13.3.23

Στην Αιθιοπία για τη χαρά της ζωής

Το έναυσμα έδωσε πριν από δύο χρόνια η έκθεση φωτογραφίας του Βασίλη Αρτίκου στο Βυζαντινό Μουσείο: «ἐν τυμπάνῳ καί χορῷ» στις λαξευτές εκκλησιές της Lalibela». Η φίλη που την είδε τρελάθηκε. «Εκεί θα πάμε το Πάσχα», είπε. Οι Αιθίοπες διακρίνονται για την υφαντική τους τέχνη. Σε πολλά μέρη υφαίνουν παραδοσιακά με αργαλειό. Ξεκινήσαμε από την Αντίς Αμπέμπα με σκοπό να κατεβούμε στον νότο, στην κοιλάδα του Όμο, πατρίδα πρωτόγονων φυλών, και μετά να ανεβούμε στον βορρά, στη Λαλιμπέλα και στο Γκοντάρ. Θα ήταν, όπως θα καταλαβαίναμε στο τέλος, ένα ταξίδι στον χρόνο, όχι στον χώρο.

Η Αιθιοπία είναι μια χώρα της Αφρικής που δεν υπήρξε ποτέ αποικία, οι άνθρωποί της φέρουν περήφανα την ελευθερία τους. Απέραντη, με βουνά και κάστρα στον βορρά, καυτές ερήμους, τροπικά δάση στον νότο, όπου ζουν φυλές όπως 2.000 χρόνια πριν, λίμνες, ποτάμια, καταρράκτες. Ενδιάμεσα, σε αντίθεση με ό,τι πιστεύουμε, παρεμβάλλεται κόκκινη εύφορη γη. Στις πέτρινες μονολιθικές ορθόδοξες εκκλησίες, ο ανιμισμός ενώνεται με τον χριστιανισμό, τύμπανα ηχούν και οι ιερείς χορεύουν τραγουδώντας. Παντού καφές ψήνεται φρέσκος-εδώ είναι άλλωστε η γενέτειρά του. Οι γυναίκες μαγειρεύουν με ξύλα στις αυλές, ψήνουν injera, τη λεπτή κρέπα που συνοδεύει αντί ψωμιού κάθε γεύμα, τα παιδιά τριγυρνούν ευτυχισμένα και ελεύθερα. Φτωχοί; Ναι. Με τη χαρά της ζωής διάχυτη, παρά τους εμφυλίους και την έλλειψη βασικών ανέσεων; Ναι.

Φιλόξενοι και γλεντζέδες, στήνουν γιορτές με χορό και τραγούδι στο άψε σβήσε. Τους λευκούς μάς φωνάζουν faranji, μας κοιτούν σαν εξωτικά όντα και χωρίς δεύτερη σκέψη μάς βάζουν σπίτι τους. Η Αντίς Αμπέμπα είναι μια τυπική αφρικανική πρωτεύουσα. Ουρανοξύστες, λεωφόροι και δίπλα ακριβώς χωματόδρομοι, καλύβες και κοπάδια με κατσίκες. Πίνουμε καφέ στα όρθια, μιλάμε για τον Σωκράτη και τον Πλάτωνα με έναν νεαρό δάσκαλο που στέκεται δίπλα μας. Οι Έλληνες χαίρουμε εκτίμησης, μέχρι σχετικά πρόσφατα υπήρχε εξάλλου ακμαία ελληνική παροικία-ο εμφύλιος την αποδεκάτισε κάπως. Στο κέντρο της πόλης εξακολουθεί να υπάρχει το ελληνικό σχολείο και η εκκλησία.

