Ο Γεώργιος Ιακωβίδης (1853-1932) ήταν Έλληνας ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του καλλιτεχνικού κινήματος της Σχολής του Μονάχου. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης γεννήθηκε το 1853 στα Χύδηρα της Λέσβου. Σε ηλικία 13 ετών πήγε στη Σμύρνη, για να ζήσει με το θείο του και να φοιτήσει στην Ευαγγελική Σχολή, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Από νωρίς έδειξε ενδιαφέρον για την τέχνη και κυρίως για την ξυλογλυπτική. Το 1868 ακολούθησε το θείο του στη Μενεμένη και το 1870 με την προτροπή και την οικονομική βοήθεια του Μιχαήλ Χατζηλουκά, ξυλέμπορου, συνεργάτη του θείου του, αποφάσισε να σπουδάσει γλυπτική στην Αθήνα.
Το 1870 εγγράφηκε στο Σχολείο των Τεχνών, την μετέπειτα Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Δάσκαλοί του στην Αθήνα ήταν ο Νικηφόρος Λύτρας και ο γλύπτης Λεωνίδας Δρόσης. Αποφοίτησε με άριστα τον Μάρτιο του 1877, ενώ είχε ήδη αρχίσει να διακρίνεται για το ζωγραφικό του ταλέντο. Το Νοέμβριο του 1877 ο Γεώργιος Ιακωβίδης έλαβε υποτροφία από το ελληνικό κράτος και αναχώρησε για το Μόναχο με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της πόλης. Δάσκαλοί του εκεί ήταν ο Ludwig νοn Löfftz, ο Wilhelm νοn Lindenschmidt και ο Gabriel νοn Max.
Το 1883 αποφοίτησε από την Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου και για τα επόμενα δεκαεφτά χρόνια συνέχισε να εργάζεται στην ίδια πόλη. Το 1878 δημιούργησε στο Μόναχο δικό του εργαστήριο και σχολή ζωγραφικής θηλέων που λειτούργησε μέχρι το 1898. Με το ταλέντο και την εργατικότητά του, έγινε ευρύτατα γνωστός και αγαπητός. Οι διακρίσεις άρχισαν να διαδέχονται η μία την άλλη: «Χρυσούν μετάλλιον» στην Αθήνα το 1888, ιδιαίτερο βραβείο των Παρισίων 1889, «Βραβείο τιμής» στη Βρέμη το 1890, «Χρυσούν μετάλλιον» του Βερολίνου το 1891, «Χρυσούν μετάλλιον» του Μονάχου το 1893, το «Οικονόμειον βραβείον» στην Τεργέστη το 1895, το βραβείο Βαρκελώνης το 1898 και το χρυσό μετάλλιο στο Παρίσι το 1900.
Το 1889 πέθανε η σύζυγός του, Άγλα. Το γεγονός αυτό σημάδεψε τη ζωή του και λέγεται πως κατόπιν σταμάτησε να ζωγραφίζει χαρούμενα παιδικά θέματα. Το 1900 ιδρύθηκε η Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδας και ο Γεώργιος Ιακωβίδης κλήθηκε από την ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει στην Ελλάδα, όπου διορίστηκε πρώτος της έφορος. Μετά το θάνατο του δασκάλου του, Νικηφόρου Λύτρα, το 1904, διορίστηκε ως άμισθος καθηγητής ελαιογραφίας στην Σχολή Καλών Τεχνών. Για την προσφορά του αυτή, του απονεμήθηκε ο «Χρυσούς Σταυρός των Ιπποτών».
Κατά την ίδια περίοδο, ο Ιακωβίδης, ως ο αγαπημένος προσωπογράφος της βασιλικής οικογένειας και της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας, ήταν ήδη ένας από τους λίγους ευκατάστατους Έλληνες ζωγράφους. Το 1910, με τον διαχωρισμό της Σχολής Καλών Τεχνών από το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, με βασιλικό διάταγμα, του ανατέθηκε η διεύθυνση του Σχολείου των Καλών Τεχνών. Το 1914, ο Ιακωβίδης τιμάται με το «Αριστείον των Γραμμάτων και Τεχνών» και το 1918, τη θέση του στη διεύθυνση της Εθνικής Πινακοθήκης αναλαμβάνει ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου.
Το 1926, ορίζεται ως ένα από τα τριάντα οκτώ μέλη της νεοσυσταθείσας Ακαδημίας Αθηνών. Το 1930, αποχωρεί από τη διεύθυνση της Ανωτάτης, πλέον-μετά την αναδιοργάνωσή της-Σχολής Καλών Τεχνών, με τον τίτλο του «επίτιμου διευθυντή». Πέθανε το 1932, λίγο καιρό πριν κλείσει τα ογδόντα. Η Εθνική Πινακοθήκη τον τίμησε με μεγάλη αναδρομική έκθεση το Νοέμβριο του 2005. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης υπηρέτησε πιστά τον γερμανικό ακαδημαϊκό νατουραλισμό της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου».
Τα θέματά του, παρ’ ότι ζωντανά και γεμάτα ελληνικό φως, διακατέχονται από τη θεατρικότητα και την αυστηρότητα που επέβαλε ο ακαδημαϊσμός. Η στάση του απέναντι στον γαλλόφερτο ιμπρεσιονισμό ήταν ιδιαιτέρως επικριτική. Γι’ αυτό κατηγορήθηκε ότι έβαλε τροχοπέδη στην εισαγωγή νεωτεριστικών καλλιτεχνικών ρευμάτων στην Ελλάδα. Αν και ήταν πιστός στη Σχολή του Μονάχου και οπαδός του ακαδημαϊσμού, οι νεότεροι κριτικοί υποστηρίζουν ότι δεν στάθηκε εμπόδιο σε νεωτεριστές μαθητές του, έστω κι αν δεν συμμεριζόταν τους δρόμους που ακολουθούσαν.
Στα χρόνια της παραμονής του στη Γερμανία, τα θέματα του ήταν κυρίως σκηνές της καθημερινής ζωής, ιδίως συνθέσεις με παιδιά, εσωτερικά σπιτιών, νεκρές φύσεις, λουλούδια και άλλα. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα στράφηκε προς τη δημιουργία πορτραίτων και υπήρξε ένας από τους πιο σπουδαίους Έλληνες προσωπογράφους. Ο Γεώργιος Ιακωβίδης έχει αφήσει μεγάλο ζωγραφικό έργο, περίπου 200 ελαιογραφίες που σώζονται στα μεγαλύτερα μουσεία της Ευρώπης και Αμερικής, στην Πινακοθήκη Αθηνών και σε διάφορες ιδιωτικές συλλογές.
Διακρίθηκε ως ζωγράφος παιδικών σκηνών, προσωπογραφίας και ανθογραφίας. Από τα έργα του τα πλέον γνωστά είναι: η «Παιδική συναυλία» (Πινακοθήκη Αθηνών), ο «Παιδικός καυγάς», ο «Κακός Εγγονός», το «Σκουλαρίκι», ο «Πάππος και εγγονός», τα «Πρώτα βήματα», η «Μητρική στοργή», το «Κτένισμα της εγγονής», η «Κρέουσα» κ.ά. Οι παιδικές σκηνές των έργων του χαρακτηρίστηκαν ως δείγματα νατουραλιστικής ειλικρίνειας. Το προσωπικό ημερολόγιο του καλλιτέχνη, όπου αναγράφονται τα έργα του χρονολογικά από το 1878 έως το 1919, δωρήθηκε στην Εθνική Πινακοθήκη από το γιο του ζωγράφου, γνωστό ηθοποιό Μιχάλη Ιακωβίδη, το 1951. Ο Νικόλαος Γύζης έλεγε για τον Ιακωβίδη: «Τον Ιακωβίδη τον αγαπώ και τον εκτιμώ γιατί πραγματικά είναι ο μόνος εκ των νέων Ελλήνων ενταύθα που ήξερε γιατί ήρθε στο Μόναχο».
