Την ημέρα αυτή, οι ρόλοι αντιστρέφονται στα χωριά αυτά, καθώς όλες τις θέσεις εξουσίας καταλαμβάνουν οι γυναίκες, ενώ οι άνδρες ασχολούνται με τα οικιακές εργασίες. Έτσι, βλέπουμε γυναίκες τροχονόμους να σταματούν τους περαστικούς και να μην τους επιτρέπουν να περάσουν εάν δεν πληρώσουν αντίτιμο. Με το ποσό που θα συγκεντρωθεί θα πληρωθούν οι οργανοπαίκτες. Όσο για τους άνδρες, παραμένουν στα σπίτια και ασχολούνται με τις οικιακές εργασίες, φροντίζοντας και τα μικρά παιδιά. Αν, πάλι, κάποιος βρεθεί στο δρόμο και πλησιάσει το γλέντι των γυναικών, αυτές τον κυνηγούν, τον καταβρέχουν και του βγάζουν τα ρούχα αφήνοντάς τον με τα εσώρουχα.
Για αυτό το έθιμο ονομάζεται και «βρεξούδια». Για το μπουγέλωμα όσων ανδρών τολμήσουν να βγουν από το σπίτι και πλησιάσουν το χώρο που οι γυναίκες γλεντούν έως αργά το βράδυ. Ακόμη και οι πολιτικοί άρχοντες που θα θελήσουν να δουν από κοντά το έθιμο, θα πρέπει να φορέσουν μαντίλα στο κεφάλι και ποδιά στη μέση. Διαφορετικά, κινδυνεύουν να γίνουν «παπί». Ενημερωτικά οι επισκέπτες, που θα θελήσουν να δουν από κοντά το δημοφιλές έθιμο, δεν κινδυνεύουν να γίνουν μούσκεμα.
Το έφεραν οι πρόσφυγες: Το έθιμο προέρχεται από την Βόρεια και Ανατολική Θράκη, απ’ όπου οι πρόσφυγες το μετέφεραν στην περιοχή των Σερρών μετά το 1923. Φέτος μάλιστα η αναβίωση του συμπίπτει με τη συμπλήρωση 100 χρόνων από την προσφυγιά και την εγκατάσταση στις νέες πατρίδες. Οι ρίζες του εθίμου πρέπει να αναζητηθούν στην αρχαιότητα, παραπέμπει και στην θρυλική Λυσιστράτη του Αριστοφάνη, με τον τ. Διευθυντή Ερευνών του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών Γεώργιο Αικατερινίδη να το χαρακτηρίζει «απόηχο» πανάρχαιας γονιμικής εορτής. «Με την παραπάνω πρωτογενή μορφή του το έθιμο είχε έντονο γονιμικό χαρακτήρα, με εντυπωσιακή ομοιότητα προς ανάλογες γυναικείες τελετές της αρχαιότητας, ιδιαίτερα με τα Θεσμοφόρια και τα Αλώα» αναφέρει ο ίδιος σε σχετική του έρευνα.
Η γιαγιά Μπάμπω: Κεντρικό πρόσωπο του εθίμου είναι η γιαγιά, η «Μπάμπω» όπως την αποκαλούν, η οποία παλαιότερα βοηθούσε τις έγκυες να γεννήσουν. Στο πρόσωπο της Μπάμπως-της μαμής δηλαδή-η έννοια της μητρότητας βρίσκει διαχρονικά την καλύτερη έκφραση. Ουσιαστικά το έθιμο καθαγιάζει την τεκνοποιία, υποδηλώνοντας συμβολικά την επιθυμία για ισότητα των δύο φύλων. Όλα αυτά βέβαια σε εποχές που δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τη σημερινή. Νωρίς το πρωί της Κυριακής, γυναίκες ντυμένες με παραδοσιακές θρακιώτικες στολές πηγαίνουν στο σπίτι της Μπάμπως, συνήθως είναι η πιο ηλικιωμένη γυναίκα του χωριού, όπου της προσφέρουν δώρα και την «βρέχουν» με βασιλικό, τιμώντας την-με αυτόν τον τρόπο-επειδή τις βοήθησε να φέρουν στο κόσμο τα παιδιά τους.
Στη συνέχεια κρεμούν στο λαιμό της τη λεγόμενη «μπουρλιά»-μια χειροποίητη γιρλάντα φτιαγμένη με καλαμπόκι, ξηρά φρούτα και καραμέλες-που συμβολίζει το νεογέννητο παιδί. Η Μπάμπω κερνάει τις γυναίκες γλυκά και κρασί, δίνοντας το έναυσμα για το ολοήμερο γλέντι που θα ακολουθήσει και βέβαια κανένας άνδρας δεν θα πρέπει να επιχειρήσει να προσεγγίσει γιατί τον περιμένει-κυριολεκτικά-«ψυχρολουσία». Χορεύοντας στο ρυθμό της παραδοσιακής γκάιντας, και επάνω σε ένα στολισμένο κάρο, η Μπάμπω μεταφέρεται στις γειτονιές του χωριού ώστε να την δουν και να τη συγχαρούν και οι υπόλοιπες γυναίκες που όλες μαζί καταλήγουν στην κεντρική πλατεία για να ξεκινήσει το μεγάλο γλέντι.
Οι θρακιώτικοι σκοποί και χοροί, όπως το «ζουναράδικο», η «μπαιντούσκα», ο συρτός κ.ά., έχουν την τιμητική τους με τις γυναίκες να ξεφαντώνουν έως αργά το βράδυ. Παλαιότερα το γλέντι συνεχιζόταν με το λεγόμενο «συμπόσιο», μόλις έπεφτε το σκοτάδι, σε καφενείο της πλατείας και σε αυστηρά περιορισμένο κύκλο. Μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, χωρίς αντρική παρουσία, οι παντρεμένες γυναίκες του χωριού συνέχιζαν τη διασκέδαση έως τις πρώτες πρωινές ώρες. Ακόμη και οι οργανοπαίκτες, ήταν κρυμμένοι πίσω από προπέτασμα για να μη βλέπουν το γλέντι των γυναικών. «Μόνες πια, κλεισμένες στο απόρθητο φρούριό τους, μακριά από κάθε αδιάκριτο μάτι και χωρίς την αντρική παρουσία, κάνουν και λένε τα πιο απίθανα πράγματα. Τα ελευθερόστομα τραγούδια και ανέκδοτα βρίσκονται στην πρώτη θέση. Οι χοροί συνεχίζονται στον ξέφρενο ρυθμό της παννυχίδας οι δε οργανοπαίκτες είναι χωρισμένοι από ένα προπέτασμα, για να μη βλέπουν ό,τι γίνεται» αναφέρει στη μελέτη του «Θρακιώτικα έθιμα στη Μονοκλησιά Σερρών» ο ιστορικός και ερευνητής Πέτρος Σαμσάρης.