Ο Διονύσιος Ρώμας, από την μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου, ήταν νομικός και διπλωμάτης. Υπηρέτησε ως Πρόξενος της Βενετίας στο Μοριά και τη Ρούμελη, Γερουσιαστής στα Επτάνησα και Σύμβουλος Επικρατείας στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος. Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο, το 1771, από τον αξιωματικό του Ενετικού στρατού, Γενικό Πρόξενο της Βενετίας στο Μοριά και τη Ρούμελη, Γεώργιο Κανδιανό Ρώμα (1725-1792), και την ευγενικής καταγωγής, Διαμαντίνα Καπνίση. Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στη γενέτειρά του, τη Ζάκυνθο, και στη συνέχεια αναχώρησε, όπως πολλοί άλλοι Επτανήσιοι, για την Ιταλία, για να σπουδάσει Νομικά, στο πανεπιστήμιο της Πάδοβας.
Μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του επέστρεψε στη Ζάκυνθο, και σύντομα διαδέχτηκε τον πατέρα του στο αξίωμα του Γενικού Πρόξενου της Βενετίας στο Μοριά και τη Ρούμελη. Γνωρίστηκε έτσι με προσωπικότητες του Αγώνα (τον Νοταρά, τους Μαυρομιχάληδες, τον Λόντο, τον Κανέλλο Δεληγιάννη, τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον Ζαΐμη κ.α.). Συμμετείχε ενεργά στην πολιτική ζωή του τόπου και ξεχώρισε για τις φιλελεύθερες ιδέες του. Το 1803, εκλέγεται μέλος της Συντακτικής Επιτροπής για την ψήφιση του Επτανησιακού Συντάγματος (Επτάνησος Πολιτεία), ενώ το 1806 διορίστηκε Πρύτανης της Κέρκυρας και αργότερα, το 1809 εξελέγη Γερουσιαστής (Πρόεδρος του Συμβουλίου της Δικαιοσύνης).
Θα ζήσει στην Κέρκυρα έως το 1815, οπότε θα αναγκαστεί λόγω της διαμάχης του με τον Ύπατο Αρμοστή των Επτανήσων, Th.Maitland, να επιστρέψει στην Ζάκυνθο, όπου θα ιδρύσει την τεκτονική στοά «Αναγεννηθείς Φοίνιξ-Fenice Risorta». Το σπίτι του θα λειτουργήσει ως κέντρο της Φιλικής Εταιρείας, προσφέροντας ταυτόχρονα άσυλο σε αγωνιστές. Ο Διονύσιος Ρώμας συμμετείχε στην υπόθεση της απελευθέρωσης των Ελλήνων, προσέφερε μέρος της περιουσίας του για την ενίσχυση των Αγωνιστών, διαχειρίστηκε χρήματα του ελβετικού, γερμανικού, γαλλικού φιλελληνισμού καθώς και εισφορές των Επτανησίων.
Σημαντική βοήθεια πρόσφερε και με τη συμμετοχή του στην Επιτροπή Ζακύνθου η οποία στήριξε την Ελληνική Επανάσταση στέλνοντας πολεμοφόδια και τρόφιμα στο Ναυαρίνο και στο Μεσολόγγι, ναυλώνοντας τα καΐκια των πλοιάρχων για συνεχείς αποστολές και επεμβαίνοντας για την κατάπαυση των συγκρούσεων μεταξύ των οπλαρχηγών. Ακόμη, κατάφερε να οργανώσει εθελοντικά σώματα πολεμιστών. Εξαιτίας της δράσης του, ο Ρώμας προτάθηκε στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας για τη θέση του Κυβερνήτη της Ελλάδας. Ο ίδιος όμως, αρνήθηκε την πρόταση, καθώς υποστήριζε θερμά την εκλογή του Ιωάννη Καποδίστρια, ως του πιο κατάλληλου να αναλάβει τη διοργάνωση του νεοσύστατου ελληνικού κράτους.
Το 1833, ο Διονύσιος Ρώμας επισκέφθηκε το Ναύπλιο για να υποδεχθεί τον βασιλιά Όθωνα. Λίγο αργότερα κατηγορήθηκε μαζί με τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Δημητράκη Πλαπούτα για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά. Τελικά, αθωώθηκε, ο Όθωνας τον τίμησε με το παράσημο του Ταξιάρχη του Σωτήρος και τον όρισε Σύμβουλο της Επικράτειας. Ασχολήθηκε με την φιλανθρωπία ως το τέλος της ζωής του. Πέθανε το καλοκαίρι του 1857, στη Ζάκυνθο.