Αγοράζουμε στο Merkato καυτερές πιπεριές και jebena, την πήλινη καράφα για τον καφέ. Δίπλα μας πλένουν μεταχειρισμένες βαλίτσες, αθλητικά παπούτσια, ρούχα. Τίποτα στην Αφρική δεν πετιέται, όλα ξαναφτιάχνονται και μεταπωλούνται. Ο ορισμός της βιωσιμότητας. Βουνά από μπαχαρικά, λαχανικά, υφάσματα, πήλινα. Ο κόσμος πυκνός, τα στενά ασφυκτικά. Ένα πανηγύρι. Στο Εθνικό Μουσείο, βλέπουμε τη «Λούσι», τον πιο γνωστό ίσως σκελετό ανθρωποειδούς στον κόσμο, μαζί με εμάς και ένα ολόκληρο σχολείο. Πολύχρωμα φουστάνια, κοτσιδάκια, φιόγκοι, άσπρα πλατιά χαμόγελα και σκούρα χεράκια μάς αγγίζουν. Τα βράδυ καταλήγουμε σε ένα υπέροχο live, ακούγοντας αιθιοπική τζαζ και πίνοντας tej, κρασί με μέλι.

ΣΤΟΝ ΔΡΟΜΟ
Την επομένη, με το κεφάλι βαρύ, ξεκινάμε νωρίς για τον νότο. Θα περάσουμε τις υπόλοιπες πέντε ημέρες πάνω σε ένα τζιπ, διασχίζοντας κάθετα τη χώρα-κάθε μέρα και μια άλλη πόλη. Η κίνηση λιγοστή, καμιά φορά δεν συναντάμε άλλο αυτοκίνητο για ώρες. Οι δρόμοι ασφάλτινοι, με τρύπες-τους φτιάχνουν κινεζικές εταιρείες-, διασχίζουν δεκάδες χωμάτινα χωριά. Πλάι μας περνούν καλειδοσκοπικά άνθρωποι φορτωμένοι με ό,τι εμπόρευμα μπορείς να φανταστείς, αυτοσχέδια κάρα με γαϊδουράκια (ο κατεξοχήν τρόπος συγκοινωνίας), κοπάδια με κατσίκια. Σταματάμε σε κάθε χωριό να πιούμε καφέ, ο κόσμος χαλαρός μάς υποδέχεται με χαμόγελο.

Τα καφέ είναι αυτοσχέδια, κάτω από τους ίσκιους, μέσα στο χώμα, με χαμηλά πλαστικά χρωματιστά καρεκλάκια. Μας κερνούν καρπούζι και μάνγκο. Διασχίζουμε την κοιλάδα του ποταμού Όμο. Σταματάμε στη λίμνη Ziway, γεμάτη ακακίες, γαζέλες, στρουθοκαμήλους και ψαράδες σε φελούκες. Στις λίμνες Aμπάγια και Σάλα, θερμές πηγές αναβλύζουν στην ακτή: ο κόσμος κάθεται και κολατσίζει, πλένει τα ρούχα του, τα απλώνει να στεγνώσουν στο φρέσκο χόρτο.

Καταλήγουμε στην ψαραγορά της Αwassa. Τα μαραμπού ανακατεύονται με τα ψάρια και τους ανθρώπους, οι ψαράδες ξεμπερδεύουν δίχτυα που μοιάζουν με βαμβάκι, κι εμείς ψωνίζουμε τα ωραιότερα πλεκτά καλάθια που έχουμε δει ποτέ. Στην πόλη, πέφτουμε στο σχόλασμα της Λειτουργίας. Είναι Κυριακή των Βαΐων, όλοι είναι ντυμένοι με αραχνοΰφαντα λευκά και φορούν κοσμήματα από φλοίδα καλαμιού. Τα παιδιά μάς φτιάχνουν περίπλοκα δαχτυλίδια, μας τα φορούν στα δάχτυλα και σπρώχνονται για να φωτογραφηθούν μαζί μας.

