Βαρύς ο χειμώνας στην Ήπειρο. Το κρύο τσουχτερό και οι μύτες κατακόκκινες, έτρεχαν ασταμάτητα. Το χιόνι πολλές φορές έφτανε ως το γόνατο. Οι χωριανοί, από νωρίς το φθινόπωρο, φρόντιζαν να υψώσουν στοίβες από ξύλα για το τζάκι και να προμηθευτούν τ’ αναγκαία τρόφιμα, φασόλια, φακές, ρεβίθια και από τον Αύγουστο ακόμα, τον απαραίτητο τραχανά για το μακρύ χειμώνα που θα ’ρχονταν σε λίγο.
Τα Χριστούγεννα είναι η πιο μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παλιές παραδόσεις και έθιμα, με επιρροές από τη θρησκεία, αλλά και τον αγώνα για την καθημερινότητα έρχονται από το βάθος του χρόνου στην Ήπειρο και τηρούνται μέχρι σήμερα. Στην Ήπειρο έχουμε μια πολύ ωραία συνήθεια που βασίζεται σε μια παλιά παράδοση. Όταν γεννήθηκε ο Χριστός και πήγαν οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό κλωνάρι από πουρνάρι και έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι του, έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό φωτιές, τριξίματα και κρότους.
Από τότε στα χωριά της Άρτας, όσοι πάνε στο γείτονα για χρόνια πολλά κρατούν είναι κλαδί πουρνάρι που καίει τρίζοντας. Ακόμα και τα παιδιά τα παντρεμένα, που επιστρέφουν στο σπιτικό τους, κρατούν από ένα κλαδί πουρνάρι που καίει και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού. Στα Γιάννενα κρατούν στα χέρια τους δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα που τα πετούν στο τζάκι μόλις μπουν και εύχονται « αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς».
Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη: να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα παιδιά του και να του φέρουν νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δεν θ’ αφήσουν το όνομα το πατρικό να σβήσει. Η προετοιμασία για τον εορτασμό των Χριστουγέννων στην Ήπειρο ξεκινάει από τον Νοέμβριο. Συγκεκριμένα από τη γιορτή του Αγίου Αντρέα, όπου οι Ηπειρώτισσες έβραζαν τα παραδοσιακά μπόλια. Δηλαδή καλαμπόκι και άλλα όσπρια μαζί.
Ο στολισμός στο σπίτι γινόταν με κλαδιά φλαμουριάς ή κουμαριάς. Στη συνέχεια παρασκεύαζαν κουλούρια, γλυκά και χριστόψωμα. Σαρακατσαναίοι παρασκεύαζαν δυο ειδών Χριστόψωμα. Το πρώτο είναι για το Χριστό με πολλά κεντίδια για να τους φυλάει και να τους βλογάει, το δεύτερο η τρανή χριστοκουλούρα είναι για τα πρόβατα, παριστάνεται με ζύμη όλη η ζωή της στάνης. Ένας μεγάλος σταυρός, και το φεγγάρι με πολλά λουλούδια.
ΤΑ ΣΠΑΡΓΑΝΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Την παραμονή της μεγάλης γιορτής, εμείς, τα παιδιά, αλλού είχαμε το νου μας: στις τηγανίτες της πλάκας. Εκεί είχαμε τις απαντοχές μας. Θα μας φκιά’εις τ’γανίτις μάνα; | Θα σας φκιάκω. | Τ’ς πλάκας; | Τ’ς πλάκας. Μαναχά τ’ φωτιά ν’ αρματώστε εσείς. Κάθε παραμονή όλο το χωριό έφτιαχνε τηγανίτες της πλάκας. Και η μάνα που ήξερε πόσο τις περιμέναμε, δε μας χάλαγε ποτέ χατίρι. Μόνο που όλα έπρεπε να γίνουν με σεβασμό και τάξη, κατά πώς ορίζουν τα έθιμά μας. Γιατί το έδεσμα αυτό δεν ήταν απλές τηγανίτες, ήταν «τα σπάργανα» του Χριστού και γι’ αυτό ευλογημένες από τη θρησκεία μας. Αν κι αυτό πολύ λίγο μας απασχολούσε. Εμείς μόνο τα γουργουρητά της κοιλιάς μας ακούγαμε.
