Να χαζέψουμε τη λίμνη Οζερός και την Αμβρακία στα αριστερά μας και να σταματήσουμε στην παραλία της Αμφιλοχίας για να χαλαρώσουμε με ένα καφεδάκι μπροστά στη θάλασσα. Πρώτη στάση λοιπόν στην Αμφιλοχία και αφού απολαύσαμε τον καφέ μας ατενίζοντας τον Αμβρακικό και συζητήσαμε τις τελευταίες λεπτομέρειες του ταξιδιού μας μπήκαμε πάλι στο αυτοκίνητο. Τραβήξαμε χειρόφρενο στο κέντρο της Άρτας, στη συμβολή Πύρου, Ελ. Βενιζέλου και Σκουφά. Είναι η ώρα να αφήσουμε τις βαλίτσες, να κάνουμε μια μικρή βόλτα στον πλακόστρωτο εμπορικό δρόμο της Σκουφά με τα όμορφα νεοκλασικά-ξεχωρίζει αυτό του παλιού δημαρχείου που ανακαινίζεται-και να αναζητήσουμε τοπικές νοστιμιές. Η βόλτα μας, μας βγάζει στο μικρό ταβερνάκι «Αζυμούθιο», μπροστά στην πύλη της Αγίας Θεοδώρας. Βγάζει τραπεζάκια στον μικρό πεζόδρομο και ειδικεύεται στα μαγειρευτά: μοσχαράκι κοκκινιστό, λαχανοντολμάδες, γίγαντες και χοιρινό κότσι γάστρας είναι μερικά από αυτά που θα βρείτε στο μενού του.
Το βράδυ μάς βρήκε να σιγοπίνουμε τσιπουράκι στον πεζόδρομο της Σκουφά, στα «19 Γράδα» συνοδεία καλοφτιαγμένων μεζέδων και στη συνέχεια να πίνουμε κοκτέιλ στην εσωτερική αυλή του «Joker» στη Γεωργίου Μάτσιου. Η είσοδος του μαγαζιού με το στενό διάδρομο και τη μακρόστενη μπάρα με τίποτα δεν μαρτυρά τη μεγάλη σκεπαστή αυλή του στο βάθος δεξιά. Το πρωί βάλαμε ρότα για την Κορωνησία, το μικρό νησάκι στον Αμβρακικό κόλπο, που συνδέεται με τη στεριά με μια στενή λωρίδα ασφάλτινου δρόμου. Από τα αριστερά βρίσκεται η λιμνοθάλασσα της Λογαρού και δεξιά τα νερά του Αμβρακικού με τα ιβάρια στην άκρη του δρόμου. Τα ιβάρια είναι ένας παμπάλαιος τρόπος ιχθυοκαλλιέργειας. Οι ψαράδες χρησιμοποιούσαν τις άφθονες καλαμιές της περιοχής και έφτιαχναν παγίδες για τα ψάρια.
Η Κορωνησία έχει αρκετά ιβάρια γύρω γύρω και προμηθεύει με φρέσκο ψαράκι όλη την περιοχή και όχι μόνο. Στο χωριό μένουν κυρίως ψαράδες και συνταξιούχοι χωρίς να λείπουν όμως και οι τουρίστες. Στην παραλία του Φράχτη μετρήσαμε τουλάχιστον πέντε camper vans. Από την άλλη πλευρά η Λογαρού είναι ένας υπέροχος υγροβιότοπος που φιλοξενεί πελεκάνους, φλαμίνγκο, αγριόπαπιες, ερωδιούς κ.α. Η ηρεμία της λίμνης με αυτά τα μαγευτικά πουλιά να κολυμπάνε και να πετάνε δυο μέτρα από τα νερά της είναι μια εικόνα που πραγματικά σε μαγνητίζει. Το νησάκι δεν έχει πολλά να κάνεις, το τοπίο του όμως είναι μοναδικό. Αξίζει να επισκεφθείτε την βυζαντινή εκκλησία της Παναγιάς που χρονολογείται τον 10ο αιώνα και την Κούλια, ένα οχυρό-παρατηρητήριο, κατασκευή των Οθωμανών για να ελέγχουν τη βόρεια πλευρά του κόλπου αλλά και να περπατήσετε την ιδιόμορφη ακτογραμμής της.