ΟΙ ΦΥΛΕΣ, ΟΙ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ, ΟΙ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ
Καθ’ οδόν προς το Άρμπα Μινχ, σταματάμε στην πρώτη φυλή, την Dorze. Το χωριό είναι ορεινό, μια ζούγκλα. Έχει μόνο γυναίκες και παιδιά την ώρα που φτάνουμε, οι άντρες είναι στη βοσκή. Μας δείχνουν τα πολύχρωμα υφαντά τους. Οι αργαλειοί ανήκουν στην κοινότητα. Υφαντές είναι αποκλειστικά οι άντρες, οι γυναίκες μόνο γνέθουν. Μας κερνούν areke, που θυμίζει τη δική μας ρακή. Τα παιδιά μάς βάζουν στα χέρια για να αγοράσουμε κολιέ από ευκάλυπτο και φασόλια, και τριγυρίζουμε στις καλύβες. Φτιαγμένες από μπαμπού και φύλλα φοίνικα στη σκεπή, μοιάζουν με αναποδογυρισμένα καλάθια. Έχουν μια μικρή είσοδο, δεν στηρίζονται σε κανέναν άξονα και μπορούν ανά πάσα στιγμή να σηκωθούν και να μετακινηθούν σε καινούργιο μέρος.

Η επόμενη μέρα μάς βρίσκει στη λίμνη Τσάμο: κροκόδειλοι και ιπποπόταμοι. Πιο πολύ κι από αυτούς μας εντυπωσιάζουν οι βάρκες με τους ψαράδες. Πανιά χειροποίητα και βάρκες σκαλισμένες σε μεγάλους κορμούς μάς μεταφέρουν 2.000 χρόνια πίσω. Η φυλή Konso και το χωριό της είναι εντελώς διαφορετικά, παραπέμπει στους δικούς μας ηπειρώτικους πέτρινους οικισμούς. Ανηφορικό, με τοίχους-ξερολιθιές παντού, καλντερίμια, καφενεία και κοινόχρηστους χώρους, όπου οι νεαροί άντρες διανυκτερεύουν, ενώ φρουρούν την κοινότητα. Ξύλινα τοτέμ θυμίζουν πολεμικές νίκες επί εχθρικών φυλών. Το χωριό όλο βρίσκεται επί ποδός για να μας δει. Το αξιοθέατο είμαστε εμείς.

Με προορισμό το Τούρμι, στα νοτιοδυτικά, πέφτουμε πάνω σε ένα παζάρι της φυλής Hamer. Κατσίκια, κόκορες και γαϊδουράκια συνυπάρχουν στην κόκκινη σκόνη και στον ήλιο, μαζί με κοσμήματα από κοχύλια και πηλό και τους χαρακτηριστικούς χάλκινους κρίκους που φορούν οι γυναίκες στον λαιμό τους. Φτιάχνονται sur mesure, δείχνουν ότι είναι παντρεμένες και δεν βγαίνουν ποτέ από τη θέση τους. Οι γυναίκες της φυλής αλείφουν τα μαλλιά τους με ένα μείγμα από κόκκινη λάσπη και λίπος και τα πλέκουν δεκάδες κοτσιδάκια. Φορούν δέρματα και πολύχρωμα βραχιόλια, ο κορμός από τη μέση και πάνω είναι ακάλυπτος. Το βράδυ κοιμόμαστε σε ένα lodge στην άκρη του χωριού. Ο ήλιος, βασιλεύοντας, διαθλάται σε ομάδες γυναικών που επιστρέφουν με τα πόδια τραγουδώντας. Γαλήνη.

Το άλλο πρωί, στον δρόμο, μας κλείνει το πέρασμα μια ομάδα παιδιών. Χορεύουν σαν τρελά κουνώντας γοφούς και χέρια, κάποια από αυτά πάνω σε ξυλοπόδαρα, κανονική χορογραφία. Τους δίνουμε ό,τι έχουμε, μολύβια και μπλοκ. Πιο κάτω, στο ποτάμι, πλένονται νεαρά κορίτσια. Το πάνω μέρος του κορμού τους είναι ακάλυπτο, το δέρμα εβένινο, το στήθος μάρμαρο. Μας μιλούν γρήγορα, γελούν, βάζουν τα χέρια μέσα από τα ανοικτά παράθυρα του τζιπ και βουτούν τα πλαστικά μπουκάλια του νερού. Το πλαστικό είναι πολύτιμο στην Αφρική. Περνάμε από τους Karo με τα λευκά ζωγραφισμένα στίγματα σε πρόσωπο και σώμα-μας ζωγραφίζουν κι εμάς, χιλιάδες τελίτσες στο δέρμα μας-, από τους Νyangatom, τους Daasanach, τους Ari.

