Συνθέτης και στιχουργός της ελαφράς μουσικής, πιανίστας, κονφερανσιέ και ηθοποιός, ο Αττίκ δέσποσε στην καλλιτεχνική Αθήνα τη δεκαετία του 1930 με την περίφημη «Μάντρα» του. Σύμφωνα με τον μουσικοκριτικό Γιώργο Λεωτσάκο, «ο σπάνιος συνδυασμός στιχουργικής ευαισθησίας, στην οποία διαφαίνεται μια στοχαστική διάθεση και κάποιο πικρό χιούμορ, πηγαίας μελωδικής έμπνευσης και μιας στέρεης συνθετικής τεχνικής, ανέδειξαν τον Αττίκ στον σημαντικότερο ίσως εκπρόσωπο του δυτικότροπου (πάνω σε γαλλικά πρότυπα) προπολεμικού ελληνικού ελαφρού τραγουδιού».
Ο Κλέων Τριανταφύλλου, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στο Ζαγαζίκ της Αιγύπτου στις 19 Μαρτίου 1885. Ήταν το μικρότερο παιδί του Δημητρίου και της Εριθέλγης Τριανταφύλλου, ζεύγους πλουσίων Αιγυπτιωτών. Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα του το 1803, η οικογένειά του-η μητέρα του με τα τέσσερα παιδιά της-μετακόμισε στην Αθήνα. Φύση ανήσυχη, από μικρή ηλικία έδειξε ενδιαφέρον για τη μουσική.
Το 1907 αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σύντομα βρέθηκε στο Παρίσι για μεταπτυχιακά, προκειμένου να ακολουθήσει καριέρα στο διπλωματικό σώμα. Η αγάπη του όμως για τη μουσική υπερίσχυσε και γράφτηκε στο Ωδείο του Παρισιού, ενώ συγχρόνως εργαζόταν ως κονφερανσιέ σε διάφορα θέατρα. Παράλληλα, άρχισε να γράφει τραγούδια, τα οποία άρεσαν και τραγουδήθηκαν από ερμηνευτές του επιπέδου του Μορίς Σεβαλιέ και της Μιστεγκέτ.
Πιθανολογείται ότι έγραψε πάνω από 300 τραγούδια στα γαλλικά και με διάφορα συγκροτήματα περιόδευσε σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, της Αμερικής και της Αφρικής. Τότε ήταν που υιοθέτησε το καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Αττίκ (Attic). Το 1909 νυμφεύτηκε για πρώτη φορά με τη γαλλοπωλονέζα Μαρί-Ελέν Ριφ, με την οποία απέκτησε ένα αγόρι. Όμως η γυναίκα του και το μωρό τους έφυγαν σύντομα από τη ζωή, βυθίζοντάς τον στο πένθος.
Το 1910 νυμφεύτηκε την ηθοποιό, ποιήτρια και εκδότρια Μαρίκα Φιλιππίδου, η οποία αργότερα τον εγκατέλειψε για τον στρατιωτικό και μετέπειτα πολιτικό Σταμάτη Μερκούρη, πατέρα της Μελίνας Μερκούρη. Ο έρωτας αυτός και η κατάληξή του στάθηκε πηγή έμπνευσης για ορισμένα από τα ωραιότερα τραγούδια του, όπως τα «Ζητάτε να σας πω» και «Είδα μάτια». Ο τρίτος του γάμος τελέστηκε το 1919 με τη Ρωσίδα χορεύτρια Σούρα, που έμεινε μαζί του ως το θάνατό του, υπομένοντας τον άστατο χαρακτήρα του και βοηθώντας τον να βάλει κάποια τάξη στη μονίμως προβληματική οικονομική του κατάσταση, καθώς παρέμεινε αμετανόητα σπάταλος και μποέμ.
Μια σύντομη απιστία της Σούρα ήταν πηγή έμπνευσης για ένα ακόμη από τα πιο δημοφιλή του τραγούδια «Της μιας δραχμής τα γιασεμιά». Το 1930 ο Αττίκ επέστρεψε οριστικά στην Αθήνα και στις 13 Αυγούστου έκανε τα εγκαίνια της «Μάντρας», που αποτέλεσε το καλλιτεχνικό στέκι του για όλη τη δεκαετία. Ήταν ένα περιφραγμένο ανοιχτό θέατρο με μια υποτυπώδη σκηνή στην οδό Μηθύμνης 20, στην Πλατεία Αμερικής.