Στην επιστροφή βγήκαμε εκτός του κεντρικού δρόμου κάνοντας δεξιά προς τα όμορφα χωριουδάκια της Γαβριάς και του Ψαθοτοπίου με τα πέτρινα περιποιημένα σπιτάκια και τις μικρές αυλές. Στη «Φωλιά του Κυνηγού» ή αλλιώς «στης Ράνιας», στο Ψαθοτόπι, κάτω από τον γεροπλάτανο υπάρχει δροσερή πηγή στην οποία γεμίσαμε τα παγούρια μας και ήμασταν έτοιμοι να μπούμε πάλι στο αυτοκίνητο, η μυρωδιά όμως από το χέλι στα κάρβουνα στην ψησταριά της Ράνιας άλλαξε κάπως τα σχέδιά μας και στρογγυλοκαθήσαμε στη σκιερή αυλή για να απολαύσουμε τοπικά πιάτα και ζεστό ζυμωτό ψωμί.
Την επόμενη μέρα είχαν σειρά τα ορεινά χωριά κοντά στην πόλη της Άρτας. Πριν ξεκινήσουμε περνάμε από τον Παπαδιώτη στη Σκουφά για καφέ και χωριάτικη τυρόπιτα και στη συνέχεια πήραμε τον επαρχιακό δρόμο Άρτας-Ιωαννίνων και αρχίσαμε να ανηφορίζουμε. Κατευθυνθήκαμε αρχικά προς το χωριό Κορφοβούνι και το εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία που βρίσκεται σε μια κορφή λίγο έξω από το χωριό για θαυμάσουμε την τεχνητή λίμνη Πουρναρίου από ψηλά, η θέα από εκεί είναι κάτι παραπάνω από συγκλονιστική. Από το Κορφοβούνι, όμως ξεκινά και δρόμος που φτάνει μέχρι τη λίμνη Πουρναρίου με χωματόδρομο στο τελευταίο κομμάτι του, που σε κάποια σημεία έχει νεροφαγώματα οπότε εάν δεν έχετε 4x4 αφήστε σε μιαν άκρη το αυτοκίνητο και περπατήστε.
Επόμενη στάση είναι το χωριό της Ροδαυγής στα 700 μ. υψόμετρο, το δρόμο μας συντροφεύουν κυρίως πλατάνια, καρυδιές και καστανιές και που και που ξεπροβάλει και κανένα κυπαρίσσι. Το χωριό είναι αραιοκατοικημένο και καταπράσινο, σκαρφαλωμένο στις πλαγιές του Ξεροβουνίου πάνω από τον Άραχθο. Η Ροδαυγή έχει και πολιτιστικό σύλλογο που διοργανώνει διάφορες εκδηλώσεις όπως το Δρόμο του Κάστανου, κάνοντας μια περιπατητική διαδρομή μέχρι το διπλανό χωριό Πιστιανά που περνά από πυκνό δάσος με πλατάνια, καστανιές, κερασιές, από νερόμυλους και βρύσες και από παλιά εκκλησάκια όπως αυτό της Αγίας Παρασκευής του 1600 με τις υπέροχες εικονογραφίες. Το μονοπάτι είναι σχετικά σηματοδοτημένο αλλά έχουν στο πρόγραμμα την χαρτογράφησή του και την καλύτερη σήμανση, ωστόσο εάν φτάσετε στο χωριό και ρωτήσετε, με χαρά θα σας δείξουν το δρόμο και αν δεν έχουν δουλειά οι άνθρωποι του συλλόγου μπορεί και να σας κάνουν παρέα. Η διαδρομή έχει μοναδική θέα στα Τζουμέρκα, στη λίμνη Πουρναρίου και στο ποτάμι.