Τα κορίτσια πιάνονται από τη μέση και χορεύουν τραγουδώντας. Όλες οι φυλές έχουν αυστηρή κοινωνική διαστρωμάτωση, έντονη αίσθηση του ανήκειν και συνήθως φοβερή αντιπαλότητα μεταξύ τους. Οι πιο ιδιαίτεροι απ’ όλους, όμως, είναι οι Mursi. Ξυπνάμε στις 5 το πρωί, για να κάνουμε μία ώρα δρόμο μέχρι το χωριό τους. Φτάνουμε με την ανατολή. Οι καλύβες είναι χτισμένες γύρω από ένα τεράστιο δέντρο στο οποίο οργιάζουν τα πουλιά. Θυμίζει το δέντρο της ζωής στην ταινία Avatar.

Οι γυναίκες σκουπίζουν βιαστικά το χώμα και στρώνουν την πραμάτεια τους. Φορούν πήλινους δίσκους στα χείλη και στα αυτιά. Είναι ψηλές και αγαλματένιες, μας κοιτούν βλοσυρά όταν τις φωτογραφίζουμε και θέλουν μόνο να ψωνίσουμε. Οι κοινωνίες είναι αυστηρά πατριαρχικές εδώ. Ο αρχηγός συντονίζει την κατάσταση, τις σπρώχνει να σταθούν για φωτογραφία. Είναι μέρος της συμφωνίας, μοιάζει να τους λέει. Απρόθυμα στέκονται ακίνητες και παγωμένες. Όταν κατεβάζουμε τις κάμερες, μας δείχνουν τα παιδιά τους, τα σημάδια στα χείλη τους από τους δίσκους, αγγίζουν τα μαλλιά μας, γελούν. Συλλαβίζουμε τα ονόματά τους και εκείνες τα δικά μας.

ΠΑΣΧΑ ΣΤΗ ΛΑΛΙΜΠΕΛΑ
Από την Τζίνκα πετάμε για τη Λαλιμπέλα. Είναι Μεγάλη Παρασκευή και θέλουμε να είμαστε εκεί για την απογευματινή λειτουργία. Έντεκα μονολιθικές εκκλησίες του 11ου αιώνα, σκαλισμένες στον βράχο, μας στέλνουν κατευθείαν στην εποχή της Βίβλου. Τέτοια είναι και τα πρόσωπα που συναντάμε, με αυτή την ένταση και τη λατρεία. Τυλιγμένοι με τα γιορτινά λευκά τους, χωριστά οι γυναίκες από τους άντρες, άλλοι στέκονται όρθιοι, άλλοι κάθονται στα βράχια, όλοι προσκυνούν και όταν χτυπούν τα τύμπανα χορεύουν και ψέλνουν με όλη τους την καρδιά. Η Λειτουργία είναι ένα κράμα χριστιανισμού και ανιμισμού. Τα ιερά τύμπανα φυλάσσονται στην εκκλησία και αποτελούν μέρος του τελετουργικού. Τα κρούουν οι ιερείς με έναν διαρκώς αυξανόμενο ρυθμό, τραγουδώντας και χορεύοντας.

Η αποκάλυψη όμως είναι η Ανάσταση, την επομένη. Κάνουμε τον γύρο των εκκλησιών-η πιο διάσημη είναι του Αγίου Γεωργίου, ένας ογκολιθικός σταυρός σκαλισμένος στον βράχο. Οι πιστοί, μαζεμένοι από νωρίς, τυλιγμένοι στα λευκά, κρέμονται στο χείλος σαν τα τσαμπιά. Κανείς δεν πέφτει και όλοι τραγουδούν σαν μεθυσμένοι, όλο και πιο δυνατά. Η Λειτουργία καταλήγει σε έναν ξέφρενο, λυτρωτικό χορό. Πόσο ταιριαστό για την Ανάσταση του Θεανθρώπου, σκέφτομαι. Μπροστά μας περνούν λιτανείες με χρυσοστόλιστες τελετουργικές ομπρέλες, ιερείς με πολυτελή άμφια και τεράστια τύμπανα. Δεν φεύγουμε πριν από τις 2 το πρωί.