«Ο Γεώργιος Ιακωβίδης σαν άνθρωπος ήταν συμπαθής. Μελαχρινός με μικρό ανάστημα. Δίνει την εντύπωση ιδιαίτερα σοβαρού ανθρώπου, λιγομίλητου. Πίσω όμως από τη σοβαρότητά του, κρύβεται μια παιδική καλλιτεχνική ψυχή με σπάνια ευγένεια αισθημάτων. Λατρεύει την Ελλάδα και θέλει να είναι χρήσιμος για αυτήν. Για τους συναδέλφους του μιλούσε με απαράμιλλη αγάπη. Πιστεύω πως αν κοιτάξουμε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του και τη ζωή που τους δίνει, αμέσως αποκτούμε δική μας εντύπωση για το πώς θα ήταν ο Ιακωβίδης σαν άνθρωπος. Σαν ένας καλλιτέχνης βέβαιος για τον εαυτό του», έγραφε ο Τ. Σπητέρης στο περιοδικό «Εστία» στις 16/4/1954.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης καθιερώθηκε ως ο ζωγράφος των παιδιών. Οι περισσότεροι πίνακές του με θέμα την παιδική ηλικία ζωγραφίστηκαν στο Μόναχο-διαδεδομένο θέμα της βαυαρικής ζωγραφικής-κυρίως μετά το 1882, όπου και παρέμεινε μέχρι το 1900, γνωρίζοντας την επαγγελματική καθιέρωση. Οι πίνακές του με αυτή τη θεματολογία, βρίσκουν θερμή ανταπόκριση τόσο από τους κριτικούς, όσο και από το αγοραστικό κοινό της γερμανικής πρωτεύουσας.
Τα πρώτα του έργα με παιδιά έχουν έντονο ηθογραφικό χαρακτήρα, με πρωταγωνιστές νεαρούς βιοπαλαιστές. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει για τη φευγαλέα έκφραση και την ελεύθερη πινελιά του το «Ιταλόπαιδο που γελάει», που παραπέμπει σε παλιότερους δασκάλους του είδους, όπως ο Βελάσκεθ, ο Μουρίγιο και ο Φραντς Χαλς. Από το 1883, με τα «Μικρά βάσανα» και τον «Κακό εγγονό», αρχίζει να κυριαρχεί στη θεματογραφία του Ιακωβίδη ο διάλογος ανάμεσα στις δύο ακραίες ηλικίες της ζωής.
Ο ζωγράφος φαίνεται να προετοιμάζει τις συνθέσεις του με γρήγορα σκίτσα, είτε με μολύβι είτε με λάδι, όπου προσπαθεί να συλλάβει τη φευγαλέα έκφραση και τη στιγμιαία κίνηση. Ως το τέλος της δεκαετίας του ’80 οι σκηνές διαδραματίζονται σε εσωτερικούς χώρους και προβάλλονται σ’ ένα σχετικά σκοτεινό φόντο, ενώ η τονικότητα που κυριαρχεί είναι το καφετί και τα γαιώδη της ακαδημαϊκής ζωγραφικής. Ο φωτισμός είναι διάχυτος με απροσδιόριστη πηγή. Οι γέροντες είναι ντυμένοι συνήθως με σκουρόχρωμα ρούχα που χαρίζουν περισσότερη λάμψη στα χαρούμενα ανοιχτόχρωμα παιδικά ενδύματα.
Ο Γεώργιος Ιακωβίδης κατανοώντας την ψυχολογία των μικρών παιδιών, αποτυπώνει με τρυφερότητα και αγάπη τα αθώα παιδικά πρόσωπα στον καμβά του, σε οποιαδήποτε εθνικότητα και αν ανήκουν αυτά. Άλλωστε η παιδική ψυχή δεν γνωρίζει από διακρίσεις. Άλλοτε ντυμένα με ακριβά ρούχα και άλλοτε με φτωχά κουρέλια, η ζωγραφική του, προσδίδει τέλεια την αγνότητα και την παιδική αθωότητα. Η ρεαλιστική απεικόνιση, η ακρίβεια των χαρακτηριστικών, οι κινήσεις και οι εκφράσεις των παιδιών, ακόμα κι αυτές που δεν δηλώνουν ευτυχία, αλλά θυμό και δυσαρέσκεια, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του σπουδαίου αυτού Έλληνα ζωγράφου.
