30.3.24

Λουί ντε Φυνές (1914-1983)

Υπάρχει ένας μύθος στην κινηματογραφική βιομηχανία που θέλει τους Γάλλους να μην μπορούν να κάνουν κωμωδία. Προφανώς και δεν έχει ακούσει ποτέ ο μύθος για τον κωμικό ήρωα του παλιού λαϊκού γαλλικού σινεμά, τον άνθρωπο που με υπερκινητικότητα, νεύρο και ευφυΐα έστειλε την εγχώρια κωμωδία σε πρωτοφανή επίπεδα. Ο δημοφιλέστερος κωμικός που ξεπήδησε ποτέ από τη Γαλλία έφτασε στη χώρα μας μέσα από τις κορυφαίες επιτυχίες του, τον «Χωροφύλακα του Σαν Τροπέ» και τον «Φαντομά», αν και ο ίδιος πατούσε ανέκαθεν γερά και στο θεατρικό σανίδι.

Ο αμίμητος, ασύλληπτος και συχνά εξωφρενικός χωρατατζής, ο απόλυτος μετρ των ξεκαρδιστικών μεταμφιέσεων και των ανεπανάληπτων μορφασμών, ξεδίπλωσε με απροσχημάτιστη απλότητα το απίστευτο κωμικό του ταλέντο μέσα από μια γκάμα τεχνικών που θα ζήλευαν πολλοί συνάδελφοί του. Οι χειρονομίες και οι γκριμάτσες του έμειναν βαθιά χαραγμένες στη μνήμη όσων τον απόλαυσαν στο σινεμά, καθώς στη σχεδόν σαραντάχρονη καριέρα του πρόλαβε να παίξει σε περισσότερες από 150 ταινίες, αν και η περίοδος που μεσουράνησε ήταν μεταξύ των δεκαετιών του ’60 και του ’70.

Με ευρύτατη λαϊκή απήχηση, ο ντε Φινές απευθυνόταν πάντα στις πλατιές μάζες με ένα χιούμορ που δεν ήταν λεπτό ή πνευματώδες, αλλά ντελιριακό και σπαρταριστό με τον πρωτόγονο αυτό τρόπο του σπάω πλάκα. Εκεί βάσισε τη μεγάλη και σταθερά ανοδική του καριέρα, ως ένας υπερκινητικός, νευρικότατος και ανήσυχος μεσόκοπος κύριος που προκαλούσε το γέλιο με τις ακατάπαυστες εκρήξεις θυμού του και τo χαρακτηριστικό παραμιλητό του όταν εξοργιζόταν. Ο Λουί Ζερμέν Νταβίντ ντε Φινές ντε Γκαλάρτζα γεννιέται στις 31 Ιουλίου 1914 στο Κουρμπεβουά της Γαλλίας ως το τρίτο παιδί μιας αριστοκρατικής οικογένειας ισπανικής καταγωγής.

Ο ευγενής πατέρας του από τη Σεβίλλη ήταν δικηγόρος που μετατράπηκε αργότερα σε έμπορο διαμαντιών και ευελπιστούσε να πιάσει την καλή όταν μετακόμισε με τη σύζυγό του στη Γαλλία. Ο μεγάλος αδερφός του σκοτώθηκε αργότερα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μικρός Λουί μπλεκόταν από πολύ μικρός σε περιπέτειες, καθώς χωνόταν εκεί που δεν τον έσπερνες, ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς του που θα γινόταν αργότερα κινηματογραφικός θρύλος. Η συνήθειά του αυτή θα τον κρατούσε μακριά από τις καλές σχολικές επιδόσεις και θα αποδεικνυόταν μεγάλος μπελάς στο να κρατήσει σταθερή δουλειά.

Από τη μητέρα του είχε μάθει πιάνο ήδη από πολύ νεαρή ηλικία, αν και ο ίδιος δεν είχε μυαλό για τίποτα. Το 1932 γράφτηκε σε πολυτεχνική σχολή φωτογραφίας και κινηματογράφου αλλά τον έδιωξαν τελικά γιατί έβαλε φωτιά στο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Το 1936 παντρεύτηκε νωρίς νωρίς την πρώτη του σύζυγο, αλλά χώρισαν έπειτα από τρία χρόνια. Την εποχή αυτή έκανε μπόλικες δουλειές του ποδαριού αλλά δεν φαινόταν να στεριώνει πουθενά: από μαθητευόμενος φωτογράφος σε βιομηχανικό εργάτη και από εκεί υπάλληλος ραφείου.