Ανήμερα το Πάσχα είμαστε καλεσμένοι στην αυλή της οικογένειας του οδηγού μας. Ντυμένοι στα γιορτινά άσπρα, ατσαλάκωτοι, ανάβουν φωτιά, ψήνουμε παϊδάκια, χορεύουμε. Το βράδυ απογειωνόμαστε μαζί τους στην τοπική ντίσκο. Είναι υπόγεια, έχει κόκκινα φώτα νέον και εμφανές μπετόν, όχι από άποψη. Το κτίριο είναι ημιτελές. Κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια με ένα σφίξιμο, για να περάσουμε τελικά μία από τις ωραιότερες βραδιές της ζωής μας. Οικογένειες με τα καλά τους πίνουν tej και μπίρα και χορεύουν. Δύο μουσικοί με krar (κιθάρα) και τύμπανο, ένας τραγουδιστής και μια χορεύτρια πηγαίνουν από τραπέζι σε τραπέζι και, καθώς τους ξέρουν όλους, ξεκινούν πειράζοντας τους θαμώνες. Ο κόσμος γελά, ανταπαντά και σηκώνεται να χορέψει eskista. Κουνούν μανιασμένα τους ώμους, ενώ οι γοφοί μένουν ακίνητοι. Ο ρυθμός είναι εξοντωτικός αλλά και εξιλεωτικός. Σηκωνόμαστε κι εμείς, είμαστε οι μόνοι faranji, χορεύουμε έξαλλα και αποθεωνόμαστε. Στο τέλος, όπως στα μπουζούκια παλιά, όλοι κολλούν χαρτονομίσματα στο μέτωπο του τραγουδιστή και της χορεύτριας. Είμαστε ευτυχείς.

Η λίμνη Τάνα είναι μεγάλη σαν θάλασσα, στα νησιά της υπάρχουν μοναστήρια του 14ου αιώνα με μοναδικές τοιχογραφίες. Περνάμε από τις πηγές και τους καταρράκτες του Γαλάζιου Νείλου, αφήνουμε πίσω μας μια πορτογαλική σχοινένια γέφυρα του 15ου αιώνα, και κατευθυνόμαστε προς το Γκοντάρ, το Κάμελοτ της Αφρικής. Πρωτεύουσα της Αιθιοπικής Αυτοκρατορίας το πάλαι πότε, ιδρύθηκε τον 17ο αιώνα από τον βασιλέα Φασιλίδη και τα κάστρα της, καλοδιατηρημένα και επιβλητικά, είναι μνημεία παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO. Δεν θυμίζουν Αφρική, αλλά Αγγλία της αντίστοιχης εποχής. Στα Λουτρά του Φασιλίδη γιορτάζονται θεαματικά τα Επιφάνια, η άλλη μεγάλη γιορτή της Αιθιοπικής Εκκλησίας. Η τελευταία μας στάση θα είναι τα όρη Σίμιεν. Σχεδόν μία ώρα μακριά από το Γκοντάρ με το λεωφορείο, και μετά πεζοπορία σε ένα εξωπραγματικό τοπίο, όλο κάθετα ηφαιστειογενή βράχια. Βαδίζουμε για να βρούμε τους μπαμπουίνους Gelada και τελικά μας βρίσκουν αυτοί. Κανείς δεν θέλει να κατεβεί, κανείς δεν θέλει να φύγει. Έχουμε ερωτευτεί τη χώρα και τους ανθρώπους της.

Κείμενο
ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΥΣΗ