Την υπογράφει ο Οδυσσέας Ελύτης και δεν χρειάζεται παρά να βρίσκεσαι στη Χώρα το πρωί για να δεις την ανατολή σκαρφαλωμένος στην ταράτσα μιας κατοικίας για να συνειδητοποιήσεις πόσο δίκιο είχε ο ποιητής.
Την ερωτεύτηκα τη Σέριφο από την πρώτη φορά που πάτησα το πόδι μου εκεί, πριν από τέσσερα χρόνια, άμαθος από τέτοια νησιά όπου οι ανέσεις που είχα συνηθίσει αλλού στις Κυκλάδες σχεδόν δεν υπήρχαν. Υπήρχαν όμως πολλά, πάρα πολλά άλλα στοιχεία που σε «δένουν» αμέσως με αυτό τον βράχο, ειδικά η Χώρα που είναι μοναδική, πανέμορφη και θέλει περπάτημα για να την γνωρίσεις.
Φέτος είχε απίστευτο κόσμο, τόσο που ήταν αδύνατο σχεδόν να βρεις να παρκάρεις Σάββατο βράδυ στην πρωτεύουσα του νησιού, οπότε η καλύτερη επιλογή ήταν το λεωφορείο που φεύγει από το Λιβάδι-το λιμάνι του νησιού-κάθε μισή ώρα. Αν ήθελες να ξενυχτήσεις με παρέα μετά τις δυόμιση το βράδυ που έφευγε το τελευταίο δρομολόγιο, η επιστροφή στο ξενοδοχείο μου γινόταν με τα πόδια από τα σκαλιά που υπάρχουν και σε κατεβάζουν. Η κατηφόρα βοηθάει πολύ, έστω και αν έχεις πιει μερικά ρακόμελα στην πλατεία με τα τουλάχιστον οχτώ μαγαζιά και τα τραπέζια τους γεμάτα με παρέες.
Οι Μουσικές: Ψαγμένες αρκετά, ενίοτε και με την βοήθεια των πελατών στην «Πάνω Πιάτσα» όπου η «Μπανιστηρτζού» της Ματούλας Ζαμάνη συναντούσε το «Τίποτε στον κόσμο» του ΛΕΞ και το «Όνειρο ήτανε» του Αλκίνοου. Το τελευταίο εγώ το προτιμώ από μια live εκτέλεση του Αντώνη Ρέμου, αλλά δεν το ζήτησα γιατί ντράπηκα λίγο, την ίδια στιγμή που παρέες περίμεναν υπομονετικά να αδειάσει ένα τραπέζι για να κάτσουν στο «Καφενείο του Στράτου» ή στο «Barbarossa» (σ.σ. καμία σχέση με αυτό της Πάρου).
Συνήθης εικόνα για την Σέριφο του φετινού Αυγούστου, όπου η αναλογία ήταν 80% γυναίκες και 20% άνδρες σε παρέες από τρία έως έξι άτομα, που «διακτινίζονταν» συνήθως μεσημέρι σε κάποια απο τις εβδομήντα παραλίες της. Και είναι τόσες, αλλά οι περισσότερες είναι προσβάσιμες μόνο με σκάφος-αν έχεις φίλο τον Έντι τον οποίο αποκαλούν «βασιλιά της Σερίφου θα σε πάει σε πολλές-ενώ μόνο γύρω στις είκοσι έχουν δρόμο που φτάνει σε αυτές ή κοντά, όπως συμβαίνει με το Καλό Αμπέλι.
Είναι, τουλάχιστον για μένα η πιο όμορφη παραλία της Σερίφου, αλλά χρειάζεται περπάτημα γύρω στα δεκαπέντε λεπτά για να διασχίσεις το μονοπάτι που σε οδηγεί στον μικρό κόλπο. Την πρώτη φορά που πήγα το 2018, πήραμε λάθος μονοπάτι και φτάσαμε σε έναν ωραίο βράχο που μας είπε με τον όγκο του «γυρίστε πίσω» όπερ και εγένετο. Την δεύτερη ήμασταν πιο τυχεροί αφού πήγαμε από το σωστό φορτωμένοι με τα απαραίτητα-ομπρέλες, ψυγείο, σνακ-αφού δεν υπάρχει απολύτως τίποτε στο Καλό Αμπέλι.