Στο χωριό, πάνω στον κεντρικό δρόμο είναι και το μικρό ταβερνάκι το «Στέκι του Φρανς» με σπιτική κουζίνα αλλά δεν είναι ακόμα η ώρα για φαγητό. Θέλουμε να φτάσουμε στη γέφυρα Τζαρή στον Άραχθο και να περπατήσουμε κατά μήκος του ποταμού, να βρέξουμε τα πόδια μας στα καθαρά νερά του και να ξαποστάσουμε στη σκιά από τα πυκνά δέντρα στις όχθες του. Αν βρεθείτε εκεί καλοκαίρι μπορείτε να κάνετε και αργιλοθεραπεία. Από τη γέφυρα ξεκινάει και το μονοπάτι της Βίδρας γνωστό και ως Α1 που καταλήγει στο γεφύρι της Πλάκας, έχει μήκος περίπου 17 χλμ., είναι μέτριας δυσκολίας και κινείται σε μεγάλο μέρος κοντά στο ποτάμι ενώ βλέπει στον ορεινό επιβλητικό όγκο των Τζουμέρκων. Δεν χρειάζεται να κάνετε όλο το μονοπάτι, μπορείτε να περπατήσετε όσο θέλετε, να απολαύσετε τη διαδρομή μέσα στη φύση και να επιστρέψετε πίσω στο Τζαρή, εμείς αυτό κάναμε, τα 17 χλμ. μας φάνηκαν πολλά.
Αφού χαρήκαμε τη φύση που γεννά στο πέρασμά του το ποτάμι, νιώθουμε το στομάχι μας να ζητά απεγνωσμένα τροφή και πάμε κατευθείαν στην ταβέρνα της Σοφίας, στα Πιστιανά, ένα μικρό χωριό πνιγμένο στο πράσινο. Ύστερα από τόσο δρόμο και περπάτημα ένα κοντοσούβλι προβατίνας με μπόλικες φρέσκιες τηγανιτές πατατούλες είναι αυτό που χρειαζόμαστε. Μετά το φαγητό έρχεται κέρασμα το παγωτό κάστανο, τι στιγμή μάλιστα που ένα σκιουράκι, κρατώντας ένα ευμέγεθες καρύδι, προσπαθεί να ανέβει το απέναντι πλατάνι. Τα στοιχήματα ήταν εναντίον του, ωστόσο μας διέψευσε όλους.
Η τελευταία μας μέρα στην Άρτα είναι αφιερωμένη στην πόλη για να δούμε τις ομορφιές που κρύβει. Ξεκινάμε φυσικά από το ιστορικό γιοφύρι της, αυτό που όσοι είμαστε άνω των 40 το μάθαμε μέσω του αντίστοιχου ποιήματος στο δημοτικό-αν δεν με απατά η μνήμη μου. Το γεφύρι ορθώνεται μπροστά μας εντυπωσιακό παρότι τα λιγοστά νερά του Αράχθου από κάτω στερούν κάπως από την αίγλη του, ωστόσο εύκολα φέρνετε στο μυαλό σας τις ημέρες της δόξας του. Ο τρόπος κατασκευής του γεφυριού δείχνει ότι οι πρώτες προσπάθειες ανέγερσής του έγιναν στην ελληνιστική εποχή επί βασιλιά Πύρρου ενώ χρόνια αργότερα την εποχή του Βυζαντίου χτίστηκαν οι καμάρες και τα τόξα, τη σημερινή του μορφή όμως την πήρε κάπου τον 17ο αι.
Δίπλα στο γεφύρι βρίσκεται και ένας τεράστιος πλάτανος, που οι φήμες της εποχής λένε πως στον ίσκιο του καθόταν ο Αλή Πασάς και κοιτούσε τους κρεμασμένους που ο ίδιος είχε διατάξει να θανατωθούν. Από το 1976 έχει ανακηρυχθεί Διατηρητέο Μουσείο Φύσης ενώ από την απέναντι όχθη το όμορφο νεοκλασικό που σήμερα στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο της Άρτας, ήταν το τελωνείο της πόλης όταν ο Άραχθος αποτελούσε το σύνορο μεταξύ της ελεύθερης Ελλάδας και αυτής που ακόμα ήταν υπό την κυριαρχία των Τούρκων. Κοντά στο ιστορικό γεφύρι στις όχθες του ποταμού βρίσκεται και το Αρχαιολογικό Μουσείο, η έκθεση περιλαμβάνει το δημόσιο βίο, τα νεκροταφεία και τον ιδιωτικό βίο των Αμβρακιωτών και τα ευρήματα καλύπτουν την χρονική περίοδο από την Παλαιολιθική Εποχή έως τούς Ρωμαϊκούς Χρόνους, η πλειοψηφία τους όμως ανήκει στην Ελληνιστική Περίοδο. Την εποχή δηλαδή που η Αμβρακία ήταν οικονομικά και πολιτικά ισχυρή ως έδρα του κράτους των Ηπειρωτών.
