«Άμα αυτοί, σαν τα γκρεμόχορτα, είχαν αγκριφωθεί από τιs απάνθρωπες ετούτες γκρίζες πέτρες, πια δεν ξεκολνούσαν όσο και αν στέκεται ο κόσμος (...). Τα κορμιά τους και οι ψυχές τουs είχαν πάρει τα χρώματα και τη σκληράδα τηs πέτρας, είχαν γίνει ένα μαζί της». Αυτά γράφει ο Καζαντζάκης στις «Αδερφοφάδες» του για τους «ξεροκέφαλους Ηπειρώτες», όπωs τους λέει, και για τον σκληρό ετούτο τόπο που διάλεξαν, τον «ζυμωμένο» με τον ιδρώτα των αγώνων τους. Αγώνες για επιβίωση, για κυριαρχία πάνω στη φύση, για απελευθέρωση στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας.
Τα Τζουμέρκα είναι ανθρωποκεντρικά. Αυτό το καταλαβαίνεις από το πώς η τραχιά πλάτη της Πίνδου ορίζει τη μοίρα των ανθρώπων. Πώs τα αγριεμένα νερά του Άραχθου δίνουν ζωή και ομορφιά, αλλά και πώς απομυζούν την ενέργεια των ανθρώπων που πρέπει να «βουτήξουν» μέσα και μετά να ανεβούν πάλι για να φτάσουν στους απέναντι τόπους. Που πρέπει να νικήσουν τη βαρύτητα και να γεφυρώσουν τις όχθεs του για να έχουν πρόσβαση στα πεδινά, στο ψωμί και στις δουλειές.
Για να γνωρίσεις τα Τζουμέρκα, πρέπει να επιστρατεύσεις όλες σου τις αισθήσεις. Την όραση που δροσίζεται στα τρεχούμενα νερά, που γαληνεύει όταν ακουμπάει στο απέραντο πράσινο, που σκουντουφλάει στιs οδοντωτές κορυφές, τις παρόμοιες με πύργους του Μεσαίωνα, όπωs τις αποκαλεί ο Κρυστάλλης. Επιστρατεύεις την ακοή για την ιστορία που θα αφηγηθεί το ηπειρώτικο τραγούδι στον μακρόσυρτο σκοπό του. Μετά σειρά έχει η αφή, για τη ζεστή χειραψία του Τzουμερκιώτη που δεν θέλει να σε βλέπει όρθιο.
Που θα σου φέρει ένα κέρασμα και η αίσθηση της γεύσης θα «ενεργοποιηθεί» από το αψύ τσίπουρο, από το γλυκό μέλι, από το ακόμα πιο γλυκό καρυδάκι στο κουτάλι σου. Στα Τζουμέρκα όμως η όσφρηση δεν θα μείνει παραπονεμένη, θα την κεντρίσει η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος, της ρίγανης, του δυόσμου και του έλατου. Τελικά, για να μπεις βαθύτερα μέσα στην τζουμερκιώτικη ψυχή δεν χρειάζεται η έκτη αίσθηση. Χρειάζεται μόνο να ανοιχθείς και να αφεθείς στα διδάγματα των ανθρώπων που έμαθαν να επιβιώνουν στην πέτρα.
Κείμενο
ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΟΡΥΛΛΑ