7.6.23

Χάλκη: Εναλλακτική και πανέμορφη


Δεν φανταζόμουν ότι θα βρισκόμασταν ανάμεσα σε επιβάτες που έχασαν πτήση. Επόμενη σκηνή να κολυμπάμε με έναν από αυτούς, σε σμαραγδένια νερά στη Χάλκη. Το ταξίδι, κρύβει μέσα του πολλά ταξίδια. Αφού πήραμε το επόμενο αεροπλάνο για Ρόδο-που ήταν και ο αρχικός μας προορισμός-μετά από δύο μέρες αντικρύζαμε τον Εμπορειό: «Πολλά τα καλοκαιρινά πρωία να είναι | Που με τι ευχαρίστηση, με τι χαρά | Θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοϊδωμένους». Οι στίχοι από την Ιθάκη, το ποίημα-ορόσημο του Καβάφη, συνοδεύει το νου μας καθώς πλησιάζουμε το λιμάνι της Χάλκης, αφενός γιατί αντικρύζουμε την εκτυφλωτική του ομορφιά για πρώτη φορά και αφετέρου, γιατί το ταξίδι αυτό, δεν ήταν ποτέ προγραμματισμένο.

«Πως σας φαίνεται το νησάκι μας; Δίκιο δεν είχα που σας έλεγα να έρθετε;», ρωτάει η Μάγδα Κόρπη καθώς μας υποδέχεται στην προβλήτα. Τα στοιχεία που ανταλλάξαμε στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος, αποδεχόμενοι πρό(σ)κληση να συμπεριλάβουμε τη Χάλκη στο ταξιδιωτικό μας θέμα, αρκούσαν για να κάνει μανούβρα η ζωή. «Ποτέ δεν έχεις δεύτερη ευκαιρία για να κάνεις την πρώτη εντύπωση», λένε οι Άγγλοι κι απ’ ότι φαίνεται το ενστερνίζεται απόλυτα η Χάλκη, ξελογιάζοντας τους ταξιδιώτες που καταφθάνουν με τα πλεούμενα σχίζοντας τα καταγάλανα νερά, καθώς το πολύχρωμο σώμα της από δίπατα και τρίπατα, κεραμόσκεπα σπίτια, ορθώνει το ανάστημά της από τον λόφο ως τη θάλασσα. Όλοι σπεύδουν να την φωτογραφίσουν. Κανείς δεν της αντιστέκεται.

Περιδιαβαίνοντας μετά από λίγο στον όμορφο οικισμό, απότοκο της οικονομικής άνθησης που γνώρισε το νησί, στα μέσα του 19ου αιώνα εξαιτίας του εμπορίου, δεν μπορείς παρά να αποθεώσεις τη νεοκλασική αρχιτεκτονική. Χαρακτηριστικό είναι το κτίριο του δημαρχείου, που έχει για παρέα του τον πετρόχτιστο πύργο του ρολογιού. Από κοντά και ο πολιούχος του νησιού Άγιος Νικόλαος, που κτίστηκε το 1861 κι έχει για καμάρι του το επιβλητικό καμπαναριό και το ξυλόγλυπτο τέμπλο. Αυτό που μας εντυπωσίασε όμως ακόμα περισσότερο, είναι το βοτσαλωτό ψηφιδωτό που στολίζει τη μεγάλη αυλή της εκκλησίας, με εικόνες εμπνευσμένες από τη φύση. Αυτή με τα κυπαρίσσια και τα πουλάκια στην κορυφή, κέρδισε τις εντυπώσεις μας.

Τα περίφημα αυτά ψηφιδωτά που ονομάζονται χοχλάκια και οφείλουν την ονομασία τους στα στρογγυλά πετραδάκια, είναι ένα χαρακτηριστικό είδος λαϊκής τέχνης που συναντάται συχνά στις αυλές του νησιού. «Καπούτ ψωμάκιους» ακούστηκε από μέσα, καθώς περιμέναμε στην αυλή για μία τυρόπιτα, στις 12 το μεσημέρι. Ο «Μένιος» διάσημος πλέον φούρνος του νησιού, άνοιξε στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, και καθιερώθηκε στο πέρασμα του χρόνου με την ποιότητα των προϊόντων του. «Αυτή την περίοδο δίνουμε 180 κιλά ψωμί ημερησίως. Προμηθεύουμε κυρίως τα εστιατόρια, καθώς η ζήτηση είναι μεγάλη εξαιτίας του τουρισμού» μας λέει ο Δημήτρης, σερβίροντας σβέλτα τον επόμενο πελάτη.

