Γιός αστικής οικογένειας της Ουκρανίας, ο Χόροβιτς γεννιέται το 1904-με το νέο ημερολόγιο την 1η Οκτωβρίου-,στο Κίεβο μέσα σε μουσικό και ευρύτερα καλλιτεχνικό περιβάλλον. Ο φιλόμουσος πατέρας του, ήταν επιτυχημένος ηλεκτρολόγος-επιχειρηματίας, αναφέρεται μάλιστα ως ο πρώτος που εισήγαγε στην Ουκρανία ηλεκτρολογικό γερμανικό εξοπλισμό. Η μητέρα του, πιανίστρια η ίδια και με οικογενειακές σχέσεις με την οικογένεια του Άντον Ρουμπινστάιν, εξοικειώνει το γιο της με το πιάνο από τα τρία του χρόνια.
Το 1912 στο Ωδείο Κιέβου, ξεκινά η μαθητεία του μικρού Βλαδίμηρου Χόροβιτς με δάσκαλο τον Βλαντίμιρ Πουτσάλσκι και λίγο καιρό μετα, με δάσκαλο τον θρυλικό δάσκαλο και συνθέτη Φέλιξ Μπλούμενφελντ. Έξι χρόνια μετά παίζει σε ειδικό και αυστηρό κοινό. Το 1920 παίρνει και τις πρώτες διθυραμβικές κριτικές. Ακολουθούν περιοδείες , εν μέσω του ρωσικού εμφυλίου, με αμοιβή αρκετό με τα τότε δεδομένα ψωμάκι, δυο κομμάτια σοκολάτα και μια στάλα βούτυρο, όπως θυμόταν σε συνεντεύξεις του.
Ο Χόροβιτς μέχρι τα 18 του ήθελε να ασχοληθεί με τη σύνθεση αλλά ευτυχώς που μπορούσε παίζοντας πιάνο να βοηθήσει την οικογένειά του που λιμοκτονούσε καθώς ήταν ήδη οικονομικά κατεστραμμένη εκείνη την εποχή. Τον Δεκέμβριο του 1925 καταφέρνει να βγει στη Δύση και να γνωρίσει τον άνθρωπο που ονειρευόταν να συναντήσει και να μαθητεύσει κοντά του, τον Αρτουρ Σνάμπελ. Θέλοντας μάλιστα να μείνει για πάντα κάπου στην Ευρώπη, είχε φροντίσει να κρύψει λίγα χρήματα στις σόλες των παπουτσιών παίρνοντας ρίσκο για την έκβαση του εγχειρήματος. Η ζωή του δίνει άφθονες ευκαιρίες να αναδειχθεί εκείνη την εποχή.
Η καριέρα του όλο και φωτίζεται από την επιτυχία και τον ενθουσιασμό του κοινού. Ο ίδιος όμως θεωρεί ότι είναι ένας μέτριος, ακυρώνει μέσα σε εκρήξεις πανικού κάποιες κρίσιμες συναυλίες και υποφέρει από άγχος σκηνής σε σημείο κάποιες φορές να βγαίνει υποβασταζόμενος για να παίξει. Κατά τη διάρκεια των ετών της σταδιοδρομίας του υπήρξαν μεγάλες περίοδοι που διέκοπτε τη συναυλιακή του δραστηριότητα: 1936-1938, 1953-1965,1969-1974, 1983-1985. Το 1933 ήταν η μοιραία χρονιά για την ζωή του.
Γνωρίζει και συνεργάζεται με τον Αρτούρο Τοσκανίνι, ερμηνεύοντας το 5ο Κοντσέρτο για πιάνο του Μπετόβεν. Η συνεργασία τους δεν διεκόπη έκτοτε. Την ίδια χρονιά παντρεύεται με πολιτικό γάμο την Βάντα Τοσκανίνι, κόρη του μαέστρου. Το 1939 ο Χόροβιτς εγκαθίσταται οικογενειακώς στη Νέα Υόρκη και πέντε χρόνια μετά παίρνει την αμερικανική υπηκοότητα. Η Αμερική τον τίμησε πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του και μετά το θάνατό του. Το ότι ο Χόροβιτς ήταν Εβραίος και η σύζυγός του Καθολική δεν στάθηκε εμπόδιο.
Μοιάζει ανεκδοτολογική η αφήγηση αλλά προέρχεται από το φιλικό του περιβάλλον: ξεπέρασαν και το ότι τα πρώτα δύο χρόνια δεν μιλούσαν ο ένας τη γλώσσα του άλλου! ευτυχώς μιλούσαν μέτρια έως καλά τα γαλλικά. Απέκτησαν το 1934 ένα παιδί, τη Σόνια η οποία πέθανε στα σαράντα της χρόνια στη Γενεύη εξ αιτίας υπερβολικής δόσης ναρκωτικών. To 1948 ο Χόροβιτς και η Βάντα Τοσκανίνι χώρισαν τυπικά αλλά συνέχισαν να περνούν μαζί μεγάλα χρονικά διαστήματα καθώς αυτή τον συνόδευε στις περιοδείες και τον φρόντιζε.
Το διαζύγιο θα πρέπει να είχε σχέση, έτσι εικάζουν, με τον ομοφυλοφιλικό προσανατολισμό του πιανίστα. Στα λόγια του γνωστού κουτσομπόλη Αρθούρου Ρουμπινστάιν όλοι το γνώριζαν αλλά τον δεχόντουσαν ως ομοφυλόφιλο. Ο πιανίστας David Dubal σε δύο βιβλία του αναφέρει πως ακόμα και στα ογδόντα του, ο Χόροβιτς φωτογράφιζε έναν υφέρποντα ερωτισμό στην ερμηνεία των έργων. Ο Χόροβιτς πάντως δήλωνε με χιούμορ ότι «ως γνωστόν υπάρχουν τρία είδη πιανιστών: Εβραίοι πιανίστες, ομοφυλόφιλοι πιανίστες, και κακοί πιανίστες».
Στη δεκαετία του 1940 αποφάσισε να αναζητήσει βοήθεια στις ψυχιατρικές συνεδρίες καταβεβλημένος από την υπερβολική ένταση του επαγγέλματος, μέχρι που το 1970, αναγκάστηκε να υποβληθεί και σε νέες θεραπείες με ηλεκτροσόκ, επειδή υπέφερε πλέον από τυραννικές καταθλιπτικές εκρήξεις. Με το θάνατο της κόρης του όλα χειροτέρεψαν, ήταν ήδη ένα τραγικά ραγισμένο αγγείο μεγάλης αξίας, όπως έγραψε ένας μουσικός κριτικός.
Μετά το 1980 η σωματική και η ψυχική αντοχή κατέρρευσαν ταυτόχρονα όταν άρχισε να παίρνει υπερβολικές δόσεις αντικαταθλιπτικών, που τα συνδύαζε με κατανάλωση αλκοόλ. Το Νοέμβριο του 1989 πεθαίνει μετά από καρδιακή κρίση, στη Νέα Υόρκη.