9.4.24

Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (1685-1750)

O Γερμανός συνθέτης Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ (Johann Sebastian Bach) θεωρείται μία από τις κορυφαίες φυσιογνωμίες στην ιστορία της μουσικής, καθώς αναγνωρίζεται σ’ αυτόν ότι τελειοποίησε την πολυφωνία και καθιέρωσε ουσιαστικά το τονικό σύστημα, πάνω στο οποίο στηρίζεται το οικοδόμημα της λεγόμενης Δυτικής Μουσικής. Στην εποχή του θαυμαζόταν ως ένας εξέχων οργανίστας, τσεμπαλίστας και κατασκευαστής οργάνων, όχι όμως ως συνθέτης, καθότι εθεωρείτο παρωχημένος. Η αναγνώρισή του άρχισε μετά το 1800 πρώτα στην πατρίδα του και μετά σ’ όλο τον κόσμο.

Ο Μπαχ είναι δημιουργός μεγαλόπνοων έργων εκκλησιαστικής και κοσμικής μουσικής, όπως η «Λειτουργία σε σι ελάσσονα», «Τα κατά Ματθαίον Πάθη», «Τα κατά Ιωάννην Πάθη", το «Ορατόριο των Χριστουγέννων», «Το καλώς συγκερασμένο κλειδοκύμβαλο», «Η τέχνη της φούγκας», «Παραλλαγές Γκόλντνμπεργκ» και «Βρανδεμβούργια Κοντσέρτα». Υπήρξε πολύ μορφωμένος και καλλιεργημένος και ως χαρακτήρας ακέραιος και τίμιος, αλλά καθόλου φιλόδοξος, ήταν δε ένας συνειδητός οικογενειάρχης-έκανε 20 παιδιά.

Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ γεννήθηκε στις 21 Μαρτίου 1685 στο Άιζεναχ του Δουκάτου του Ζάξε-Άιζεναχ (σήμερα στο γερμανικό ομόσπονδο κρατίδιο της Θουριγγίας). Ήταν ο μικρότερος από τα οκτώ παιδιά του βιολιστή Γιόχαν Αμπρόζιους Μπαχ, που ήταν και ο πρώτος του δάσκαλος στη μουσική και της Μαρίας Ελισαβέτας. Μετά τον θάνατο και των δυο γονιών του, την κηδεμονία του ανέλαβε σε ηλικία 10 ετών, ο μεγαλύτερος αδελφός του Γιόχαν Κρίστοφ που εργαζόταν ως μουσικός στην πόλη Όρντρουφ.

Ο αδελφός του τού δίδαξε όργανο και τσέμπαλο και ο πρωτοψάλτης Χέρντερ θεωρητικά και σύνθεση. Ο Γιόχαν Σεμπάστιαν ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του με μεγάλες επιδόσεις, ψάλλοντας παράλληλα στην εκκλησία του Όρντρουφ έως το 1700, οπότε άρχισε να εργάζεται με συμβόλαιο στο Ναό του Αγίου Μιχαήλ στο Λίνεμπουργκ. Έχοντας ήδη διακριθεί για τις φωνητικές του ικανότητες, συνέχισε να σπουδάζει σύνθεση με τον οργανίστα της εκκλησίας.

Το 1703 ανέλαβε τη θέση του οργανίστα σε μια νεόκτιστη εκκλησία, τον Άγιο Βονιφάτιο στο Άρνστατ, έπειτα από πρόσκληση που τού έγινε για τη δοκιμή του καινούργιου οργάνου και μια συναυλία που προκάλεσε θαυμασμό. Εκεί παρουσίασε την πρώτη του καντάτα και σήμερα ο ναός αυτός αποκαλείται «Η εκκλησία του Μπαχ». Το 1707 παντρεύτηκε τη δεύτερη ξαδέρφη του, Μαρία Μπάμπαρα Μπαχ, αφού πρώτα κληρονόμησε ένα θείο του.

Παρ’ όλο που διακρίθηκε σημαντικά ως οργανίστας και γενικά η θητεία του στο Άρνστατ ήταν πολύ επιτυχημένη, αντιμετώπισε πολλά προβλήματα με τους εργοδότες τους, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση. Έτσι, ανέλαβε την θέση του οργανίστα στο Ναό του Αγίου Βλασίου της πόλης Μιλχάουζεν όπου και συνέχισε να γράφει και παρουσιάζει τις τέσσερις επόμενες καντάτες του. Οι επεμβάσεις στο μουσικό του έργο από της εκκλησιαστικές αρχές της πόλης, έγιναν για άλλη μια φορά αιτία παραίτησης.