Όταν ήμασταν ακόμα στη Ρόδο, μας σύστησαν να φάμε στο εστιατόριο «Μαύρη θάλασσα» που βρίσκεται στο λιμάνι. Το ίδιο μας πρότεινε και η Μάγδα, που έχει αναλάβει χρέη ξεναγού, αλλά έλα που δεν προλαβαίνουμε, οπότε τουλάχιστον συστήνουμε σε εσάς να δοκιμάσετε τα θαλασσινά πιάτα ημέρας. «Μια άλλη καλή επιλογή είναι το ιταλικό εστιατόριο «Remezzo» και για γλυκά στη «Θεοδοσία» μας λέει η ξεναγός μας που δεν έχει καταγωγή από το νησί, αλλά περνάει πλέον, μέρος του χρόνου της εδώ, κι επειδή ο ήλιος αρχίζει και καίει για τα καλά, την ρωτάμε που να πάμε για μπάνιο. «Οπουδήποτε έχει θάλασσα. Στη Χάλκη βρισκόμαστε» απαντάει αποστομωτικά και ρίχνει μια βουτιά, δίπλα από το λιμάνι, τα νερά του οποίου δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τις πιο ωραίες παραλίες της Ελλάδας.

Σε λίγο κολυμπούσαμε κι εμείς στην «Τσαντού» όπως αποκαλούν το συγκεκριμένο σημείο, οι ντόπιοι. Ο Πόνταμος και τα Φτενάγια είναι οι δύο προσβάσιμες με τα πόδια παραλίες του νησιού, οι οποίες απέχουν περίπου δέκα λεπτά από το λιμάνι. Ανατολικά είναι ο Πόνταμος, που προτιμούν περισσότερο οι οικογένειες με παιδιά, καθώς έχει ψιλή ξανθή άμμο και εύκολη πρόσβαση στη θάλασσα. Δυτικά είναι τα Φεντάγια με ψιλό βοτσαλάκι και βραχάκια. Στην μια του άκρη υπάρχει ταβερνάκι, για όσους θέλουν να καταλαγιάσουν άμεσα την όρεξη που «ανοίγει» από το μπάνιο. Διαθέτουν και οι δύο ομπρέλες και ξαπλώστρες, εννοείται πεντακάθαρα νερά και μια αίσθηση διακοπών αλλοτινών καιρών, δυσεύρετη και υπέροχη, σαν το χαμόγελο της ηλικιωμένης κυρίας που κάθεται κάτω από το αλμυρίκι και περιπαίζει τον άντρα της, καθώς της προσφέρει ένα παγωτό χωνάκι.

«Θέλετε να σας κεράσω έναν καφέ στο σπίτι, πριν συνεχίσουμε τη γνωριμία σας με τη Χάλκη;» μας ρωτάει η Μάγδα Κόρπη και βεβαίως η απάντηση είναι ναι. «Αυτό το τμήμα, δυτικά στον λόφο, κατοικούνταν από τους λιγότερο προύχοντες του νησιού», λέει καθώς μας σερβίρει στο μπαλκόνι, που έχει θέα προς το λιμάνι αλλά και στους τέσσερις αναστυλωμένους ανεμόμυλους που ομορφαίνουν την κορυφογραμμή. «Αγοράσαμε αυτό το σπίτι, πριν από μερικά χρόνια και σιγά σιγά το φτιάξαμε, σεβόμενοι την παραδοσιακή αρχιτεκτονική του τόπου. Έχουμε αποκομίσει ιδιαίτερα κολακευτικά σχόλια από τους ανθρώπους που φιλοξενούνται κατά καιρούς από κάθε γωνιά της γης, κυρίως γιατί αποπνέει τον χαρακτήρα του περασμένου αιώνα στους εσωτερικούς και στους εξωτερικούς χώρους, διαθέτοντας βέβαια τις ανέσεις και τις παροχές που ανταποκρίνονται στη σημερινή εποχή.

Απολαμβάνω κάθε στιγμή όταν μένω εδώ και βέβαια αγαπώ τόσο πολύ τη Χάλκη που η απόσταση από την Αθήνα, μοιάζει να εκμηδενίζεται κάθε φορά που μου δίνεται η ευκαιρία να βρεθώ κοντά της» μας λέει και την ενστερνιζόμαστε, ενώ αφήνουμε το υπέροχο σπίτι για να κατευθυνθούμε προς το λιμάνι. Το μακρόστενο κτίριο που εντυπωσιάζει στη μια του άκρη, χρησιμοποιούνταν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα για την αποθήκευση και επεξεργασία των σφουγγαριών, ενώ εδώ και αρκετά χρόνια, στεγάζει το ξενοδοχείο «Αρετάνασσα», τιμώντας την αρχαία βασίλισσα της Χάλκης. Βρίσκεται δίπλα ακριβώς στη θάλασσα, και η φιλόξενη αυλή του με τα αλμυρίκια προσφέρεται για ατελείωτη χαλάρωση. Στα συν, η πρόσβαση και η διάθεση δωματίων σε Άτομα με Αναπηρία και η κουζίνα του.

