Ο Μανώλης Αγγελόπουλος ήταν ελληνοτσιγγάνος βάρδος του λαϊκού τραγουδιού. Υπήρξε ο μόνος τραγουδιστής που αμφισβήτησε την πρωτοκαθεδρία του Στέλιου Καζαντζίδη τη δεκαετία του '60. Μέχρι και σήμερα παραμένει ίνδαλμα για τους ομοφύλους του. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος γεννήθηκε στις 8 Απριλίου του 1939 σ’ ένα τσαντίρι στον Άγιο Αθανάσιο Δράμας, όπου ζούσε εκείνη την περίοδο η οικογένειά του, αλλά έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω. Ο πατέρας του, Ηλίας Αγγελόπουλος, ήταν πλανόδιος μικροπωλητής και πέθανε όταν ο Μανώλης ήταν 13 ετών. Έτσι, το νεαρό τσιγγανόπουλο βγήκε νωρίς στη βιοπάλη.
Δούλεψε λουστράκος, γυρολόγος, σιδεράς και πωλητής χαλιών, πάντα με το τραγούδι στα χείλη. Με την προτροπή του εξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου, που έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη και την ενθάρρυνση του λαϊκού συνθέτη Θεόδωρου Δερβενιώτη, που ενθουσιάστηκε με την ποιότητα της φωνής του, αποφάσισε στα 17 του να ασχοληθεί επαγγελματικά με του τραγούδι. Στα τέλη του 1956 άρχισε τις εμφανίσεις σε λαϊκό κέντρο του Χαϊδαρίου, δίπλα στον Στράτο Παγιουμτζή και τη Σωτηρία Μπέλλου.
Την ίδια περίοδο ηχογράφησε το πρώτο του δισκάκι με το τραγούδι του Τόλη Εσδρά «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα», που πέρασε σχεδόν απαρατήρητο. Στις αρχές του 1958 ήλθε η πρώτη μεγάλη επιτυχία, που του άνοιξε τον δρόμο προς την κορυφή. Ήταν το ινδοπρεπές τραγούδι του Στράτου Ατταλίδη «Μαγκάλα», που ξεπέρασε σε πωλήσεις τις 100.000 κομμάτια και αποτέλεσε το αντίπαλο δέος της «Μαντουμπάλας» του Στέλιου Καζαντζίδη.
Στα 33 χρόνια της πορείας του στο λαϊκό τραγούδι ερμήνευσε μεγάλες επιτυχίες, που αγαπήθηκαν και τραγουδήθηκαν από τον κόσμο: «Τα μαύρα μάτια σου» (Αγγελόπουλος/Μπιζάνη), «Όσο αξίζεις εσύ» (Καλδάρας), «Φαρίντα» (Τσιτσάνης), «Μαγκάλα» (Ατταλίδης/Βασιλειάδης), «Φεγγάρι χλωμό» (Μπιθικώτσης/Γκούτης), «Έφυγε κι ακόμα πάει» (Πετσάς), «Μη με ξεχνάς» (Δερβενιώτης/Βίρβος), «Τσιγγάνας Γάλα» (Καμπουρίδης/Σπυρόπουλος), «Ρίχ ’τε στο γυαλί φαρμάκι» (Καλδάρας/Παπαγιαννοπούλου), «Μουσταφάς» (Δερβενιώτης/Βίρβος), «Η μάνα η Γκρέκα» (Μηλιός/Μαλκώτσης), και «Όταν χορεύεις μάτια μου» (Χρ. Νικολόπουλος/Χαψιάδης).
Στο ενεργητικό του είχε δεκάδες εμφανίσεις σε κινηματογραφικές ταινίες και επιθεωρήσεις, ενώ πραγματοποίησε πολλές συναυλίες στο εξωτερικό, όπου υπήρχαν Έλληνες μετανάστες: Αμερική, Καναδάς, Αυστραλία, Δυτική Γερμανία και Βέλγιο. Στις 19 και 20 Ιουνίου του 1983 ήρθε η καταξίωση με τις δύο συναυλίες του στο Θέατρο του Λυκαβηττού, όπου δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. Δεν έλειψαν και τα επικριτικά σχόλια από μερίδα του δημοσιογραφικού και πνευματικού κόσμου, που τον χαρακτήρισαν «τουρκόγυφτο» και «τσιφτετελιστή», αλλά και για τη μετάδοση της συναυλίας του από την ΕΡΤ.
Ο Μανώλης Αγγελόπουλος πέθανε στις 2 Απριλίου σε νοσοκομείο του Λονδίνου, μία εβδομάδα προτού συμπληρώσει τα πενήντα του χρόνια, εξαιτίας επιπλοκών από εγχείριση καρδιάς (τριπλό μπάι-πας), στην οποία είχε υποβληθεί στις 14 Ιανουαρίου. Ήταν νυμφευμένος με την τραγουδίστρια Κωνσταντίνα, ενώ από τον πρώτο του γάμο με την επίσης τραγουδίστρια Αννούλα Βασιλείου είχε αποκτήσει τρία παιδιά, τη Μαρία (βαφτισιμιά του Στέλιου Καζαντζίδη), τον Ηλία και τον Στάθη Αγγελόπουλο, γνωστό λαϊκό τραγουδιστή.
Η κηδεία του έγινε στις 6 Απριλίου στην εκκλησία της Αγίας Ελεούσας στην Αγία Βαρβάρα και παραβρέθηκαν χιλιάδες κόσμου, ανάμεσά τους εκπρόσωποι της κυβέρνησης (Ευάγγελος Γιαννόπουλος και Κίμων Κουλούρης) και πολλοί συνάδελφοί του, για να πουν το τελευταίο αντίο στον «βασιλιά των τσιγγάνων». Πάνω στον τάφο του στο Γ' Νεκροταφείο της Αθήνας τον αποχαιρέτισαν μουσικά, σύμφωνα με δική του επιθυμία, ο Λευτέρης Ζέρβας (βιολί) και ο Βασίλης Σαλέας (κλαρίνο).