Τα αναπαριστά να θυμώνουν, να κλαίνε, να φωνάζουν, έχοντας πάντα στο πλάι τους τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους. Ο Ιακωβίδης αγαπά να αποτυπώνει τις δύο αυτές ακραίες ηλικίες και την ξεχωριστή σχέση μεταξύ τους. H αντίθεση ανάμεσα στην τρίτη ηλικία και στα παιδιά, τόσο στην έκφραση και στις κινήσεις, όσο και στην ψυχοσύνθεσή τους, ασκεί στον Ιακωβίδη μια τρομερή γοητεία. Σχεδόν πάντα οι γέροντες απεικονίζονται υπομονετικοί και συγκαταβατικοί, κρατώντας στην αγκαλιά τους τα εγγόνια τους, που εξακολουθούν να τους ταλαιπωρούν με τα καμώματά τους, με το κλάμα ή με τις φωνές τους, απαιτώντας την πλήρη προσοχή τους και την αποκλειστική ενασχόληση μαζί τους.
Είναι τέτοια η οξυδέρκεια του ζωγράφου και η παρατηρητικότητά του, που καταφέρνει να αποτυπώσει ακόμα και την ανεξάντλητη ενεργητικότητά τους, η οποία απεικονίζεται με τα διαρκώς απλωμένα χεράκια τους και την έντονη κινητικότητα, κύριο χαρακτηριστικό του νεαρού της ηλικίας. Κατορθώνει με αυτό τον τρόπο έτσι να ενώσει, μέσω του καμβά του, δύο διαφορετικές γενιές, που αντικατοπτρίζουν την οικογενειακή θαλπωρή και τη σχέση αγάπης, τον σεβασμό και τις αξίες που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία στη ζωή μας και προέρχονται μέσα από τους κόλπους της οικογένειας.
Από τη στιγμή που ο Ιακωβίδης εγκαθίσταται στην Αθήνα, ζωγραφίζει περισσότερο πίνακες που έχουν σαν θέμα τη νεκρή φύση και κυρίως προσωπογραφίες. Το εργαστήριό του στην Αθήνα ήταν ένα διαμέρισμα γεμάτο πλούτο. Σε συνέντευξή του, αναφέρει ότι αυτό το θεωρούσε προϋπόθεση για τη δημιουργία της κατάλληλης καλλιτεχνικής ατμόσφαιρας, ώστε να πείσει τους μαικήνες του να φανούν γενναιόδωροι. Η καλλιτεχνική του ευαισθησία όμως είχε τέτοιο βάθος, ώστε να αντιλαμβάνεται τις ανάγκες των φτωχών και αδύναμων και να τους συνδράμει με μέρος των χρημάτων που κέρδιζε από τους πλούσιους.
Από τον βασιλικό οίκο ως τους εκπροσώπους της πολιτικής και οικονομικής ζωής του τόπου, όλοι φιλοδοξούν να αποκτήσουν ένα πορτραίτο από τον διάσημο ζωγράφο. Και όντως η ζωγραφική του παρακαταθήκη είναι ιδιαιτέρως πλούσια. Όπως παρατηρεί εύστοχα η επιμελήτρια της Εθνικής Πινακοθήκης κυρία Όλγα Μεντζαφού, που αφιέρωσε στον Ιακωβίδη μια λαμπρή διατριβή, από το τέλος της δεκαετίας του 1880 η διάθεση, η χρωματολογία και ο φωτισμός αλλάζουν στους πίνακες του ζωγράφου, που διανύει μια ευτυχισμένη περίοδο στη ζωή του, ύστερα από το γάμο του και τη γέννηση του μοναχογιού του.
Οι μορφές προβάλλονται τώρα πάνω σ’ ένα φωτεινό φόντο και τα χρώματα ζωηρεύουν. Ένα δυνατό κόκκινο, που τοποθετείται στον πίνακα ανόθευτο, καθαρό πάνω σ’ ένα φρούτο, στα καλτσάκια ενός παιδιού, στο κουβάρι της γιαγιάς που πλέκει, ζωντανεύει τον πίνακα. Ακόμη και στα σκούρα ρούχα της γιαγιάς κυκλοφορούν υπέροχες συγχορδίες χρωμάτων: πράσινα, βυσσινιά, μαβιά, ρόδινα φώτα. H λειτουργία του φωτός αλλάζει επίσης. H πηγή του προσδιορίζεται τώρα μέσα στον πίνακα. Το φως έρχεται από ένα ανοιχτό παράθυρο, που τοποθετείται πάντα αριστερά, όπως το είχαν καθιερώσει οι Ολλανδοί ηθογράφοι του 17ου αιώνα, με προεξάρχοντα τον Βερμέερ.
