Διασχίζοντας το Αιγαίο: Φεύγοντας από τη Σύρο, περάσαμε ανοιχτά από τον κάβο του φάρου της Λιβάδας (την ανατολική άκρη της Τήνου) και βγήκαμε στην ανοιχτή θάλασσα με πορεία 12 μοίρες. Στα πρώτα μίλια ένα κοπάδι δελφίνια ακολουθούσε το σκάφος μας από απόσταση. Μετά, τίποτα. Θάλασσα και ουρανός μάς τύλιγαν από παντού. Ακριβώς οι συνθήκες που λάτρευε ο Φρόντις. Κρατώντας χαλαρά το τιμόνι και ρίχνοντας κάθε τόσο ματιές στην πυξίδα, ξεκίνησε έναν ακόμα από αυτούς τους μεγάλους μονόλογους-ξεναγήσεις του στον τόπο και την Ιστορία. «Στην Οδύσσεια, στη ραψωδία Γ΄, ο Όμηρος αναφέρει το νησί με το όνομα Ψυρίη.
Σήμερα οι μόνιμοι κάτοικοι δεν ξεπερνούν τους 400, στα μυκηναϊκά χρόνια όμως, τον 13ο και τον 12ο αιώνα π.Χ., ζούσε εδώ μια πολυάριθμη κοινότητα που ευημερούσε. Μέχρι σήμερα δεν έχουν εντοπιστεί τα ερείπια της πόλης όπου ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι, βρέθηκε όμως το νεκροταφείο, δίπλα στην αμμουδερή παραλία Αρχοντίκι, στα δυτικά. Οι αρχαιολόγοι έχουν ανασκάψει γύρω στους 50 κιβωτιόσχημους τάφους, με πολλές ταφές μέσα στον καθένα από αυτούς, όλες πλούσια κτερισμένες με αμφορείς, όπλα και κοσμήματα». Μέσα στις επόμενες ώρες είχα μάθει τα πάντα για την ιστορία, τη γεωλογία, τη γεωγραφία και τον πολιτισμό αυτών των δύο μικρών νησιών που βρίσκονται στα βορειοδυτικά της Χίου. «Αυτή είναι η Μαύρη Ράχη, των Ψαρών η ολόμαυρη ράχη.
Τα δύο ξωκλήσια που βλέπεις εκεί πάνω, ο Αη Γιάννης ο Πρόδρομος και η Αγία Άννα, είναι χτισμένα πάνω στα ερείπια αρχαίων κτισμάτων, πιθανότατα στο κέντρο ενός αρχαίου κάστρου από το οποίο σήμερα δεν σώζεται κανένα ίχνος. Εδώ πάνω οι Ψαριανοί είχαν τοποθετήσει κανόνια, και με αυτά προσπάθησαν να αποκρούσουν την επίθεση των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ, τον Ιούνιο του 1824. Οι 120 πολεμιστές Ψαριανοί που ήταν ταμπουρωμένοι εδώ πάνω, όταν είδαν ότι κάθε αντίσταση ήταν πλέον μάταιη, έβαλαν φωτιά στα μπαρουτοβάρελα και αυτοανατινάχθηκαν, παρασύροντας στον θάνατο και πολλούς από τους αντιπάλους τους». Λίγο πιο βόρεια, στη δυτική άκρη του μοναδικού οικισμού του νησιού, περίοπτος σαν φάρος, ξεχωρίζει ο επιβλητικός ναός του Αγίου Νικολάου. «Τον έχτισαν οι Ψαριανοί ανάμεσα στο 1785 και 1793, και τον αφιέρωσαν στον Άγιο Νικόλαο, να προστατεύει τους ναυτικούς τους που ταξίδευαν ήδη από τότε σε κάθε γωνιά της Μεσογείου με τα καράβια που ναυπηγούσαν οι ίδιοι.
