Κοιτάμε κάτω από το παράθυρο του ελικοπτέρου αυτήν τη «μαύρη ράχη» που ποτίστηκε με το αίμα των υπερασπιστών της Ψαριανών στην Καταστροφή των Ψαρών, στις 21 Ιουνίου του 1824. Αχνά, πολύ αχνά θυμόμαστε ότι αυτήν τη φορά οι Ψαριανοί δεν έδωσαν τη μάχη στη θάλασσα, στο στοιχείο τους, αλλά στην ξηρά, υπερασπιζόμενοι τον τόπο τους από τους Τούρκους, που κατά πολύ περισσότεροι, προχωρούσαν, σφάζοντας και καίγοντας ό,τι έβρισκαν μπροστά τους. Και ότι κλείστηκαν στο Παλαιόκαστρο, όπου για δύο μέρες άντεξαν στην πολιορκία, και όταν είδαν πως δεν μπορούσαν να διασπάσουν τον κλοιό, έβαλαν φωτιά-με τον ίδιο δαυλό που ο Ψαριανός ήρωας, ο Κωνσταντίνος Κανάρης, πυρπολούσε τα τουρκικά πλοία στις ναυμαχίες-και τίναξαν στον αέρα την πυριτιδαποθήκη του Κάστρου, με την υπέροχη απόφαση ότι με τον θάνατό τους κέρδισαν για πάντα την ελευθερία τους.
Πήραν όμως μαζί τους και πολλούς Τούρκους. Και έμειναν τα βράχια και τα λιγοστά χορτάρια, ποτισμένα με αίμα και κατάμαυρα από τις φλόγες της Καταστροφής. Κι είναι αυτό το Ολοκαύτωμα που άνοιξε τις πύλες της Ιστορίας, διάπλατα, και υμνήθηκε από τον Σολωμό και τον Κάλβο, τη Δόξα ζωγράφισε ο Γύζης, μπήκε στα σχολικά μας αναγνωστικά στις καλές εποχές που ο πατριωτισμός ήταν αρετή και όχι εμπόδιο στην «παγκοσμιοποίηση».
Ούτε ρίζα στη γη: Βράχος κατάξερος η Ράχη. Ούτε δεντρί, ούτε θάμνος, τίποτα με ρίζα στη γη. Μόνο πέτρες, τοπίο ερημιάς, να μην πατήσει πόδι εκεί που έγινε ο τάφος των ανδρών του νησιού και των προσφύγων από την κοντινή Χίο. Και στη σκιά της Ράχης, κουρνιασμένα, λευκά σπιτάκια, κοντά κοντά, σαν ένα πρώτο χαμόγελο σε ένα πρόσωπο που είδε πολλά και έπαθε περισσότερα. Αυτή ήταν μια πρώτη ματιά, από ψηλά, στα Ψαρά, που η καλή τύχη, η δημοσιογραφική, μας έφερε εκεί το πρωί της Κυριακής 27 Ιουνίου 2004, στις εκδηλώσεις για την 180στή επέτειο από την Καταστροφή των Ψαρών. O Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Κωνσταντίνος Στεφανόπουλος, που ήρθε στις 11 το ίδιο πρωί, σε επίσημη επίσκεψη-είχε ξαναπάει σε προσωπικό του προσκύνημα στα Ψαρά-με την παρουσία του έδωσε μεγάλη χαρά στους Ψαριανούς.
Είχαν έρθει και αράξει στα γαλανά νερά τρία σκάφη του Πολεμικού μας Ναυτικού, η Φ/Γ «Κανάρης», η πυραυλάκατος «Μαριδάκης», η κανονιοφόρος «Ορμή», για να τιμήσουν τη ναυτική επέτειο, την ηρωική πράξη της αυτοθυσίας των Ψαριανών, που προτίμησαν τον θάνατο από την ατίμωση και τη σκλαβιά! Πραγματική ημερομηνία, όπως σημειώσαμε, είναι η 21η Ιουνίου 1824, μετατέθηκε για την Κυριακή για να αφιερωθεί όλη η μέρα στην υποδοχή του Προέδρου της Δημοκρατίας και των επισήμων καλεσμένων. O Πρόεδρος έφθασε με το «Σινούκ», και προσγειώθηκε στο ελικοδρόμιο του νησιού. Το άλλο, το ιδιωτικό ελικόπτερο κατέβηκε μαλακά στο γήπεδο του χωριού, στη ρίζα του λόφου όπου δεσπόζει ο Ιερός Ναός του Αγίου Νικολάου.