Το φως λούζει τις μορφές. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφέρουν τα «Πρώτα βήματα» (1892), με το μωρό που βηματίζει χαρούμενο προς την ανοιχτή αγκαλιά της αδελφής του και στον κόσμο, να μεταμορφώνεται το ίδιο σε λευκόξανθη πηγή φωτός. Όσο ο 19ος αιώνας πλησιάζει προς το τέλος του ο Ιακωβίδης γίνεται πιο τολμηρός. Αρχίζει να εστιάζει στο φως. Κυριαρχεί η έντονη αντίθεση φωτός-σκιάς (κιαροσκούρο). Τοποθετεί την πηγή φωτός πίσω από τη σκηνή που απεικονίζει και τη φωτίζει με αντίθετη φορά. Έτσι οι μορφές μεταβάλλονται σε σκοτεινές σιλουέτες, ενώ τα περιγράμματά τους διαγράφονται πολύ πιο έντονα.
Οι μορφές στο ύπαιθρο, μέσα στο φυσικό φως που ζωντανεύει τα χρώματα, αποδίδονται τώρα με γρήγορες ελεύθερες πινελιές και αποκαλύπτουν έναν Ιακωβίδη που φαίνεται να έχει έρθει σε επαφή με τον γαλλικό υπαιθρισμό (τάση που αναφέρεται στη ζωγραφική στην ύπαιθρο, σε φυσικό περιβάλλον). Άλλωστε το μήνυμα της νέας τέχνης είχε αρχίσει να μεταμορφώνει και τη ζωγραφική των Γερμανών ομοτέχνων του. Υπάρχει λοιπόν η αίσθηση της επίδρασης του υπαιθρισμού και του ιμπρεσιονισμού.
Στη χρωματολογία του κυριαρχούν τώρα τα προσφιλή στους ιμπρεσιονιστές ζεύγη των συμπληρωματικών (πορτοκαλί με γαλάζιο, κίτρινο με μωβ, πράσινο με κόκκινο). Τη θριαμβευτική κορύφωσή της θα γνωρίσει αυτή η τάση στην ξακουστή «Παιδική συναυλία» (1899-1900). Κάποια από αυτά του τα έργα με την πιο γρήγορη και νευρική πινελιά, τις χρωματικές αντιθέσεις και την έμφαση της απόδοσης της στιγμής (πράγμα που μας μεταφέρει αρκετά μάλιστα στον γαλλικό ιμπρεσιονισμό άρα και στην απομάκρυνση της περιγραφικής πιστότητας) είναι «Η όχθη του ποταμού», «Παιδί με ποτιστήρι», «Το άρμεγμα της αγελάδας», «Ο Βασιλικός Κήπος».
Ο Ιακωβίδης οδήγησε τη ζωγραφική της Σχολής του Μονάχου στα ακραία της όρια. Δεν ήταν ασφαλώς επαναστάτης. Υπήρξε όμως σπουδαίος τεχνίτης και απαράμιλλος σχεδιαστής. Κυρίως όμως μας αποκάλυψε με την τέχνη του έναν κόσμο βαθιά ανθρώπινο, πλούσιο σε αισθήματα και συγκινήσεις. H ζεστασιά, η ανθρωπιά που αποπνέουν τα έργα του είναι αρχετυπική και άμεσα μεταδοτική. Ίσως αυτό εξηγεί γιατί οι πίνακες του Ιακωβίδη, ιδιαίτερα αυτοί που αφιέρωσε στα παιδιά, είναι τόσο δημοφιλείς, αναφέρει η κ. Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης, στην εφημερίδα «Το Βήμα» στις 24 Νοεμβρίου 2008.
Στα Χύδηρα της Λέσβου, στη γενέτειρα του ζωγράφου, έχει δημιουργηθεί το πρώτο εξ ολοκλήρου Ψηφιακό Μουσείο Τέχνης στην Ελλάδα.