Βλέποντας το πανέμορφο αυτό αρχιτεκτόνημα σκεφτόμουν την αλληλουχία των πραγμάτων που σχετίζονται με την ιστορία της Χάλκης, Πώς δηλαδή τα ταπεινά σφουγγάρια, αποτέλεσαν τη βάση για να ανθήσει το εμπόριο και η οικονομία του τόπου, να δημιουργηθεί το Εμπορειό ή Νημποριό και στη συνέχεια ο ιδιαίτερα καλαίσθητος αυτός οικισμός να χαρακτηριστεί διατηρητέος, αποτελώντας σήμερα τον βασικότερο πόλο τουριστικής έλξης, δίνοντας στο νησί, μία εκ νέου οικονομική ώθηση. Οι περισσότεροι θεωρούν ότι η Χάλκη οφείλει την ονομασία της, στον χαλκό, ο οποίος πράγματι υπήρχε στο νησί κατά την αρχαιότητα, διαθέτοντας μάλιστα και εργαστήρια επεξεργασίας χαλκού.

Η πιθανότερη όμως εκδοχή, σχετίζεται με την Φοινικική λέξη «κάλχι» που σημαίνει πορφύρα, εξαιτίας των οστράκων που διέθετε σε αφθονία το νησί και εμπορεύονταν οι Φοίνικες, όταν ταξίδευαν στις θάλασσες της Μεσογείου και της Ανατολής. Η θάλασσα που έφερε τα δώρα στη Χάλκη, καθορίζοντας την ιστορία της, έφερε και τους πειρατές που μάστιζαν το Αιγαίο, κυρίως μεταξύ 15ου και 17ου αιώνα, γι’ αυτό και ο πληθυσμός της συγκεντρώθηκε ψηλά στο βουνό. Το Χωριό, ο εγκαταλελειμμένος σήμερα οικισμός, κατοικήθηκε από τον μεσαίωνα έως το 1870 περίπου, όταν τερματίστηκαν σταδιακά οι πειρατικές επιδρομές. Από εδώ πάνω, η θέα είναι σαν ανάσα βαθιά και μοιάζει να μη σταματάει πουθενά.

Το Κάστρο επιβάλλει την παρουσία του σε αυτή την τοποθεσία-παρατηρητήριο. Χρονολογείται από τον 14ο αιώνα, όταν το τάγμα των ιπποτών του Αγ. Ιωάννη από τη Ρόδο, παραχώρησε τη Χάλκη ως φέουδο στην οικογένεια Assanti από το ιταλικό νησί Ίσκια. Στην είσοδο του κάστρου διακρίνεται το οικόσημο του Μεγάλου Μάγιστρου του Τάγματος, Pierre d’ Aubusson. Καθώς περιδιαβαίνετε την επιβλητική ησυχία της ιστορίας του κάστρου, μην προσπεράσετε την ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Νικολάου, καθώς ακόμα διακρίνονται οι τοιχογραφίες που χρονολογούνται μεταξύ 15ου και 17ου αιώνα. Ας σκιαγραφήσουμε όμως το τουριστικό προφίλ του νησιού, για να αποκτήσουμε μία πιο καθαρή εικόνα.

Η Χάλκη, έχει έκταση 28 τετ. χλμ , με 220 μόνιμους κατοίκους. Κάθε καλοκαίρι καταφθάνουν 1500 έως 1700 επισκέπτες, οι οποίοι ξεπερνούν τις 25.000 ετησίως. Διαθέτει περίπου 600 κλίνες και οι κύριες αγορές της είναι η Ιταλική και η Αγγλική, ενώ τα τελευταία χρόνια δείχνει ιδιαίτερη δυναμική η Γαλλική και η Βέλγικη. Απευθύνεται σε ταξιδιώτες που αναζητούν την ηρεμία και την καλαισθησία. Αναφορικά με τα σχέδια της ισόρροπης ανάπτυξης και την προσπάθεια διατήρησης της φυσιογνωμίας του τόπου, ο αντιδήμαρχος Χάλκης, Βασίλης Ρουσσάκης ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστικός: «Η αρχιτεκτονική της Χάλκης είναι αυτό που οφείλουμε να προστατέψουμε ως κόρη οφθαλμού. Κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση με διάφορες πρωτοβουλίες, όπως για παράδειγμα ο σχεδιασμός της επικείμενης υπογειοποίησης των καλωδίων.

