8.4.24

Γιάννης Μόρτζος (1940-2024)

Μια βραδιά του 1956, στην Σάμο, ένας ατίθασος 16χρονος έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την τέχνη του θεάτρου παρακολουθώντας μια παράσταση την οποία, ωστόσο, ο γυμνασιάρχης του σχολείου του έχει απαγορεύσει στους μαθητές του ως ακατάλληλη. Την επόμενη μέρα θα πάρει αποβολή. Μέσα στο μυαλό και την καρδιά του, όμως, είχε ήδη εισβάλλει το «μικρόβιο» της θεατρικής τέχνης το οποίο έμελλε να σημαδέψει ανεξίτηλα ολόκληρη τη μετέπειτα ζωή του. Το αγόρι εκείνο ήταν ο Γιάννης Μόρτζος, ο γνωστός ηθοποιός που έφυγε από τη ζωή, στα 83 του χρόνια, έπειτα από ένα μεγάλο χρονικό διάστημα νοσηλείας με αναπνευστικά και καρδιακά προβλήματα.

Το ατίθασο πνεύμα ήταν ένα χαρακτηριστικό που συνόδευε διαχρονικά τον Γιάννη Μόρτζο, έναν, επί δεκαετίες, πιστό, παθιασμένο και τολμηρό εργάτη του θεάτρου, με ιδιαίτερα προσωπικό ερμηνευτικό ύφος, που είχε τη δυνατότητα να ακροβατεί με επιτυχία ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία και να ανταποκρίνεται στις ανάγκες έργων διαφορετικών ρεπερτορίων, από το αρχαίο δράμα και το κλασικό θέατρο μέχρι το σύγχρονο και το θέατρο του παραλόγου. Ο πρώτος εκείνος καλλιτεχνικός σπόρος που φυτεύτηκε μέσα του στο νησί του, την Σάμο, αρχίζει ν’ ανθίζει με την έλευσή του στην Αθήνα όπου κάνει διάφορες δουλειές εργάτη για να ζήσει.

Τα βήματά του όμως τον οδηγούν, συχνά-πυκνά, έξω από κάποιο θέατρο που παίζει επιθεώρηση με πρωταγωνιστή τον Φωτόπουλο ή τον Σταυρίδη. Μέχρι που κάποιο βράδυ ένας φίλος του τού προτείνει να πάνε σε μια παράσταση που ανεβάζει το Υπόγειο του Κουν. Το ίδιο εκείνο βράδυ ο Γιάννης Μόρτζος θα σιγουρευτεί σχετικά με το τι θέλει να κάνει στη ζωή του. Γράφεται άμεσα στη δραματική σχολή του Θεάτρου Τέχνης και παραδίνεται ολοκληρωτικά στα χέρια του μεγάλου δασκάλου του, του Καρόλου Κουν, ενώ από τη μια μέρα στην άλλη βρίσκεται ανάμεσα στους σημαντικότερους νέους ηθοποιούς της εποχής, τον Μίμη Κουγιουμτζή, τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο, τον Θύμιο Καρακατσάνη, τη Μάγια Λυμπεροπούλου, τον Γιώργο Αρμένη.

Η πρώτη του επίσημη θεατρική εμφάνιση θα είναι στους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη, στον ρόλο του κορυφαίου του Χορού, μια παράσταση η οποία, όπως ο ίδιος είχε εξομολογηθεί, τον σημάδεψε. Θα ακολουθήσουν δεκάδες ακόμη παραστάσεις και πολλοί σημαντικοί ρόλοι στο Θέατρο Τέχνης το οποίο θα αποτελέσει το μόνιμο θεατρικό του σπίτι για είκοσι ολόκληρα χρόνια. Στο διάστημα αυτό θα διευρύνει στο μέγιστο το ρεπερτόριό του και θα συνεργαστεί με την αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου, ηθοποιούς, μουσικούς, μεταφραστές σκηνογράφους.

Μέχρι που ένα βράδυ θα συναντήσει τον Ανδρέα Παπανδρέου, η χαρισματική προσωπικότητα του οποίου θα καταφέρει να τον αποσπάσει, για πρώτη φορά, από την ευλαβική προσήλωσή του στο θέατρο: «Γνωριστήκαμε με τον Ανδρέα Παπανδρέου το 1966 λίγο πριν από τη χούντα, στο Τέχνης είχαμε ανεβάσει το «Οδυσσέα γύρισε σπίτι», του Καμπανέλλη. Ήρθε ο Ανδρέας να δει την παράσταση. Τελειώνοντας μας χαιρέτησε, κάτι μου άναψε ένα λαμπάκι, του λέω θέλω να σας δω. Με κάλεσε στη Σουηδίας 56. Ήταν το γραφείο του, σαν κέντρο που πηγαίνανε οι στενοί φίλοι. Το 1966 περιμέναμε τη χούντα, φαίνονταν τα πράγματα. Κατά κάποιο τρόπο ήθελα να τον δω και να του εκμαιεύσω μερικά πράγματα» είχε διηγηθεί ο ίδιος.

Τελικά ο Γιάννης Μόρτζος θα γίνει ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, θα κατέβει υποψήφιος στις εκλογές του 1981 ενώ θα ασχοληθεί ενεργά και με συνδικαλισμό ενώ από το 1986 έως το 1994 θα διατελέσει δημοτικός σύμβουλος Αθηναίων. Είναι αλήθεια πως η ενασχόλησή του με την πολιτική τον απομάκρυνε για ένα διάστημα από τις καλλιτεχνικές του ενασχολήσεις. Θα επανέλθει, όμως, δριμύτερος, παίζοντας στο Ελεύθερο Θέατρο και στη συνέχεια θα στήσει τη δική του σκηνή, το θέατρο Τέσσερις Εποχές-Γιάννης Μόρτζος όπου θα ανεβάσει παραστάσεις που ονειρεύεται.

Ανάμεσά του βιογραφίες σημαντικών προσωπικοτήτων όπως ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο Σωκράτης, η Μάρθα Φρόιντ, ο Γιαννούλης Χαλεπάς, ο Θεόφιλος. Στο πλευρό του, σε αυτόν τον θεατρικό μαραθώνιο, θα βρίσκεται σταθερά η τρίτη κατά σειρά σύζυγός του, η θεατρολόγος-ηθοποιός, Γιούλη Ζήκου, με την οποία θα συμπορευτεί μέχρι το τέλος της ζωής του, ενώ μεγάλο μέρος του χρόνου του αφιερώνει και στην διδασκαλία νέων ηθοποιών.

Για τον Γιάννη Μόρτζο το θέατρο ήταν ο κόσμος του όλος. Γι’ αυτό και κατ΄ επιλογήν δεν εργάστηκε στον κινηματογράφο ενώ οι τηλεοπτικές δουλειές του ήταν λίγες και επιλεγμένες. Μεταξύ αυτών οι «Χαίρε Τάσο Καρατάσο», «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή», «Χαιρέτα μου τον πλάτανο» κ.α. Διαχρονικός επαναστάτης, με άποψη και τσαγανό, ο Γιάννης Μόρτζος δεν δίσταζε να εκφράσει δημόσια τις απόψεις του σχετικά με θέματα της επικαιρότητας ακόμη κι όταν γνώριζε ότι θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Ευθύς, ειλικρινής, σκληρός ενίοτε, φρόντιζε να δίνει ξεκάθαρο το στίγμα του πάνω αλλά και κάτω από τη σκηνή.