Τα πιάτα που είναι εντοιχισμένα στους εξωτερικούς τοίχους του ναού είναι αυτά με τα οποία οι Ψαριανές νοικοκυρές έφερναν τα κεράσματα στους εργάτες. Ο ναός καταστράφηκε κατά τη λεηλασία του νησιού το 1824, και τότε χάθηκαν και όλα τα κειμήλιά του. Επισκευάστηκε όμως το 1863, και από τότε διατηρεί τη λαμπρότητά του, όπως τον βλέπεις».
Μεθυστική ομορφιά: Κάναμε τον περίπλου των Ψαρών με χαμηλή ταχύτητα, για να απολαμβάνουμε τα πανέμορφα τοπία. Στα 45 χιλιόμετρα της ακτογραμμής του νησιού μέτρησα 20 αμμουδερές και 18 βοτσαλένιες παραλίες, η μια πιο όμορφη από την άλλη. Μέσα στον όρμο του λιμανιού, εύκολα προσβάσιμες και με τα πόδια, μας εντυπωσίασαν οι παραλίες Λαζαρέτα και Μεγάλη Αμμος, με ψιλό βοτσαλάκι και μικρά κοχύλια. Στον μυχό της δυτικής πλευράς της Μαύρης Ράχης, πέντε λεπτά με τα πόδια από τον οικισμό, βρίσκεται η παραλία Κάτω Γιαλός. Στον όρμο του Αγίου Νικολάου, λίγο πιο βόρεια, βρίσκεται η παραλία Λάκκα με τα λευκά βότσαλα, η τεράστια και πανέμορφη αμμουδερή παραλία Αρχοντίκι, και πιο βόρεια ακόμα το Φτελιό, με τα πολύχρωμα βότσαλα και τα βαθιά νερά.
Αλλά οι πιο όμορφες παραλίες είναι αυτές της ανατολικής ακτής, με τα άγρια μαύρα βράχια από πίσω τους, τα ψιλά βότσαλα και τα βαθιά πελαγίσια νερά μπροστά τους, προσιτές μόνο με σκάφος. Μεθυσμένος από την ομορφιά, έμεινα να κοιτάω τη μια εικόνα του παραδείσου μετά την άλλη. Όταν ολοκληρώσαμε τον περίπλου, κοίταξα τον συνταξιδιώτη μου και είπα: «Διάλεξε εσύ. Εγώ δεν μπορώ να διαλέξω ποια είναι η ωραιότερη». «Την ωραιότερη δεν την είδες ακόμα», μου είπε ο Φρόντις.
Παρέα με αγριοπερίστερα: Και έτσι, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, φτάσαμε στα Αντίψαρα. Εδώ, βρίσκεται ένας από τους τελευταίους ξεχασμένους φυσικούς παραδείσους, ίσως ο μαγευτικότερος σε όλο το Αιγαίο. Δεν υπάρχουν κτίσματα σε αυτό το άγριο ερημονήσι, εκτός από δύο ταπεινά ξωκλήσια, ούτε και κανένα άλλο ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Το τοπίο έχει μείνει αναλλοίωτο: μαύρα και καφέ βράχια, χαμηλοί λόφοι σκεπασμένοι με θάμνους, και πολλοί προστατευμένοι ορμίσκοι με υπέροχους αμμουδερούς μυχούς και κρυστάλλινα νερά. Μια χούφτα γης, ένας βράχος στη μέση του πελάγους, κι όμως έχει 18 αμμουδιές, η μια πιο όμορφη από την άλλη. Ενα κοπάδι αγριοπερίστερα πετάχτηκε από μια θαλασσοσπηλιά, και καθώς πετούσαν από πάνω μας μου ήρθαν στον νου οι στίχοι του Ελύτη. «Μες στης ερημιάς το αγέρι | όλα αγιάζουνε μεμιάς | πιάνεις του Θεού το χέρι | και στα σύννεφα ακουμπάς | σαν αγριοπεριστέρι».