14.4.23

Ήπειρος: Καλαρρύτες

ΑΕΤΟΦΩΛΙΑ ΣΤΟΝ ΒΡΑΧΟ
«Οι Καλαρίτες το 1815 αριθμούσαν 580 βλάχικες οικογένειες εγκατεστημένες σε έναν τόπο που θα ταίριαζε περισσότερο να φωλιάζουν αετοί και όρνια παρά άνθρωποι. Κτισμένη σε επάλληλα επίπεδα, άρχιζε από τα χείλη της αβύσσου και υψωνόταν προς τα πάνω...». Με αυτά τα λόγια ο Γάλλος περιηγητής Φραγκίσκος Πουκεβίλ περιγράφει τους Καλαρρύτες, έναν τόπο περιστοιχισμένο από τον ορεινούς όγκους του Λάκμου και των Τζουμέρκων. Έναν τόπο που «ζυμώθηκε» μαζί με την πέτρα, έγινε ένα με αυτή, κατόρθωσε να την υποτάξει και να τη βάλει σε καλντερίμια, σε τοίχους, σε σκεπές, σε βρύσες, σε εκκλησιές, παντού.

H πρώτη σκέψη-καθώς ανηφορίζεις προς τα 1.200 μέτρα των Καλαρρυτών-πάει στους μετρημένους στα δάχτυλα πια κατοίκους που ξεχειμωνιάζουν σε αυτήν την «αετοφωλιά». Οι δεύτερες σκέψεις είναι πιο πεζές: Αν τα αθλητικά που φοράς είναι κατάλληλα για το λιθόστρωτο καλντερίμι, αν οι μπαταρίες της φωτογραφικής φτάσουν για να τραβήξεις το θέαμα των κορυφών που ανοίγεται μπροστά σου ή για τα όσα θα ανακαλύψεις. H πρώτη στάση είναι στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου με το πέτρινο καμπαναριό τηs. Είναι Βασιλική του 15ου αιώνα στην οποία φυλάσσονται χαρακτηριστικά δείγματα αργυροχοΐας των Καλαρρυτινών μαστόρων.

Συνεχίζοντας στο καλντερίμι προς την πλατεία του χωριού θα περάσετε από βρύσες, όπως είναι η στεγασμένη Γκούρα, αλλά και νερόμυλους, ακόμα σε λειτουργία. Ζητήστε από τουs ντόπιουs να σας δείξουν και τα αρχοντόσπιτα που στέκουν ακόμα στο χωριό, όπωs είναι αυτό τηs γνωστής οικογένειας Νέσση ή του έμπορου Παράσχη, σήμερα γνωστό ως διατηρητέο οίκημα Κασαρία Φασούλα. Φτάνοντας στην πλατεία, η οποία με τα αμφιθεατρικά της σκαλοπάτια θυμίζει μικρό θέατρο, θα ξεχωρίσετε τη μαρμάρινη στήλη με τουs Καλαρρυτινούς που ήταν μέλη της Φιλικής Εταιρείας.

H επόμενη στάση είναι σχεδόν επιβεβλημένη: Στο καφενείο-παντοπωλείο του Ναπολέοντα σερβίρεται καφέs, τσίπουρο, μαγειρευτό φαγητό και μπόλικες ιστορίες από την περιοχή. Επιτρέψτε στον εαυτό σας να γίνει μέροs της παρέας που σχηματίζεται εδώ και δεχτείτε το κέρασμα από παππούδες όπωs είναι ο μπαρμπα-Τάκης που εδώ και καιρό δεν βλέπει πολλούς νεοφερμένους στο χωριό του. Αν έχετε χρόνο, ανηφορίστε στον δρόμο που βγάζει στα Τρίκαλα και που πρόσφατα ασφαλτοστρώθηκε. Οδηγώνταs μέσα στο αλπικό-λόγω του υψόμετρου-τοπίο θα σας εντυπωσιάσει κυρίως η «γύμνια» και η μεγαλοπρέπεια του Λάκμου, στις πλαγιές του οποίου βρίσκεστε.

ΙΚΑΝΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ, ΠΕΡΙΦΗΜΟΙ ΑΡΓΥΡΟΧ00Ι
Οι Καλαρρύτες μαζί με το Συρράκο και το Ματσούκι είναι τα χωριά των ελληνόφωνων Βλάχων της περιοχής. Οι ιστορικοί υποθέτουν ότι οι λόγοι εγκατάστασης σε τόσο ορεινές περιοχές είχαν να κάνουν με τον έλεγχο των περασμάτων μεταξύ Θεσσαλίας και Ηπείρου, αλλά και την ύπαρξη μεγάλων βοσκότοπων. Επειδή ήταν δυσπρόσιτα τα χωριά, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας εξασφαλίζουν αυτοδιοίκηση και μερική φοροαπαλλαγή υπό την προστασία της Βαλιδέ Σουλτάνας (Βασιλομήτορος). Τα προνομιούχα αυτά χωριά ονομάζονται Ελεύθερα (Ελευθεροχώρια).

Οι Καλαρρύτες στην κοινοτική τους ομοσπονδία περιλαμβάνουν και το Ματσούκι, ενώ το γειτονικό Συρράκο αποτελούσε μια άλλη μητροκωμία με 42 χωριά. Αυτή η ανεξαρτησία των χωριών, σε συνδυασμό με τη διατήρηση της θρησκείας και της γλώσσας, θα δώσει ώθηση στην πνευματική και οικονομική ανάπτυξή τους. «Οι ταξιδεμένοι Βλάχοι μιλούν αρκετές ξένες γλώσσες και έχουν καλές βιβλιοθήκες», γράφει ο Πονκεβίλ. Στο τέλος του 18ου αιώνα το εμπορικό δίκτυο που έχει οργανωθεί είναι τέτοιο που τα βιοτεχνικά προϊόντα που παράγονται σε Καλαρρύτες και Συρράκο φτάνουν σε όλη την Ευρώπη.

Μάλιστα, ο στρατός του Ναπολέοντα προμηθεύτηκε από το Συρράκο 25 χιλιάδες κάπες. Στους Καλαρρύτες ένα άλλο κομμάτι του πληθυσμού είχε ασχοληθεί πολύ επιτυχημένα, με την ασημουργία. Οι Καλαρρυτινοί αργυροχόοι γίνονται διάσημοι, κυρίως στα Επτάνησα και στην Ιταλία. Οι σημερινοί γνωστοί οίκοι κοσμημάτων Bulgari (Βούλγαρης) και Nessi (Νέσση) ιδρύθηκαν από οικογένειες με ρίζες στους Καλαρρύτες. Οι δυο κοινωνικές τάξεις της εποχής είναι οι ραφτάδες και οι κτηνοτρόφοι.

Η παρακμή των χωριών έρχεται με την επανάσταση τον 1821, όταν Τούρκοι και Αλβανοί καίνε τα χωριά για να καταπνίξουν τις επαναστατικές τάσεις των Βλάχων αλλά και, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, για να ελέγχουν το πέρασμα από και προς τα Γιάννενα. Οι κάτοικοι θα εγκαταλείψουν τις εστίες τους και θα καταφύγουν κυρίως στα Επτάνησα. Μετά την απελευθέρωση της Ηπείρου το 1913, τα χωριά γνωρίζουν μια μικρή ανάκαμψη, αλλά η τελική πτώση έρχεται με τους γερμανικούς βομβαρδισμούς και τις πυρπολήσεις σπιτιών κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Σήμερα Καλαρρύτες και Συρράκο θεωρούνται διατηρητέοι οικισμοί.