«Για το άνοιγμα της Μάντρας υπάρχουν τρεις αιτίες: α) Η ρωμαίικη μανία για το διευθυντηλίκι, β) Το πείσμα μου γιατί στην «Όασι» (του Ζαππείου) δεν ήθελαν πλέον να μου δώσουν 3.000 που μου έδιναν το προηγούμενο καλοκαίρι, γ) Η επιθυμία μου ν’ ανοίξω ένα θεατράκι πρωτότυπο με περιποιημένο πρόγραμμα, επάνω στα χνάρια των διάσημων παρισινών cabarets της Μονμάρτης, όπου να ακούονται τραγούδια, απαγγελίες, σκετς κ.λπ. και όπου να εμφανίζονται όχι μόνο καλλιτεχνικά ταλέντα, αλλά και συγγραφείς που να λέγουν οι ίδιοι από σκηνής τα έργα τους» έγραψε ο ίδιος αργότερα σ’ ένα περιοδικό.
Η Μάντρα του Αττίκ υπήρξε φυτώριο πολλών σπουδαίων καλλιτεχνών. Τραγουδίστριες και ηθοποιοί όπως η Δανάη, η Κάκια Μένδρη, η Λουΐζα Ποζέλι, η Πάολα, η Νίτσα Μόλυ, η Αγγέλα Λυκιαρδοπούλου, η Καλή Καλό, η Νινή Ζαχά, η Καίτη Ντιριντάουα, οι αδελφές Καλουτά, η Ρίτα Δημητρίου, η Μιτσούκο, καθώς και ορισμένοι από τους σημαντικότερους στιχουργούς και κονφερασιέ, όπως ο Μίμης Τραϊφόρος, ο Γιώργος Οικονομίδης, ο Φίλων Αρίας, ο Ορέστης Λάσκος, ο Χρήστος Πύρπασος, ο Βάσος Σεϊτανίδης και ο Ζαζάς ή Ζαζάκας, μυήθηκαν στην τέχνη και κέρδισαν τα πρώτα τους χειροκροτήματα μπροστά στο απαιτητικό κοινό της Μάντρας.
Ανάμεσα στους συνεργάτες του Αττίκ ήταν μεταξύ άλλων οι συγγραφείς Δημήτρης Γιαννουκάκης, Δημήτρης Μπόγρης, Αλέκος Σακελλάριος και Γιώργος Ασημακόπουλος, καθώς και οι ποιητές Κωστής Κοκόροβιτς, Κώστας Κοφινιώτης και Μαριάννα Άννινου. Η Δανάη (Στρατηγοπούλου), μούσα του Αττίκ, περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την περίοδο της συνεργασίας της με τον Αττίκ στο βιβλίο της «Τραγουδώντας»: «Τι ήταν η Μάντρα; Πολλά πράγματα και τίποτα. Λίγο Παρίσι, λίγη Ανατολή, κάμποση Αθήνα και πολύς Αττίκ. Λίγη παριζιάνικη μπουάτ, λίγη αθηναϊκή επιθεώρηση, ύφος βαριετέ ή ταβέρνας, ένα είδος μουσικοφιλολογικής στοάς.
Είχε πιο πολύ ομοιότητα με την αρχαία εκκλησία παρά με ένα σύγχρονο θέατρο. Πολλές φορές το θέατρο ήταν μια μάντρα κυριολεκτικά. Σκηνικό, σκηνογραφίες και τα τοιαύτα, υποτυπώδη ή ανύπαρκτα. Το «κουτί των παραπόνων» και το «χερούλι»-ένα τεχνητό χέρι που ξυλοκροτούσε τα πιο άνοστα αστεία-ήταν τα μεγάλα σκηνικά εφέ της παραστάσεως, μαζί με την πελώρια επιγραφή που εξόρκιζε μονίμως τους θεατάς να αγαπούν τα ζώα, τον Αττίκ και αλλήλους.
Τραγούδια, ποιήματα, παρλάτες, καλαμπούρια, οκτάστιχα εξετοξεύοντο από τους ηθοποιούς κατά των θεατών και αντιστρόφως. Και μέσα στον κυκεώνα αυτόν κυριαρχούσε ο Αττίκ με τη φαλακρίτσα του και την ποιητική του φλοτάν γραβάτα.
Πιανίστας, τραγουδιστής, στιχοπλόκος, ποιητής, κονφερανσιέ, ταχυδακτυλουργός, χορευτής, ακροβάτης, αλλά προ πάντων βιρτουόζος του σφυρίγματος, γεμίζοντας με την τεράστια προσωπικότητά του όλη τη σκηνή, ολόκληρο το θέατρο, από την αρχή ως το τέλος της παραστάσεως. Μάντρα και Αττίκ συνδυάζουν τη ρετσίνα και τη σαμπάνια, το Αττικόν άλας με τη γαλατική φινέτσα. Συνθέτουν μια ατμόσφαιρα μποεμισμού και προχειρολογίας, καλοβαλμένων όμως και προϋπολογισμένων».
Το 1935 η Μάντρα μεταφέρθηκε στο θεατράκι «Δελφοί» της οδού Αχαρνών, όπου λειτούργησε έως το 1940. Το βράδυ της 24ης Ιουλίου του ίδιου χρόνου μια ομάδα τραμπούκων εισέβαλε στο χώρο, τραυματίζοντας καλλιτέχνες και θαμώνες-μεταξύ των οποίων και τον ίδιο τον Αττίκ στο κεφάλι-με αφορμή, μια σατιρική κωμωδία κατά του τότε πρωθυπουργού Παναγή Τσαλδάρη.
Μεταξύ των συνθέσεων που έγραψε ο Αττίκ στην Ελλάδα συγκαταλέγονται η οπερέτα «Αφροδίτη της Μήλου» και περί τα 200 τραγούδια, πολλά από τα οποία έγιναν πασίγνωστα και συνεχίζουν να ακούγονται, όπως τα «Καημένα τα νιάτα», «Αν βγουν αλήθεια», «Παπαρούνα», «Να ζει κανείς», «Το τρεχαντήρι», «Μαραμένα τα γιούλια κι οι βιόλες» και «Το οργανάκι». Στη διάρκεια της Κατοχής ο Αττίκ συνέχισε τις εμφανίσεις του στο χώρο του βαριετέ «Αλκαζάρ» και πρωταγωνίστησε στην πρώτη ταινία του Γιώργου Τζαβέλλα «Χειροκροτήματα», που αναφέρεται στη ζωή του κι έκανε πρεμιέρα την 1η Μαΐου του 1944.
Το τέλος του προικισμένου καλλιτέχνη υπήρξε τραγικό. Τον Αύγουστο του 1944, περνώντας με το ποδήλατό του εμπρός από το Πολυτεχνείο, ακούμπησε ξυστά δύο Γερμανούς στρατιώτες, οι οποίοι τον έδειραν άγρια, χτυπώντας τον στο κεφάλι και τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο. Τον βρήκε ο δημοσιογράφος και συνθέτης Χρήστος Χαιρόπουλος και μαζί με τη σύζυγό του περιποιήθηκαν τις πληγές του. Το ψυχικό τραύμα από τη βαναυσότητα αυτή ήταν, φαίνεται, πολύ βαθύτερο: «Δεν αντέχω πια. Είναι καιρός να τελειώνει αυτό το μαρτύριο της ζωής μου. Η λύρα μου έσπασε. Η συμφωνία μένει ημιτελής» εκμυστηρεύθηκε στο ζεύγος Χαιρόπουλου.
Ο Αττίκ αυτοκτόνησε στις 29 Αυγούστου 1944 με βερονάλ (βαρβιτουρικό σκεύασμα), αλλά ο ιατροδικαστής Δ.Β. Κωνσταντέλλος στη ληξιαρχική πράξη θανάτου αποδίδει τον θάνατο σε «οξεία δηλητηρίαση διά βερονάλης» και τον χαρακτηρίζει «δυστύχημα».