Οι εργοδότες του εξοργίζονταν από τα συνεχή του καλαμπούρια και την καθόλου όρεξη για δουλειά. Στον Β’ Παγκόσμιο δεν έγινε δεκτός στον γαλλικό στρατό λόγω ιατρικού λάθους στον φάκελο καταλληλότητάς του και συνέχισε έτσι την περιπέτειά του αλλάζοντας δουλειές σαν πουκάμισα για αρκετά ακόμα χρονάκια. Στα χρόνια του πολέμου βρήκε μόνιμη δουλειά ως πιανίστας σε παρισινό νυχτερινό κέντρο. Ήταν στα χρόνια της δουλειάς στο καμπαρέ που αποφάσισε ο Λουί ότι ήθελε να γίνει κινηματογραφικός ηθοποιός και μάλιστα κωμικός.

Είμαστε στα 1942 όταν ο 28χρονος ντε Φινές αποφασίζει να γραφτεί σε δραματική σχολή και να πάρει κάτι στα σοβαρά για πρώτη φορά στη ζωή του. Μπορεί τα σπουδαστικά του χρόνια να στέφθηκαν για άλλη μια φορά από αποτυχία, εκεί θα γνωρίσει ωστόσο τον άνθρωπο που θα του άλλαζε τη ζωή: τον Daniel Gélin, που θα γινόταν σύντομα μεγάλος αστέρας του γαλλικού σινεμά, εξασφαλίζοντας στον καλό του φίλο Λουί τους πρώτους ρόλους στο θέατρο αλλά και πολλά κομπαρσιλίκια στο σινεμά (από το 1945 και μετά).

Το 1943 παντρεύτηκε τη δεύτερη σύζυγό του Ζαν ντε Μοπασάν, η οποία θα γινόταν η αφανής του ατζέντισσα και ο άνθρωπος που θα διαχειριζόταν αργότερα την καριέρα του, μιας και ο ντε Φινές δεν είχε ποτέ μυαλό για τέτοια. Το ζευγάρι απέκτησε τελικά δύο γιους και ο μικρός εμφανίστηκε μάλιστα σε πολλές κωμωδίες του πατέρα του, αν και δεν έγινε ποτέ του ηθοποιός. Το ξεκίνημά του στο σινεμά μόνο ρόδινο δεν ήταν βέβαια, καθώς το νεύρο και η αεικινησία του δεν εκτιμούνταν καθόλου από σκηνοθέτες και ηθοποιούς. Όπως και η τελειομανία του φυσικά, που ήταν ανήκουστη για κομπάρσο που άνοιγε απλώς πόρτες ή ξεστόμιζε μια ατάκα όλη κι όλη.

Και έτσι η φήμη του ως κινηματογραφικός ηθοποιός δεν ερχόταν ποτέ, παρά τις 50 ταινίες που είχε ήδη στις πλάτες του (μέσα σε 10 χρόνια) και τις θεατρικές περγαμηνές του. Κακοπληρωμένος και με ασύλληπτες δυσκολίες στο να βρίσκει δουλειά, περιοριζόταν σε κομπαρσιλίκια και αστραπιαία περάσματα και συχνά-πυκνά το πρόσωπό του δεν εμφανιζόταν καν στο μεγάλο πανί. Κι έτσι έβγαζε τα προς το ζην παίζοντας πιάνο σε νυχτερινά κέντρα, μεταγλωττίζοντας ταινίες στα γαλλικά και παίρνοντας μέρος σε περιοδεύοντες θιάσους της Γαλλίας.

Ο ρόλος που περίμενε μια δεκαετία για να έρθει ήρθε τελικά το 1956: ήταν από την πολεμική κωμωδία «La Traversée de Paris» που θα έμπαινε ο Λουί ντε Φινές στην ελίτ των Γάλλων ηθοποιών κάνοντας πια τους δημιουργούς να τον προσέξουν. Πολλές κριτικές έσπευσαν μάλιστα να τον χρίσουν πρόωρα καλύτερο κωμικό της γενιάς του, κάτι που θα του εξασφάλιζε πια κανονικούς ρόλους με κανονικά μεροκάματα. Οι οποίοι έπεφταν τώρα βροχή. Την επόμενη εφταετία έκανε ένα καλό όνομα στην εθνική κινηματογραφία της Γαλλίας, αν και η λαϊκή απήχηση δεν φαινόταν να έρχεται.

Και πάνω που το είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα γινόταν ποτέ αστέρας του σινεμά, του προσφέρουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην πρώτη από μια σειρά έξι ταινιών που σκόπευε να κάνει ένα γαλλικό στούντιο, αν πήγαινε βέβαια καλά η ταινία. Μιλάμε για τον πρώτο «Χωροφύλακα του Σαν Τροπέ» το 1963. Η ταινία τον έκανε σταρ σε κάθε γωνιά της Γαλλίας και οδήγησε τελικά στα πέντε σίκουελ, στέλνοντάς τον μέχρι τότε στην πανευρωπαϊκή δόξα. Με την επιτυχία του «Χωροφύλακα» στο τσεπάκι του, ο Λουί ντε Φινές επιστρατεύεται στον ρόλο του θεότρελου επιθεωρητή που θα κυνηγούσε τον «Φαντομά» το 1964, την ταινία που θα τον εγκαθίδρυε στη λαϊκή συνείδηση ως τον κωμικό που την εξέφραζε απόλυτα.