Μετά το μουσείο σειρά είχε το Κάστρο της Άρτας, το οποίο διατηρείται σε πολύ καλή κατάσταση και είναι ούτε δέκα λεπτά περπάτημα από το κέντρο της πόλης. Το κάστρο κατασκευάστηκε αρχικά τον 13ο αι. αλλά δέχθηκε παρεμβάσεις κατά τον 14ο αι. και κατά την οθωμανική αυτοκρατορία. Στο εσωτερικό του βρίσκεται το Καστράκι ή Ιτς Καλέ, το έσχατο καταφύγιο των πολιορκημένων, με τις κρύπτες και τις θολωτές κλειστές αίθουσες αλλά και το ερειπωμένο πλέον ξενοδοχείο Ξενία. Η μια από τις πλευρές του κάστρου μάλιστα αποτελεί τμήμα της οχύρωσης της αρχαίας πόλης Αμβρακίας, τμήματα της οποίας βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την πόλη. Μια όμορφη βόλτα την οποία μπορείτε να κάνετε είναι να κυκλώσετε περπατώντας το κάστρο και να σεργιανίσετε στις μικρές γειτονιές της. Το κομμάτι από την πύλη προς τα δεξιά με τα πέτρινα σπιτάκια μέχρι τα τείχη της αρχαίας Αμβρακίας είναι το πιο όμορφο. Μπορείτε επίσης να περπατήσετε και τον δρόμο δίπλα στον Άραχθο από το ύψος του Κάστρου μέχρι το παραποτάμιο πάρκο.
Στο κέντρο της Άρτας βρίσκεται και το Μικρό Θέατρο της Αμβρακίας το οποίο είναι κτισμένο πάνω σε παλαιότερα λουτρά. Κατασκευάστηκε στα τέλη του 4ου αι. με αρχές του 3ου αι. και οι ανασκαφές αποκάλυψαν ψηφιδωτά των λουτρών, την ορχήστρα του θεάτρου αλλά και ένα χρυσό στατήρα του Φιλίππου Β’, το πρώτο χρυσό νόμισμα που βρέθηκε σε ανασκαφές στην Ήπειρο. Σε μικρή απόσταση από το θέατρο σώζονται και ερείπια του ναού του Απόλλωνα Πύθιου Σωτήρα. Ο ναός ήταν μεγαλοπρεπής σε δωρικό ρυθμό και αποτελούσε το κύριο ιερό της πόλης. Σήμερα όμως σώζονται λίγα μόνο τμήματά του. Πριν φτάσουμε στο ναό του Απόλλωνα κάναμε μια στάση στην πανέμορφη εκκλησία της Αγίας Θεοδώρας, βυζαντινής αρχιτεκτονικής και διακόσμησης. Το αρχικό κτίσμα λειτουργούσε ως γυναικείο μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο και χρονολογείται μεταξύ 11ου και 12ου αι. πλέον διατηρούνται μόνο ο ναός, η πύλη του, το πηγάδι και το παρεκκλήσι της Μεταμόρφωσης.
Στο χώρο της εκκλησίας βρίσκεται επίσης και ο τάφος της Αγίας Θεοδώρας ενώ τα λείψανά της φυλάσσονται σε ασημένια λάρνακα με ανάγλυφη διακόσμηση. Η εκκλησία όμως που είναι πραγματικά εντυπωσιακή και απίστευτα επιβλητική είναι αυτή της Παναγίας της Παρηγορήτισσας του 13ου αι., με τις υπέροχες τοιχογραφίες όπως αυτή στη βόρεια αψίδα όπου εικονογραφείται η γέννηση του Ιησού Χριστού με τις μορφές αγίων, μάγων, ποιμένων, ευαγγελιστών και προφητών να στέκουν γύρω του αλλά και τις αρχιτεκτονικές καινοτομίες της, μοναδικής ομορφιάς, όπως οι κολώνες και τα κολονάκια που στηρίζουν τον κεντρικό θόλο. Ο θρύλος λέει πως ο πρωτομάστορας με τον βοηθό του κατά τη διάρκεια λογομαχίας έπεσαν από τη στέγη του ναού και μεταμορφώθηκαν στις δύο πέτρες που βρίσκονται στο πίσω μέρος της εκκλησίας και πως έπειτα η Παναγία εμφανίστηκε στη μητέρα του βοηθού για να την παρηγορήσει για το χαμό του παιδιού της. Ο παρηγορητικός αυτός ρόλος της Παναγίας ήταν που έδωσε και το όνομα στην εκκλησία.