Σήκωσε σύννεφα από σκόνη, για πότε άνοιξαν οι πόρτες, ένα γύρω, και πρόβαλαν Ψαριανές οικογένειες, με τα μωρά στο καροτσάκι, με τον δάσκαλο κ. Κώστα Βρατσάνο, που έσπευδε να προϋπαντήσει τον καλεσμένο του δημάρχου κ. Εμμανουήλ Αγαπούση, τον κ. Πρόδρομο Εμφιετζόγλου, που έρχεται κάθε χρόνο, δεν ξεχνά το νησί, βοηθάει το δημοτικό σχολείο. «Πρώτη φορά προσγειώθηκε σ’ αυτό το γήπεδο ελικόπτερο», μας είπαν, με το «Καλημέρα», και με πλατύ χαμόγελο. «Δεν φοβηθήκατε;». «Καθόλου, να μας έρχονται, αυτό θέλουμε. Και από ουρανού, ακόμη καλύτερα».
Και έτσι, με χαρούμενη συνοδεία πήραμε τον δρόμο για κάτω στην παραλία, όπου ήδη τα παιδιά των σχολείων, ντυμένα με τις ψαριανές ενδυμασίες, είχαν παραταχτεί για την υποδοχή του Προέδρου της Δημοκρατίας και των άλλων επίσημων καλεσμένων. Οι Ψαριανές νοικοκυρές είχαν βγάλει δίσκους με αμυγδαλωτά και καρυδόπιτα, για το πρώτο τρατάρισμα. Όλο το νησί ασβεστωμένο, μάντρες, πεζούλια, σκαλοπάτια. Και κάθε χαμηλό σπιτάκι είχε γλάστρες και γκαζοτενεκέδες, με λουλούδια και μυριστικά-γιατί το χώμα δεν σηκώνει το φύτεμα, και ας έχει άφθονο νερό, πηγές υπόγειες, το νησί των Ψαρών.
Άρωμα πατρίδας, θυμαρίσιο. Κατηφορίζοντας, περάσαμε από μια καινούργια, βαμμένη με ζωηρά χρώματα, παιδική χαρά, έρημη από παιδιά, γιατί όπως είδαμε, όλα τα Ψαρά ήταν έξω για την υποδοχή. Οι πιο ανήμποροι έσκυβαν στο πεζούλι του ανοιχτού τους παράθυρου, οι ηλικιωμένοι είχαν πάρει θέση στην προκυμαία. Γεμάτο από βάρκες το μικρό λιμανάκι, γιατί κανείς δεν διανοήθηκε να πάει για ψάρεμα, στην Επέτειο. H μπάντα του ναυτικού, οι ναύτες με τις λευκές στολές και τη σημαία βγήκαν από το «Κανάρης», έπαιξαν τον Εθνικό Ύμνο, ο Πρόεδρος επιθεώρησε το τιμητικό άγημα και μπήκε στη γεμάτη τάματα εκκλησία. Με τα πόδια η πορεία στην ανηφόρα και στη μεγάλη σκάλα που οδηγεί στον Άγιο Νικόλαο.
Σημαιοστολισμένο όλο το νησί, με τη γαλανόλευκη και με τη σημαία των Ψαρών, με το σύνθημα «Ελευθερία ή Θάνατος», αυτήν που τίμησαν οι ήρωες του νησιού, ο Κανάρης, ο Πιπίνος, ο Παπανικολής. Στο «Σημειωματάριο» της Τρίτης 29/6 δόθηκε η περιγραφή της υποδοχής και των εκδηλώσεων που περιελάμβανε το πρόγραμμα. Δοξολογία, με τον Μητροπολίτη Χίου, Οινουσσών και Ψαρών κ. Διονύσιο να πρωτοστατεί μαζί με τους παπάδες και τον Παπανικολή, παλιό θαλασσοδαρμένο ναυτικό που, αφού όργωσε τις θάλασσες, έγινε ιερέας και επί 33 χρόνια υπηρέτησε πατρίδα και ορθοδοξία κι ακόμη, πρώτος και καλύτερος. O Δωδεκανήσιος υπουργός Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής κ. Αριστοτέλης Παυλίδης ήταν ο εκπρόσωπος της κυβέρνησης, πλαισιωμένος από τον βουλευτή Χίου της Ν.Δ. κ. Γιάννη Πίττα και τη βουλευτή του ΠΑΣΟΚ, πρώην υφυπουργό, κ. Ελπίδα Τσουρή.
