Ξεκίνησε παίζοντας φυσαρμόνικα δίπλα στη Σοφία Βέμπο. Εκτίμησαν το ταλέντο της και την πήραν. Μέχρι τα ογδόντα της, δεν είχε κυκλοφορήσει δίσκο, αλλά ήταν πολύ γνωστή, κυρίως στο αθηναϊκό κοινό, από τις εμφανίσεις της στα μουσικά μαγαζιά της Πλάκας και σε νυχτερινά κέντρα της Εθνικής οδού. Έχει συνεργαστεί με όλο τον κόσμο, από τον Τσιτσάνη και τον Καλδάρα μέχρι τη Μαρινέλα και τον Πουλόπουλο. Με τη Γιώτα Λύδια, την Καίτη Γκρέυ, τον Μανώλη Αγγελόπουλο και τη Ρίτα Σακελλαρίου. Το 2012, κυκλοφόρησε τον πρώτο της δίσκο με τίτλο «Τα μάτια της Γιάννας».
Η λέξη καριέρα δεν την εξέφραζε. Για 'κείνη υπήρχε μόνο η λέξη πορεία ή διαδρομή. Ο Σταμάτης Κραουνάκης την έχει χαρακτηρίσει «Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν». Ο Μάνος Χατζιδάκις, που την είχε δει στα «Χρυσά Κλειδιά» και αργότερα τον έβλεπε με την «κομπανία» του σε ένα ταβερνάκι στο Παγκράτι, την είχε αποκαλέσει «Πασιονάρια της λαϊκής πίστας» και όχι της εθνικής οδού, όπως έχει γραφτεί. Την ενδιέφερε μόνο να τη γνωρίζουν ως η «τραγουδίστρια με την φυσαρμόνικα» και να την κοιτούν με θαυμασμό στα μάτια.
Δημιούργησε ένα δικό της στιλ μουσικής με τη φυσαρμόνικα, το οποίο ήταν πρωτοποριακό για τα δεδομένα της χώρας τη δεκαετία του '60 με '70 και μέχρι σήμερα παραμένει μοναδική στο είδος της. Ξεκίνησε να παίζει φυσαρμόνικα λόγω του ξάδελφού της, καθώς τον άκουγε να παίζει από το διπλανό τοίχο σε ένα διαμέρισμα των Αμπελοκήπων. Με αυτή τη φυσαρμόνικα χαιρέτησε την Αρλέτα στο πρώτο νεκροταφείο. Έβγαλε τη φυσαρμόνικα και άρχισε να παίζει το «Πόσο λυπάμαι» που πρώτη ερμήνευσε η Βέμπο.
Ο Γιώργος Χρονάς την έκανε μία από τις εφτά ηρωίδες του στο βιβλίο «Το μονόπρακτο της Σεβάς Χανούμ», δίνοντας στο δικό της κεφάλαιο τον τίτλο «Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα».
Η λέξη καριέρα δεν την εξέφραζε. Για 'κείνη υπήρχε μόνο η λέξη πορεία ή διαδρομή. Ο Σταμάτης Κραουνάκης την έχει χαρακτηρίσει «Ελληνίδα Τζάνις Τζόπλιν». Ο Μάνος Χατζιδάκις, που την είχε δει στα «Χρυσά Κλειδιά» και αργότερα τον έβλεπε με την «κομπανία» του σε ένα ταβερνάκι στο Παγκράτι, την είχε αποκαλέσει «Πασιονάρια της λαϊκής πίστας» και όχι της εθνικής οδού, όπως έχει γραφτεί. Την ενδιέφερε μόνο να τη γνωρίζουν ως η «τραγουδίστρια με την φυσαρμόνικα» και να την κοιτούν με θαυμασμό στα μάτια.
Δημιούργησε ένα δικό της στιλ μουσικής με τη φυσαρμόνικα, το οποίο ήταν πρωτοποριακό για τα δεδομένα της χώρας τη δεκαετία του '60 με '70 και μέχρι σήμερα παραμένει μοναδική στο είδος της. Ξεκίνησε να παίζει φυσαρμόνικα λόγω του ξάδελφού της, καθώς τον άκουγε να παίζει από το διπλανό τοίχο σε ένα διαμέρισμα των Αμπελοκήπων. Με αυτή τη φυσαρμόνικα χαιρέτησε την Αρλέτα στο πρώτο νεκροταφείο. Έβγαλε τη φυσαρμόνικα και άρχισε να παίζει το «Πόσο λυπάμαι» που πρώτη ερμήνευσε η Βέμπο.
Ο Γιώργος Χρονάς την έκανε μία από τις εφτά ηρωίδες του στο βιβλίο «Το μονόπρακτο της Σεβάς Χανούμ», δίνοντας στο δικό της κεφάλαιο τον τίτλο «Το βελούδινο υπόγειο της Γιώτας Γιάννα».