Δύο σίκουελ του «Φαντομά» ακολούθησαν, με το καλύτερο να είναι κατά γενική ομολογία το «Ο Φαντομάς εναντίον της Σκότλαρντ Γιαρντ» (1967). Το γαλλικό κοινό δεν χόρταινε πλέον τον «Φουφού», όπως τον έλεγαν χαϊδευτικά, ο οποίος όταν δεν ήταν στο γύρισμα ήταν στο θεατρικό σανίδι. Η κωμωδία-θρίλερ του 1965 «Le Corniaud» ήταν ο μεγάλος εισπρακτικός θρίαμβός του, καθώς τα 12 εκατομμύρια εισιτήρια παραήταν μεγάλο νούμερο. Ρεκόρ που ξεπεράστηκε βέβαια από την επόμενη σπαρταριστή ταινία του «La Grande Vadrouille» το 1966, το φιλμ που έκοψε 17,3 εκατομμύρια μαγικά χαρτάκια και βρήκε διανομή στο εξωτερικό, ως μια από τις ελάχιστες ταινίες του ντε Φινές που παίχτηκε ποτέ σε κινηματογράφους μη γαλλόφωνων χωρών.

Το εν λόγω φιλμ κράτησε μάλιστα το εισπρακτικό ρεκόρ γαλλικής ταινίας για 42 χρόνια και ξεπεράστηκε μόλις το 2008. Στη δεκαετία του 1970, ο Λουί ντε Φινές συνέχισε να δρέπει κινηματογραφικές και θεατρικές δάφνες παραμένοντας ένας από τους πιο προβεβλημένους ηθοποιούς της Γαλλίας. Οι ταινίες όμως της περιόδου δεν αποκάλυπταν τα αναντίρρητα υποκριτικά του χαρίσματα, καθώς ήταν σαφώς λιγότερες από τον ίδιο. Ο Λουί επέμενε πάντως να συνεργάζεται με παλιούς συναδέλφους και δημιουργούς που γνώριζε ότι θα μπορούσε να δουλέψει μαζί τους, έστω κι αν αυτό έκανε συχνά κακό στην καριέρα του.

Από την περίοδο ξεχωρίζει φυσικά ο ξεκαρδιστικός ραβίνος του στο «Aventures de Rabbi Jacob» (1973), παγκόσμια πια επιτυχία. Η νέα του κινηματογραφική δουλειά θα ερχόταν το 1975, αν και δεν θα συνέβαινε ποτέ: τον Μάρτιο έπαθε έμφραγμα πάνω στο σανίδι, κάτι που τον ανάγκασε να κάνει ένα μακρύ διάλειμμα από τις υποκριτικές του υποχρεώσεις. Πλέον ασχολούνταν με την κηπουρική στο κάστρο του στο Κλερμόν και επέστρεφε στο σινεμά σε σαφώς πιο ήρεμους και λιγότερο ενεργητικούς ρόλους. Το 1980 έκανε και το δεύτερο όνειρό του πραγματικότητα, να σκηνοθετήσει τη δική του ταινία, μια παραλλαγή κωμωδίας του Μολιέρου, η οποία δεν βρήκε ωστόσο την επιτυχία που ήθελε ο ντε Φινές.

Το 1979 και το 1982 επέστρεψε φυσικά δριμύτερος για το πέμπτο και έκτο μέρος του «Χωροφύλακα του Σαν Τροπέ», που έμελλε να είναι οι τελευταίες του κινηματογραφικές δουλειές, κλείνοντας έτσι μια λαμπρή καριέρα με τον περιπετειώδη τρόπο που είχε ξεκινήσει ως θεότρελος αστυνομικός. Η τελευταία ταινία του «Χωροφύλακα» τον κούρασε όμως και τον κούρασε πολύ, παρά την υπόσχεσή του να μην ξανακάνει απαιτητικό σωματικά ρόλο. Κι έτσι λίγους μόλις μήνες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων, υπέστη τρίτο έμφραγμα, θανάσιμο αυτή τη φορά, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις 27 Ιανουαρίου 1983, σε ηλικία 69 ετών.

Χιλιάδες κόσμου τον αποχαιρέτισαν στην τελευταία του κατοικία, αν και όλοι ήξεραν πως δεν θα έφευγε ποτέ από τον κόσμο, αφήνοντας παρακαταθήκη τις καλύτερες γαλλικές κωμωδίες όλων των εποχών. Η ταφή του έγινε στους κήπους του κάστρου του και η σύζυγός του Ζαν, για να τιμήσει τη μνήμη του, έδωσε το όνομά του σε μια ποικιλία τριαντάφυλλων που στολίζουν έκτοτε ανελλιπώς το μνήμα του.