Το «Μεσολόγγι της θάλασσας»: Αλλά αυτά γράφτηκαν ήδη. Εκείνο που δεν γράφτηκε είναι ότι στο καλωσόρισμα του κάθε καλεσμένου, μαζί με το χαμόγελο, πρόσφεραν κι ένα κλωνί ανθισμένο θυμάρι-μην περιμένατε γαρύφαλλα ή γαρδένιες, άλλο λουλούδι δεν υπάρχει, οι νοικοκυρές τα ‘χουν σαν παιδιά τους, τα ποτίζουν, τα καμαρώνουν, δεν τα κόβουν, παρά μόνον για τον Επιτάφιο. Σ’ αυτό το κλωνί του θυμαριού, συμπυκνωμένο, όλο το άρωμα πατρίδας. Στην τραχιά πέτρα ριζωμένο, ποτισμένο από τη βροχή, δροσισμένο από τον πουνέντε, το θυμάρι είναι «από τα λιγοστά χορτάρια που ‘χαν μείνει στην έρημη γη», την αιματοβαμμένη.
Με τη Χίο, στα βορειοδυτικά, γέφυρα με την υπόλοιπη Ελλάδα, τα Ψαρά αριθμούν, όπως είπε ο δήμαρχος Ψαρών κ. Εμμανουήλ Αγαπούσης στο γεύμα «400 ψυχές όλες κι όλες, που κρατούν ζωντανή τη μνήμη των ηρώων του. Τα Ψαρά», είπε, «είναι το Μεσολόγγι της θάλασσας», δεν θα περάσει όμως από εκεί η Ολυμπιακή Φλόγα. Ζήτησε και τη συνδρομή της πολιτείας «να μην μας ξεχνάτε». Βλέποντας τα παιδιά του Δημοτικού και του Γυμνασίου να χορεύουν μπροστά στο Ηρώον των Πεσόντων, που το στόλιζε το δάφνινο στεφάνι του Προέδρου της Δημοκρατίας, καταλάβαινες πως τα Ψαρά περνούν τη σκυτάλη της μνήμης ευλαβικά κι επίμονα, από γενιά σε γενιά.
Όχι πως είναι «μακριά απ’ τον κόσμο», κάθε άλλο. Εχουν δύο σούπερ μάρκετ, το νησί έχει δρόμους, έχει και αυτοκίνητα, αλλά δεν υπάρχει συνεργείο ούτε αντλία βενζίνης, η Χίος φροντίζει γι’ αυτά και στέλνει μπιτόνια με βενζίνη. Έρχονται οι εφημερίδες, με το καράβι. 350 είναι οι μόνιμοι κάτοικοι, 2.000 όμως οι εγγεγραμμένοι στον ιστορικό δήμο Ψαρών. «Να ‘ρχονται όμως εδώ να ψηφίζουν» είναι η παραγγελιά των Ψαριανών στους συντοπίτες τους της Αθήνας.
«Πόσα παιδιά έχετε στο Δημοτικό», ρωτήσαμε τον κ. Κώστα Βρατσάνο, δάσκαλο του Δημοτικού. «20 παιδιά, 19 Ψαριανά κι ένα Αλβανάκι. Στα επόμενα 2 χρόνια θα ‘χουμε 30, θα προστεθεί και η έκτη τάξη». Είδαμε να χορεύουν τα παιδιά του Γυμνασίου και του Λυκείου και τα καμαρώσαμε. Και στο γεύμα, που το είχαν ετοιμάσει, με προσωπική τους εργασία, για εβδομάδες, τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου με τις οικογένειές τους, είδαμε πώς «τα βολεύουν» με τις κομματικές διαφορές. Στα Ψαρά δεν χωράει φανατισμός.
Ψηφίζεις αυτό που πιστεύεις και όταν έρθει η ώρα του κρασιού, τσουγκρίζεις με όλους το ποτήρι σου, να ένα ακόμη σύγχρονο «επίγραμμα» από τα Ψαρά με το γελαστό ανθρώπινο πρόσωπο. Μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: όταν λέμε «μας έκαναν το τραπέζι» αυτό συνέβη στην κυριολεξία. Με τα χέρια του ο δημοτικός σύμβουλος κ. Σάββας Ραγκούσης (της Ν.Δ.) έφτιαξε όλα τα τραπέζια. Οι Ψαριανές μαγείρεψαν και έστρωσαν λευκά λινά τραπεζομάντιλα, και οι αστακοί από τα αψάρευτα νερά και τα κατσικάκια των βράχων έπεσαν «υπέρ πατρίδος και επετείου».
Η «Μαύρη Ράχη» μένει να κουνά μαντίλι στον επισκέπτη που φεύγει. Μια τελευταία ματιά σαν να κοιτάς κατά πρόσωπο την Ιστορία. Ψαρά, κρατήσατε ένα μέρος από την καρδιά μας, όπως εμείς το κλωναράκι του θυμαριού. Να γυρίσουμε, να θυμόμαστε, να μην είναι η Δόξα μονάχη.