Ο Γκέοργκ Φίλιπ Τέλεμαν γεννήθηκε στο Μαγδεμβούργο της Γερμανίας στις 14 Μαρτίου του 1681. Ήταν μέλος μιας οικογένειας με μακρά και ισχυρή παράδοση στα εκκλησιαστικά επαγγέλματα. Η μητέρα του Μαρία ήταν κόρη ενός προτεστάντη πάστορα και ο πατέρας του που δίδασκε σε σχολείο, μετά τη γέννηση του Γκέοργκ έγινε ιερέας. Και οι δύο γονείς θεώρησαν δεδομένο ότι ο γιος τους θα ακολουθούσε την οικογενειακή παράδοση στα εκκλησιαστικά επαγγέλματα και άρχισαν να τον εκπαιδεύουν ανάλογα. Όταν το 1685 ο πατέρας του πέθανε, η Μαρία Τέλεμαν αγωνίστηκε μόνη για να αναθρέψει τον Γκέοργκ και τον αδελφό του.
Στην πραγματικότητα ο Γκέοργκ ήταν αυτοδίδακτος. Στα δέκα του χρόνια ωστόσο έπαιζε φλάουτο, βιολί, πιάνο και τσίτερ. Την ίδια εποχή άρχιζε να δοκιμάζει τις ικανότητές του στη σύνθεση. Στα δώδεκα είχε ήδη αρκετή αυτοπεποίθηση, ώστε να επιχειρήσει τη σύνθεση της πρώτης του όπερας, «Ζίγκιζμουντ». Η μητέρα του όμως θεωρούσε ότι ο γιος της ξόδευε πολύ χρόνο για τη μουσική σε βάρος άλλων μαθημάτων. Φοβόταν πως τον περίμενε ένα αβέβαιο μέλλον, μην έχοντας κάποιο οικογενειακό εισόδημα, ούτε πατρική υποστήριξη σε περίπτωση που τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά.
ΔΡΑΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ
Έτσι κατέφυγε σε δυναμικές λύσεις. Απομάκρυνε όλα τα μουσικά όργανα του Γκέοργκ και στη συνέχεια το 1963 έστειλε τον αναστατωμένο δωδεκάχρονο σε ένα σχολείο στο μακρινό Τσέλερφελντ. Ο ίδιος ο διευθυντής του σχολείου ανέλαβε την υποχρέωση να προσέχει τον Γκέοργκ, ώστε να μην κατασπαταλά τον χρόνο του σε άχρηστες συνθέσεις. Όμως, κατά ειρωνεία της τύχης, ο διευθυντής γρήγορα ανακάλυψε το απαράμιλλο ταλέντο του αγοριού και το ενθάρρυνε. Ο Γκέοργκ ανταποκρίθηκε αφιερώνοντας τις πρώιμες συμφωνίες του στην ορχήστρα της πόλης.
Μετά από τέσσερα χαρούμενα χρόνια στο Τσέλερφελντ εγκαταστάθηκε στο Χίλντεσχαϊμ για ανώτερες σπουδές. Εκεί το ταλέντο του περιορίστηκε σε συνθέσεις σκηνικής μουσικής για σχολικά έργα και σε καντάτες για την τοπική Ρωμαιοκαθολική εκκλησία. Το 1701, ο εικοσάχρονος Γκέοργκ γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Λειψίας. Ήταν τόσο αποφασισμένος να εκπληρώσει τις προσδοκίες της μητέρας του, ώστε άφησε όλα τα μουσικά του όργανα στο σπίτι. Παρόλα αυτά εξακολούθησε να συνθέτει κρύβοντας τις παρτιτούρες στο δωμάτιό του. Όμως, όταν κάποιος φίλος ανακάλυψε τυχαία μια καντάτα του και οργάνωσε την ερμηνεία της στην τοπική εκκλησία, ο Τέλεμαν δεν μπορούσε πια να κρύψει τα μουσικά του χαρίσματα.
Ακόμη και ο δήμαρχος της Λειψίας του ανέθεσε να συνθέσει για τη φημισμένη εκκλησία του Αγ. Θωμά. Μόλις μετά από 12 μήνες σπουδών, οι ελπίδες της μητέρας του για μια σταδιοδρομία στην εκκλησία εξανεμίστηκαν. Στην ηλικία των 21, η μουσική καριέρα του Τέλεμαν είχε αρχίσει δυναμικά. Αρχικά κέρδιζε λίγα από τις συνθέσεις, γι΄αυτό παρέδιδε μαθήματα μουσικής. Αν και ήταν μάλλον άσχημος-η μύτη του ήταν δυσανάλογα μεγάλη για το πρόσωπό του και είχε τάσεις παχυσαρκίας-οι άνετοι τρόποι του προσέλκυαν πολλούς μαθητές. Σύντομα ήταν σε θέση να ιδρύσει δικό του κολέγιο μουσικής, με μια διαφορά όμως.
Ο Τέλεμαν πίστευε πως, εάν ένας μουσικός διαθέτει ταλέντο, θα έπρεπε να είναι σε θέση να το εκμεταλλευτεί. Έτσι δίδασκε στους μαθητές του πως να παίζουν μπροστά σε ακροατήριο-πως να γίνουν επαγγελματίες μουσικοί. Αυτό ανέτρεπε το κατεστημένο. Πολλοί από τους συναδέλφους του σοκαρίστηκαν από την εμπορευματοποίηση της μουσικής που εισήγαγε και την αντιμετώπισαν σαν κυνήγι πλούτου. Ο Τέλεμαν δεν έδωσε σημασία. Ήταν ιδιαίτερα απασχολημένος στη νέα θέση του Διευθυντή της Όπερας της Λειψίας. Συνέθεσε τέσσερις όπερες σε ισάριθμα χρόνια και χρησιμοποίησε ως ερμηνευτές τους μαθητές του.
ΟΠΑΔΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΞΟΡΓΙΖΟΝΤΑΙ
Ο Τέλεμαν επεξέτεινε τις δραστηριότητές του. Έγινε οργανίστας στη Νόικιρχε, όπου ήταν εύκολο να συνθέτει τις καντάτες που του ζητούσαν-συνταιριάζοντας τη νέα του δουλειά με τις υπόλοιπες υποχρεώσεις του. Αυτό εξόργισε τους οπαδούς της παράδοσης που θεωρούσαν, πως ένας συνθέτης εκκλησιαστικής μουσικής δε θα έπρεπε να κερδίζει χρήματα από τις συνθέσεις του και φυσικά όχι από κάτι τόσο φαύλο σαν την όπερα.
Τα πραγματικά αίτια των αντιρρήσεων των επικριτών του βασίζονταν στην αδυναμία τους να ανταγωνιστούν το ταλέντο του-μονοπωλούσε έναν τομέα από τον οποίο θα μπορούσαν να επωφεληθούν. Ο Τέλεμαν υπέμεινε τη ζηλοφθονία τους έως ότου παρουσιάστηκε μια καλύτερη ευκαιρία. Ανέλαβε τη θέση του Μουσικού Διευθυντή στην αυλή του Κόμη Έρντμαν στο Ζόραου (σήμερα στην Πολωνία), όπου και εγκαταστάθηκε το 1705.
ΠΡΩΤΟΓΟΝΗ ΟΜΟΡΦΙΑ
Κατά τη διαμονή του στην Πολωνία, ο Τέλεμαν πέρασε πολλές ώρες παρακολουθώντας τους Πολωνούς χωρικούς να παίζουν μουσική και να χορεύουν. Γοητεύτηκε από την «πρωτόγονη ομορφιά» και ενσωμάτωσε τα νέα ακούσματα στις συνθέσεις του. Ο Τέλεμαν αγαπούσε τις απλές μελωδίες, που οι συνηθισμένοι άνθρωποι μπορούσαν να καταλάβουν. Έγινε διάσημος συνθέτοντας ανεπιτήδευτη μουσική και αυτή η ευρεία απήχηση τον κατέστησε πρώτο συνθέτη στη Γερμανία. Όπως και στη Λειψία, τα επιτεύγματα του προκάλεσαν την έχθρα πολλών. Αδιαφόρησε και συνέχισε απτόητος. Η ίδια ιστορία επαναλήφθηκε στο Άιζεναχ (όπου συνάντησε τον Μπαχ), στη Φρανκφούρτη και στο Αμβούργο.
Κατά τη διάρκεια περιόδων σταθερότητας παντρεύτηκε δύο φορές. Η πρώτη του γυναίκα, Λουίζε Έμπερλιν, κόρη του συνθέτη Ντάνιελ, πέθανε στη γέννα της κόρης τους, το 1711. Τρία χρόνια αργότερα ο Τέλεμαν ερωτεύτηκε ξανά και παντρεύτηκε τη Μαρία Καταρίνα Τέξτορ, κόρη ενός δημοτικού υπαλλήλου της Φρανκφούρτης. Ο γάμος τους κράτησε αρκετό καιρό. Απόκτησαν 10 παιδιά, από τα οποία τα περισσότερα πέθαναν δυστυχώς σε βρεφική ηλικία. Η Μαρία τελικά το έσκασε με ένα Σουηδό αξιωματικό του στρατού.
ΑΠΑΡΑΜΙΛΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Ο διορισμός του Τέλεμαν ως Μουσικού Διευθυντή σε πέντε εκκλησίες στο Αμβούργο το 1721 και στη συνέχεια, τα επόμενα χρόνια, στην Όπερα του Αμβούργου, σηματοδότησε την αρχή 20 χρόνων απαράμιλλης επιτυχίας. Συνέθεσε περισσότερες από 40 όπερες και εκατοντάδες καντάτες με τον ρυθμό των δύο έργων την εβδομάδα. Το 1733 έγραψε 18 εορταστικές συνθέσεις, γνωστές ως «Τάφελμουζικ» (Μουσική του Τραπεζιού-μουσική που παίζεται κατά τη διάρκεια ή μετά από ένα γεύμα). Ίδρυσε επίσης κολέγιο μουσικής και διηύθυνε πολλές παραγωγές όπερας.
Ο Τέλεμαν ήταν ανεξάντλητος. Η δίψα του για επιτυχία μετατρεπόταν σε δημιουργική δύναμη. Πίστευε πως ένας συνθέτης θα έπρεπε να επωφελείται από το έργο του και έτσι εκμεταλλεύτηκε όλη του τη δημοτικότητα για τις συναυλίες και την έκδοση των χειρογράφων του. Συνέταξε τις δικές του διαφημίσεις και σχεδίασε τα εξώφυλλα των εκδόσεων των έργων του.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ
Ξαφνικά, το 1740 έπαψε να συνθέτει. Αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στην έκδοση βιβλίων μουσικής θεωρίας. Για 15 χρόνια έως το 1755 δε συνέθεσε τίποτα. Παρακινούμενος από τον φίλο του και συνθέτη Χέντελ, άρχισε να συνθέτει ξανά στην ηλικία των 74 και συνέχισε μέχρι τον θάνατό του, ακόμα και όταν η όρασή του άρχισε να φθίνει. Συνέθεσε, την περίοδο αυτή, κυρίως ορατόρια. Πέθανε το 1767 στην ηλικία των 86 χρόνων.