Eat, relax, love: Υπάρχουν μόνο αυτά τα συγκλονιστικά νερά που δεν χορταίνεις να βουτάς, μέχρι αργά το απόγευμα, όταν περιμένεις τον ήλιο να δύσει για να ανέβεις το μονοπάτι. Στον Πλατύ Γυαλό είσαι πιο τυχερός γιατί μπορεί να μην υπάρχει οργανωμένη παραλία-σιγά την είδηση, για τη Σέριφο μιλάμε-αλλά υπάρχει ο «Νικούλιας». Ένα ταβερνάκι με φοβερή θέα, τίμιο σε αυτό που προσφέρει δηλαδή φρέσκο ψάρι όποτε υπάρχει-τα μπαρμπούνια έχουν 55 ευρώ το κιλό-και ένα σπιτικό ιμάμ μεταξύ άλλων, που ήταν μέλι.
Αναμφίβολα, η πιο boho κατάσταση σε ότι έχει να κάνει με παραλία, είναι το Γάνεμα, που εσχάτως απέκτησε και το Saan ένα πολύ όμορφο beach restaurant. O Νεκτάριος Νικολόπουλος-«Κόναν o βάρβαρος» για τους κολλητούς του-βοήθησε τη σύζυγό του Κατερίνα Λάσπα να στήσει ένα χαλαρό στέκι που ήταν γεμάτο όλο το καλοκαίρι. Ελάχιστα σετ ξαπλώστρες, πολλά πουφ, κοκτεϊλάρες και ένα εστιατόριο που στέκεται πολύ καλά με ευφάνταστα πιάτα όπως ο μαύρος μπακαλιάρος με σκορδαλιά από παντζάρι.
Κατεβαίνοντας προς το Λιβάδι μετά το μπάνιο στο Γάνεμα ή την Βαγιά αξίζει αν είστε λάτρεις του κρέατος να κάνετε μια στάση στην ταβέρνα «Καμπιά» για πικάνια ή κεμπάπ που σκοτώνει. Αν βουτήξετε στην Ψιλή Άμμο, τα παιδιά στην ταβέρνα «Ο Μανώλης» που είναι μια ανάσα από την παραλία θα σας σερβίρουν φοβερό γαύρο μαρινάτο, σαρδέλα ψητή και και ψαράκια μαζί με φοβερές τηγανιτές πατάτες.
Τα βράδια στο νησί σχεδόν όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη Χώρα όπου ο «Γάιδαρος» μαζεύει πολύ κόσμο, που γεμίζει τα σκαλοπάτια και τα πεζούλια. Οι μουσικές του είναι για όλα τα γούστα και ενίοτε θα ακούσετε και ελληνικά, ενώ στο Λιβάδι το «Yacht Club» μαζεύει όλο τον κόσμο μέχρι τις τρεις και μισή. Μετά πάνε όλοι στο «Robinson» το κλασσικό ξενυχτάδικο για να σε βρει το ξημέρωμα να χτυπάς ζεστές τυρόπιτες ή σάντουιτς στον φούρνο «Indigo».
Να φάτε οπωσδήποτε στην ταβέρνα «Της Καλής» και μην ξεχάσετε να αφήσετε χώρο για την φοβερή πορτοκαλόπιτα που σερβίρεται με σπιτικό παγωτό κανέλας. Εξαιρετικός είναι και ο «Υδρόλιθος» με πιο σοφιστικέ γεύσεις σε ένα νησί όπου τα πολύ καλά ξενοδοχεία μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, όπως είναι οι «Ρίζες» του πρώην συνάδελφου Θανάση Αθανασιάδη.
Εξίσου καλά είναι το «Cocomat» στη Βαγιά και το «Kalami Suites» στο Λιβάδι, όμως αν αγαπάς τη Σέριφο το τελευταίο πράγμα που θα σε απασχολήσει είναι η διαμονή. Υπάρχουν καλά δωμάτια και μικρά ξενοδοχεία όπως οι «Κυκλάδες» που θα βολευτείς μια χαρά αν και το πρώτο πράγμα που κάνουν σχεδόν όλοι όταν φτάνουν είναι να πάνε σε μια παραλία, να πετάξουν πετσέτα στην άμμο και να βουτήξουν στα καταγάλανα νερά.
Τα υπόλοιπα μπορούν να περιμένουν…