κι έχει έναν διασκεδαστικό κατάλογο, που χωρίζει τα πιάτα σε δεκατιανό (αυγά ποσέ σε αφράτα μπριός «Είχαμε και στο Χωριό μας»), κολατσιό (κουλούρι σουσαμένιο, bao buns), πρωινό (ζυμωτό ψωμί με φιστικοβούτυρο) κ.λπ.

Όποιος θέλει να δοκιμάσει πολύ καλό καφέ από ποιοτική πρώτη ύλη, ελεγχόμενη προέλευση και προσεγμένη επεξεργασία, προορισμός στην πόλη είναι το Rúbia Street Speciality Coffee Shop ή σκέτα Rúbia. Με δέκα ηλεκτρικούς μύλους on demand που αλέθουν τους κόκκους επιτόπου, σερβίρει καφέ speciality από φάρμες της Κολομβίας, της Αιθιοπίας, της Παπούα Νέας Γουινέας, της Τσιάπας του Μεξικού κ.ά. Η όλη εμπειρία πραγματικά αξίζει, αφού ο καφές speciality (τον οποίο δεν θα βρείτε μόνο στο Rúbia, μα και σε άλλα μαγαζιά του Βόλου) γευστικά δεν έχει καμία σχέση με τον συμβατικό καφέ.

Κρασί, κοκτέιλ και θέα: Πάμε να κλείσουμε τις γαστροπεριπέτειες στον Βόλο με κοκτέιλ και κρασί. Ξεκινώντας από τον πολυχώρο Θεατρίνη, στέγη του ομώνυμου θεατρικού θιάσου που άνοιξε τον περασμένο Μάιο, είναι δηλαδή νέα άφιξη στην πόλη. Εκτός από θέατρο 110 θέσεων που διατίθεται για λογιών λογιών δρώμενα (ποιητικές βραδιές, θεατρικές και μουσικές παραστάσεις), η Θεατρίνη έχει κι ένα καφέ-μπαρ ιδανικό για κοκτέιλ· για Margarita και Cuba Libre, για Spicy Cucu και Ouzo Special με ούζο, Sprite και γρεναδίνη.

Στο κομμάτι του κρασιού, καλή επιλογή είναι το My Deli, ένα είδος βολιώτικου tapas bar με 229 ετικέτες απ’ όλο τον κόσμο, όπως μας λέει ο Άκης Πιλάτος, συνυπεύθυνος του μαγαζιού μαζί με τη Φωτεινή Διαμάντη. Είναι δύσκολο να καταγράψουμε και τις 229 ετικέτες, αντ’ αυτού παίζουμε ένα παιχνίδι με τον Άκη. Του ζητάμε να μας πει τρία κρασιά που κατά τη γνώμη του εκφράζουν τη φυσιογνωμία της πόλης. Το πόρισμα: ένας Όβηλος λευκός (ο «glamorous» Βόλος), ένα ροζέ Domaine Costa Lazaridi (ο «λαϊκός» Βόλος) και μια Σαντορίνη Αργυρού (ο «ανδρικός» Βόλος). Πράγματι, είναι και glamorous, και λαϊκός, και βαρύς, ασήκωτος, ανδρικός ο Βόλος.

Για το φινάλε αφήνουμε δύο στέκια που, σε αντίθεση με τα περισσότερα, έχουν επενδύσει στην ησυχία. Το πρώτο είναι το Yachting Club Volos, ένα καφέ-μπαρ-εστιατόριο που βρίσκεται στην κεντρική προβλήτα του λιμανιού, μόνο του, μακριά από τις πιάτσες και τη φασαρία. Προσφέρει μια ασυνήθιστη οπτική, γιατί είναι δίπλα, αλλά όχι πάνω στην παραλία κι έχει θέα στη θάλασσα και στα ντελικάτα ιστιοπλοϊκά που λικνίζονται μπροστά από τις χοντροκομμένες πολυκατοικίες. Το δεύτερο είναι το καφέ-μπαρ του Staikos Tennis Club, που βρίσκεται έξω από την πόλη, κοντά στις Αλυκές. Μικρό και απλό, εξυπηρετεί κυρίως όσους επισκέπτονται το κλαμπ για να παίξουν τένις, είναι όμως ευπρόσδεκτοι και οι μη αθλούμενοι. Από εδώ θα δείτε την πιο καταπληκτική θέα στην πόλη, στα προάστια και στα χωριά του Πηλίου. Μακρινίτσα, Σταγιάτες, Πορταριά, Ανακασιά, Άλλη Μεριά λαμπυρίζουν μες στη νύχτα πάνω από τον μεγάλο φωτεινό μαγνήτη, τον υπέρλαμπρο Βόλο.