Υπέροχη είναι και η εκκλησία του Αγίου Βασιλείου Αγοράς, πιθανόν του 13ου αι. με τον περίτεχνο κεραμοπλαστικό του διάκοσμο στο εξωτερικό αλλά και η γυναικεία μονή της Κάτω Παναγιάς επίσης του 13ου αι. που χτίστηκε από τον Μιχαήλ Β΄ Κομνηνό Δούκα, Δεσπότη της Ηπείρου και συζύγου της Αγίας Θεοδώρας. Το μεγάλο βυζαντινό παρελθόν της πόλης τής έχει αφήσει μια τεράστια κληρονομιά από μοναδικά εκκλησιαστικά μνημεία που θα μπορούσαμε να αφιερώσουμε ένα οδοιπορικό μόνο για αυτά. Η βόλτα μας συνεχίζεται και λίγο έξω από την πόλη στη Βλαχέρνα για να επισκεφθούμε την Παναγία των Βλαχερνών-πήρε το όνομά της απ’ την ξακουστή Παναγία των Βλαχερνών της Κωνσταντινούπολη-εκεί όπου υποστηρίζεται ότι τάφηκαν τα μέλη της οικογένειας των Κομνηνοδουκάδων.
Χτισμένη τον 10ο αι. ως τρίκλιτη θολωτή βασιλική μετατράπηκε τον 13ο αι. σε τρουλαίο ναό και βρίσκεται σχεδόν αντικριστά από το Κάστρο όπου ήταν το παλάτι των Κομνηνοδουκάδων. Απ’ το παλιό μοναστήρι σώζεται μόνο ο ναός, τα κελιά, ο περιβολότοιχος και ο πυλώνας είναι πολύ πιο πρόσφατες κατασκευές. Οι κολώνες των κλιτών, παρμένες πιθανότατα από ρωμαϊκά κτίσματα ή παλαιοχριστιανικές εκκλησίες, έχουν κορινθιακά και ιωνικά κιονόκρανα ενώ εντυπωσιακό είναι και το ψηφιδωτό όπου στο κέντρο του βρίσκεται ο δικέφαλος αετός. Έχει πάει πια απόγευμα και ανηφορίζουμε στην Πάνω Πόλη ή Βαλαώρα ή στις φαβέλες όπως τη λένε μερικοί ντόπιοι, με τα στενά δρομάκια, τις μεγάλες ανηφοριές και τα σπίτια στριμωγμένα το ένα δίπλα στ’ άλλο.
Εκεί βρίσκεται και η ταβέρνα του «Τλούπα». Πιάσαμε τραπέζι κάτω από τη μεγάλη κληματαριά, και πρώτα πρώτα παραγγείλαμε τσιπουράκι και μετά παϊδάκια ζυγούρι στα κάρβουνα και λαχταριστό κοκορετσάκι. Το πρωί της άλλης μέρας λίγο πριν αποχαιρετίσουμε την πόλη πήγαμε για καφέ και γλυκό στο «Πορτατίφ», ένα ζαχαροπλαστείο από αυτά που τόσο μας έχουν λείψει. Είναι από εκείνα τα ζαχαροπλαστεία παλιάς κοπής και ας είναι σύγχρονο, από αυτά που μπορείς να παραγγείλεις τον καφέ σου, να διαλέξεις ένα από τα υπέροχα γλυκά στη βιτρίνα, να στο σερβίρουν στο τραπέζι σου και να το απολαύσεις με την ησυχία σου. Έχει επίσης και ένα αδερφάκι στο Κολωνάκι.