Επίσης προσπαθούμε να πετύχουμε την ενεργειακή αυτονομία της Χάλκης, μέσω παραγωγής 1ΜW, από φωτοβολταϊκά σε μία περιοχή 20 στρεμμάτων που δεν θα είναι ορατή. Τέλος, πρόκειται να αντικατασταθούν άμεσα τα 5 από τα 11 οχήματα του Δήμου, καθώς τα νέα θα κινούνται με ηλεκτρισμό». Η ώρα περνάει γρήγορα κι επειδή θα ήταν αμαρτία να φύγουμε από τη Χάλκη, χωρίς να επιβιβαστούμε σε ένα πλεούμενο για να πάμε στις παραλίες του νησιού, ίσα που προλαβαίνουμε να ανέβουμε στο κατάστρωμα του Μιχάλη Πατρού: «Είμαι γέννημα θρέμμα της Χάλκης, όπως κι ο πατέρας μου που ήταν ψαράς. Πριν από 25 χρόνια έκανα πάλι αυτή τη δουλειά , μεταφέροντας τουρίστες στις παραλίες. Τα πράγματα έχουν αλλάξει από τότε, αλλά εδώ στο νησάκι μας, τα νερά είναι ίδια κι απαράλαχτα» μας λέει όλο περηφάνεια.

Ούτε κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα συζητώντας με τον καπετάνιο και να’ σου φτάσαμε στα Κάνια. Το μικρό κολπάκι με τα αλμυρίκια και τα κρυστάλλινα σμαραγδένια νερά, προκαλεί τη βουτιά. Κολυμπώντας, χαμογελάμε σαν μικρά παιδιά, πλήρεις ευτυχίας. Βγαίνω έξω για να μιλήσω με τη Γαρυφαλιά που έχει το μπαράκι-εστιατόριο στην παραλία και είναι και κόρη του καπετάνιου που μας έφερε: «Το Kania Beach, λειτουργεί από το 2011 και τα τελευταία χρόνια δίνουμε ιδιαίτερη βάση στο φαγητό, εστιάζοντας στα φρέσκα ψάρια όπως για παράδειγμα μπαρμπούνια, ξιφίες, φαγκριά που προμηθευόμαστε καθημερινά από ψαροκάικο του νησιού. Πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσετε τον κιτρινόπτερο φρέσκο τόνο». «Δυστυχώς δεν προλαβαίνουμε, μία άλλη φορά», της λέω. «Μισό λεπτό σε παρακαλώ, γιατί με παίρνει τηλέφωνο ο πατέρας μου» με διακόπτει ευγενικά, για να ακούσω στη συνέχεια: «Τι; Δεν προλαβαίνεις να είσαι εδώ την ώρα που είπατε; Ναι, ναι, θα δω τι θα κάνω.

Ο πατέρας μου λέει ότι είχε πολύ κόσμο να παραλάβει από τις άλλες παραλίες και δεν θα προλάβει να σας πάει στο λιμάνι την ώρα που πρέπει για να προλάβετε το τελευταίο καραβάκι για Ρόδο». Ησυχία. «Πες στα κορίτσια να έρθουν γρήγορα. Θα κανονίσω να σας κατεβάσουν στο λιμάνι με το αγροτικό» Για πότε βρεθήκαμε-η Μάγδα που κολυμπούσε, η Κλαίρη που φωτογράφιζε κι εγώ που το έζησα όλο αυτό σε πρώτο χρόνο-στην καρότσα του αγροτικού, ούτε που το καταλάβαμε. Αγωνία με γέλια, ανάμεικτα. «Το ξέρετε ότι αυτή ήταν η μοναδική παραλία που υπήρχε και πρόσβαση οδικώς;» μας λέει η Μάγδα για να συνεχίσει «σε όλες τις άλλες, Αη-Γιώργη, Τραχιά, Αρέτα, Δυο Γιαλοί, Αλιμιά, πας μόνο με πλεούμενο». Πως είπατε; Αν προλάβαμε το πλοίο; Ναι, αυτή τη φορά τα καταφέραμε, αν και είχα μια κρυφή επιθυμία να μείνουμε στη Χάλκη για λίγο ακόμα.

Ο κορυφαίος οικουμενικός Έλληνας ποιητής, Κωνσταντίνος Καβάφης, ταυτίστηκε με το πλέον πολυμεταφρασμένο ποίημα του, «Η Ιθάκη», για το οποίο ο Γάλλος διανοούμενος Ζακ Λακαρριέρ έχει γράψει: «ποτέ ποίημα δεν έχει πει τόσα πολλά πράγματα, σε τόσες λίγες λέξεις».