Ανάλογες, λοιπόν, ήταν και οι προετοιμασίες. Άρχιζαν από το πρωί της παραμονής. Η μάνα διάλεγε μια μεγάλη μαύρη πλάκα, την έπλενε καλά και την απίθωνε δίπλα στο τζάκι. Κοσκίνιζε ύστερα το αλεύρι κι ετοίμαζε τα σκεύη για το ζύμωμα. Μη φανατιστείτε εκλεκτά υλικά (φαρίνα, αβγά, μπαχαρικά κλπ.). Σκέτο σταρένιο αλεύρι-που μοσχομύριζε είναι αλήθεια-και νερό. Σε μας δεν απέμενε παρά «ν’ αρματώσουμε » τη φωτιά. Βλέπεις, η φωτιά εκείνο το βράδυ έπρεπε να είναι ξεχωριστή. Να καίει απ’ όλα τα είδη των κλαριών. Τα σπάργανα του Χριστού θα έψενε, δεν ήταν παίξε γέλασε.
Ξαμολιόμασταν λοιπόν, για να συνάξουμε όσο περισσότερα είδη ξύλων μπορούσαμε. Και το βράδυ η πλάκα πάνω στην πυροστιά έψηνε τις μεγάλες, απλαδωτές, αλάδωτες τηγανίτες. Κάτι σαν τις σημερινές πίτες για τα σουβλάκια. Και σα γίνονταν σωρός στο ταψί, αντί για μέλι-πού να το βρίσκαμε;-ζαχαρόνερο. Τη μέρα των Χριστουγέννων οι νοικοκυρές, πέρα από τις διάφορες πίτες, κρεατόπιτες, κοτόπιτες, γαλατόπιτες, ετοίμαζαν και τα γιαπράκια. Τα γιαπράκια, κοινώς λαχανοντολμάδες, ήταν το βασικό πιάτο για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι και συμβόλιζε το φάσκιωμα του νεογέννητου Χριστού.
Η ονομασία «γιαπράκια» προέρχεται από την τούρκικη λέξη yaprak που σημαίνει «φύλλο». Την παραμονή, κυρίως στις πόλεις της Ηπείρου, τα παιδιά έβγαιναν στις γειτονιές να πούνε τα κάλαντα. Στα χωριά το έθιμο αυτό δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο γιατί το χειμώνα στην Ήπειρο το κρύο είναι τσουχτερό, αλλά και οι χωριανοί δεν είχαν χρήματα ή άλλα καλούδια για να τα φιλέψουν. Τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα της Ηπείρου έχουν ως εξής: | Ελάτε εδώ γειτόνισσες να πάμε να γυρίσουμε | κι εσείς γειτονοπούλες και βάγια να σκορπίσουμε | τα σπάργανα να φτιάξουμε να βρούμε και την Παναγιά | και το Χριστό ν’ αλλάξουμε όπου μας φέρνει τη χαρά | Τα σπάργανα για το Χριστό ελάτε όλες σας εδώ.
Οι κάτοικοι των χωριών της Ηπείρου είναι πολύ φιλόξενοι κι όχι μόνο τα Χριστούγεννα. Σαν περνούσε στο δρόμο ξένος ή στρατοκόπος, τον καλούσαν στο σπίτι τους για φαγητό. «Κόπιασε στο σπίτ’ να φάμε ψωμί». Η φιλοξενία ήταν θεσμός για τους αρχαίους Έλληνες να υποδέχονται και να περιποιούνται τους ξένους στα σπίτια τους. Το θεωρούσαν ηθικό χρέος και ιερό κανόνα των θεών «Ξένιος Ζεύς». Η παράδοση αυτή χαρακτηρίζει και τους σημερινούς Ηπειρώτες. Στο θεσμό της φιλοξενίας αναφέρεται και το διήγημα του Ηπειρώτη ποιητή Χρήστου Χρηστοβασίλη «Φιλοξενία».
Κείμενο
ΑΠΟΣΤΟΛΗΣ Δ. ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