Η θεσσαλική πόλη προφανώς δεν εξαντλείται στα παραπάνω. Έχει πολλά ακόμα μαγαζιά, εδραιωμένα στο πέρασμα του χρόνου και καθιερωμένα στη συνείδηση του κόσμου, τα οποία δεν χώρεσαν εδώ. Πέρα από αυτό, αν κάτι δεν της ταιριάζει, είναι η πίεση. Ο Βόλος κινείται με αργούς ρυθμούς. Για να περάσεις ωραία ως επισκέπτης, για να καταλάβεις περισσότερο τον τόπο και τους ανθρώπους του, πρέπει να ακολουθήσεις το ίδιο τέμπο με εκείνους: εξαφανίζονται από τον δημόσιο χώρο τις μεσημεριανές ώρες, χορταίνουν τον καφέ, το ποτό και το τσίπουρο, δίνουν σε αυτό που λέμε «διασκέδαση» τον χρόνο που της αξίζει.

Τα πολλά του Πολιτισμού: Με τον χώρο της τέχνης ο Βόλος έχει αμφίθυμη σχέση. Αφενός, η πόλη έχει αισθητές ελλείψεις ως προς την ποσότητα των πολιτιστικών προϊόντων, π.χ. στον κινηματογράφο και στα εικαστικά. Αφετέρου, διαθέτει άγνωστους θησαυρούς, όπως είναι το Λύκειο Ελληνίδων Βόλου, που στεγάζεται στην οικία Ρήγα, πάλαι ποτέ κατοικία του Αιγυπτιώτη μεγαλεμπόρου Κωνσταντίνου Ρήγα. Εδώ, εκτός από το κτίριο με τις περίτεχνες ζωγραφικές παραστάσεις, που είναι από μόνο του έργο τέχνης, θα δείτε και αυθεντικές παραδοσιακές φορεσιές (όπως είναι η γυναικεία φορεσιά Αντερί από τον Αλμυρό). Με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, μάλιστα, το τμήμα κεντητικής του Λυκείου έφερε εις πέρας ένα σπουδαίο έργο: αποτύπωσε τη Χάρτα του Ρήγα-με τις επιπεδογραφίες αρχαίων πόλεων, τα αρχαία τοπωνύμια και τις μυθολογικές αναφορές-σε κέντημα 12 φύλλων, το οποίο εκτίθεται στο Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο.

Μετά από μια επίσκεψη στο Λύκειο, λοιπόν, περάστε από το Αρχαιολογικό Μουσείο, όπου πλην της Χάρτας θα δείτε και τις γραπτές επιτύμβιες στήλες της Δημητριάδος και τα απίστευτα νεολιθικά ειδώλια γυναικείων μορφών, με τονισμένα τα ανατομικά χαρακτηριστικά της αναπαραγωγής. Δύο ακόμα πολύ καλά μουσεία του Βόλου είναι το Μουσείο Πλινθοκεραμοποιίας Ν. Κ.Σ. Τσαλαπάτα του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς (στεγάζεται στους χώρους του παλιού εργοστασίου, στο οποίο κατασκευάζονταν τούβλα, κεραμίδια, κορυφοκέραμα) και το Μουσείο της Πόλης (στο οποίο θα ικανοποιήσετε κάθε είδους απορία που έχετε για τη βιομηχανία, την ανθρωπογεωγραφία, τη μουσική, τον τουρισμό και την αθλητική κουλτούρα του Βόλου, ιδωμένα όλα μέσα από ένα ιστορικό πρίσμα). Από αμιγώς εικαστικούς χώρους υπάρχει ο Χώρος Τέχνης (αυτή την περίοδο παρουσιάζει μια έκθεση με έργα ζωγραφικής μεικτής τεχνικής της Κατερίνας Κασσαβέτη), ενώ στα κινηματογραφικά σταθερή αξία είναι το φεστιβάλ CineDoc, με σειρά προβολών ντοκιμαντέρ μέσα στη χρονιά.

Αν προτιμάτε την τέχνη του δημόσιου χώρου, στον Βόλο υπάρχουν πολλά γκράφιτι της δραστήριας ομάδας Urbanact, η οποία μέσα στο 2021 φιλοτέχνησε στη Νέα Ιωνία το «πορτρέτο» της ταβέρνας του Πέτρου. Η τοιχογραφία, που δημιούργησε ο Same84, μοιάζει με φωτογραφικό άλμπουμ που απεικονίζει την τραγουδίστρα Μαίρη Ταμ να χορεύει με το φουστάνι σηκωμένο, τον δεξιοτέχνη Μιχάλη Αχειλά να παίζει κανονάκι και άλλες σκηνές από τη ζωή της ταβέρνας. Αριστερά από το γκράφιτι θα δείτε τις πραγματικές φωτογραφίες αυτών των ανθρώπων.

Δύο άνθρωποι, ένας Βόλος: Παρότι εμφανισιακά είναι εντελώς διαφορετικοί, μοιάζουν στην ευγένεια αλλά και στο ότι και οι δύο ανήκουν στην κατηγορία των ανθρώπων που προσδίδουν προστιθέμενη αξία στην πόλη τους. Ο κεραμίστας Χρήστος Γιαννακόπουλος έχει βαθιά γνώση της ιστορίας της Μαγνησίας και, μεταξύ άλλων, φτιάχνει κεραμικά καράβια: από τη Νεολιθική Περίοδο με το καράβι της Δοκού μέχρι τον 20ό αιώνα. Αγαπάει τα περάματα, τα τρεχαντήρια, τους βαρκαλάδες, τα τσερνίκια, τις γάιτες, ενώ το μεγαλύτερο καράβι που έχουν γεννήσει τα χέρια του είναι ένα καραβόσκαρο με τετράγωνα πανιά, μήκους 1,5 μ. και ύψους 60-70 εκ. Στο εργαστήριό του θα δείτε τη δουλειά του και θα συζητήσετε για τη διαχρονική σχέση που έχει ο τόπος με τη θάλασσα, αφού κάποια είδη σκαριών που κατασκευάζει θα τα δείτε αραγμένα, μέχρι σήμερα, στο λιμάνι του Βόλου.

Ο Θανάσης Κουζιώκας είναι ο επικεφαλής της μπάρας και συνιδιοκτήτης του Grooove, ενός από τα πιο γνωστά μαγαζιά του Βόλου, που φημίζεται για τα κοκτέιλ του. Δεν είναι, όμως, ακόμα ένα κοκτεϊλάδικο το Grooove ούτε ο Θανάσης ένας ακόμα μπαρτέντερ, αλλά ένας σοβαρός επαγγελματίας με κατασταλαγμένη άποψη για το τι σημαίνει κοκτέιλ, γειωμένος και με αίσθηση του μέτρου, σε μια εποχή που στον χώρο της μιξολογίας επικρατεί υπερβολή και τρέλα. Είναι, επίσης, ταξιδεμένος και πολυβραβευμένος (π.χ. κατέκτησε την πρώτη θέση στον διεθνή διαγωνισμό Mediterranean Inspirations). Το Grooove είναι ένα μαγαζί που θα στεκόταν επάξια στην Αθήνα, αν όχι και σε μεγαλύτερες πόλεις του εξωτερικού. Νέο μέλος της οικογένειας είναι το Grooove Boutique, που άνοιξε τον περασμένο Απρίλιο κι έχει επιλεγμένα γαστρονομικά προϊόντα, φανταστικά γλυκά (τιραμισού, τάρτα καφέ) και έτοιμα κοκτέιλ.

Μετάβαση: Από την Αθήνα ο Βόλος απέχει 325 χλμ. (3½ ώρες, 52 ευρώ για καύσιμα και διόδια η απλή μετάβαση) και από τη Θεσσαλονίκη 207 χλμ. (2½ ώρες, 34 ευρώ για καύσιμα και διόδια η απλή μετάβαση).

Διαμονή: Το Domotel Xenia Volos (Πλαστήρα 1, από 143 ευρώ το δίκλινο), σε στρατηγική θέση πάνω στην παραλία και με προσεγμένο design, είναι κορυφαία επιλογή καταλύματος. Ρίξτε επίσης μια ματιά στο Volos Palace (Ξενοφώντος και Θρακών, από 89 ευρώ το δίκλινο), πίσω από το δημαρχείο του Πικιώνη, και στο πολύ κεντρικό Aegli Hotel Volos (Αργοναυτών 24, από 75 ευρώ το δίκλινο).