Το 1708 άρχισε να υπηρετεί στην Αυλή της Βαϊμάρης, αναλαμβάνοντας διάφορα καθήκοντα και γράφοντας πολλά σημαντικά έργα. Μετά την προαγωγή του σε εξάρχοντα (konzertmeister) είχε την υποχρέωση να γράφει και να παρουσιάζει στην Αυλή μια καντάτα το μήνα. Τον πρώτο καιρό ο Μπαχ επιδιδόταν με πάθος στα νέα του καθήκοντα, μέχρις ότου οι σχέσεις του διαταράχτηκαν με την Αυλή. Η φυλάκισή του για ένα μήνα το Νοέμβριο του 1717, επειδή τόλμησε να αψηφήσει απόφαση του τοπικού ηγεμόνα, διέρρηξε οριστικά τις σχέσεις του με την Αυλή της Βαϊμάρης.

Μετά την αποφυλάκισή του, άρχισε να εργάζεται για λογαριασμό του φιλόμουσου πρίγκιπα Λεοπόλδου του Άνχαλτ-Κέτεν. Στο Κέτεν, ο Μπαχ διηύθυνε τη χορωδία και την ορχήστρα στην οποία συμμετείχε και ο Λεοπόλδος ως εκτελεστής βιόλας ντα γκάμπα. Το διάστημα 1717-1723 υπήρξε εξαιρετικά παραγωγικό για το συνθέτη, αφού έγραψε σχεδόν όλα του τα μεγάλα έργα, κοντσέρτα, σονάτες και το πρώτο μέρος του «Καλώς συγκερασμένου κλειδοκύμβαλου».

Το 1720, πέθανε απρόσμενα η σύζυγός του και τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Άννα Μαγκταλένα Βίλκε, κόρη μουσικού. Δεν άργησε όμως να ξαναβρεθεί αντιμέτωπος με προβλήματα, που αυτή τη φορά αφορούσαν στην εκπαίδευση των παιδιών του. Έτσι, για άλλη μια φορά άλλαξε εστία, καταλήγοντας στη Λειψία στη θέση του κάντορα (διευθυντή εκκλησιαστικής χορωδίας) του Ναού του Αγίου Θωμά, την οποία κατείχε όσο ζούσε ο συνθέτης Γιόχαν Κούναου και είχε αρνηθεί ένας άλλος συνθέτης ο γνωστός σήμερα Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν.

Η θέση αυτή, που ήταν και η τελευταία που ανέλαβε ο Μπαχ, ήταν κάτι παραπάνω από εξοντωτική. Ανάμεσα στις άλλες υποχρεώσεις του έπρεπε να μη γράφει μουσική για θέατρο, να δίνει μουσική εκτός από τον Άγιο Θωμά και στο Ναό του Αγίου Νικολάου τις Κυριακές και τις γιορτές, καθώς και σε όποια άλλη περίσταση του ζητηθεί, να διδάσκει στη σχολή του Αγίου Θωμά κ.ά. Οι παρουσίες του και η γενικότερη συμπεριφορά του ελέγχονταν από την τοπική Αρχή και οι έριδες και οι τριβές των εμπλεκομένων στην υπόθεση αυτή έφερναν πολύ συχνά σε αντιπαράθεση το συνθέτη και το συμβούλιο της πόλης.

Ωστόσο, ο Μπαχ ανταποκρίθηκε στα καθήκοντά του, παράγοντας εξαιρετικά μεγάλο όγκο έργου με αξιοσημείωτη σπουδαιότητα. Η όραση του όμως γινόταν ολοένα και ασθενέστερη, ενώ χάθηκε οριστικά ύστερα από δυο αποτυχημένες εγχειρήσεις που τού έκανε ένας πλανόδιος Άγγλος κομπογιαννίτης ονόματι Τζον Τέιλορ. Έτσι, ο ήδη πολύ ταλαιπωρημένος Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, έπειτα από μετεγχειρητικές επιπλοκές και κακή περίθαλψη, πέθανε στις 28 Ιουλίου 1750, σε ηλικία 65 ετών, αφήνοντας πίσω του έντεκα απογόνους (εννέα από τα 20 παιδιά του πέθαναν σε μικρή ηλικία), πέντε εκ των οποίων έγιναν μουσικοί.