1.5.24

Ενρίκο Καρούζο (1873-1921)

Ο Ενρίκο Καρούζο (Enrico Caruso) ήταν Ιταλός τενόρος των αρχών του 20ού αιώνα, θρυλική μορφή της όπερας και όχι μόνο. Υπήρξε ο πιο φημισμένος και ακριβοπληρωμένος από τους σύγχρονους ομοτέχνους του διεθνώς. Η φωνή του χαρακτηριζόταν από δύναμη αλλά και λυρισμό-ένα στοιχείο που ελαττώθηκε κάπως προς το τέλος της σταδιοδρομίας του. Αυτή η γοητευτική φωνή, ασυνήθιστα πλούσια στη χαμηλή ηχητική περιοχή, ξεχείλιζε από ζεστασιά, ζωντάνια και τρυφερότητα. Ο Καρούζο υπήρξε ο πρώτος τραγουδιστής που ηχογράφησε τη φωνή του σε δίσκους γραμμοφώνου.

Ο Ενρίκο Καρούζο γεννήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου 1873 στη Νάπολη και ήταν το δέκατο όγδοο από τα είκοσι παιδιά μιας φτωχής οικογένειας. Παρόλο που από μικρός είχε το χάρισμα της ωραίας φωνής (τραγουδούσε λαϊκά ναπολιτάνικα τραγούδια και από τα εννιά του συμμετείχε στη χορωδία της ενορίας του), δεν έλαβε μουσική εκπαίδευση παρά μόνο σε ηλικία 18 ετών, όταν μαθήτευσε στον δάσκαλο της φωνητικής Γκουλιέλμο Βέρτζινε. Το 1894 έκανε την πρώτη του εμφάνιση ως τενόρος στο «Τεάτρο Νουόβο» της Νάπολης με το έργο του Μάριο Μορέλι «L’ amico Francesco».

Τέσσερα χρόνια αργότερα, αφού προσέθεσε έναν αριθμό εντυπωσιακών ρόλων στο ρεπερτόριό του, του ζητήθηκε να ερμηνεύσει το ρόλο του Λόρις στην πρώτη παράσταση της όπερας του Ουμπέρτο Τζορντάνο «Φεντόρα». Η ερμηνεία του προκάλεσε τέτοια αίσθηση, ώστε σύντομα εξασφάλισε εμφανίσεις στη Μόσχα, την Αγία Πετρούπολη και το Μπουένος Άιρες. Στη Σκάλα του Μιλάνου πρωτοτραγούδησε το 1900 στη «Λα Μποέμ» του Τζάκομο Πουτσίνι. Αργότερα ερμήνευσε τους κύριους ρόλους για τενόρο στα έργα: «Αντριάνα Λεκουβρέρ» του Φραντσέσκο Τσιλέα, «Germania» του Αλμπέρτο Φρανκέτι, «Το κορίτσι της Δύσης» του Τζάκομο Πουτσίνι, «Οι Μάσκες» του Πιέτρο Μασκάνι και «Το ελιξίριο του έρωτα» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι.

Η διεθνής αναγνώριση ήλθε την άνοιξη του 1902 όταν τραγούδησε στο Μόντε Κάρλο «Λα Μποέμ» και στο Κόβεν Γκάρντεν του Λονδίνου «Ριγκολέτο» του Τζουζέπε Βέρντι. Στην Αμερική πρωτοεμφανίστηκε με τον «Ριγκολέτο» στην εναρκτήρια βραδιά της Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης στις 23 Νοεμβρίου 1903 και από τότε άνοιγε όλες τις καλλιτεχνικές περιόδους της για τα επόμενα 17 χρόνια, παρουσιάζοντας συνολικά 36 ρόλους. Η 607η και τελευταία εμφάνισή του με τη Μετροπόλιταν Όπερα ήταν στο ρόλο του Ελιάζαρ στο έργο του Φρομεντάλ Αλεβί «Η Εβραία», στις 24 Δεκεμβρίου 1920).

Ο Καρούζο ήταν ο πρώτος καλλιτέχνης που η φωνή του αποτυπώθηκε σε δίσκο γραμμοφώνου. Σ’ ένα δωμάτιο ξενοδοχείου στο Μιλάνο ηχογράφησε δέκα άριες, στις 18 Μαρτίου 1902, και εισέπραξε το σεβαστό ποσό των 5.000 δολαρίων. Στις 13 Ιανουαρίου 1910 μεταδόθηκε για πρώτη φορά σε απευθείας μετάδοση από το ραδιόφωνο παράσταση όπερας. Ο Καρούζο, σημείωσε μία ακόμη πρωτιά, ερμηνεύοντας άριες από τα έργα «Παλιάτσοι» του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο και «Καβαλερία Ρουστικάνα» του Πιέτρο Μασκάνι.

Στα τέλη Νοεμβρίου του 1906 ο διάσημος τενόρος απασχόλησε τα πρωτοσέλιδα του Τύπου, όταν καταδικάστηκε σε πρόστιμο 10 δολαρίων για σεξουαλική παρενόχληση μιας νεαρής κοπέλας στο ζωολογικό κήπο της Νέας Υόρκης. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο Καρούζο με το αριστερό του χέρι άγγιξε τον δεξί μηρό της παθούσας Χάνα Γκράχαμ. Ο Ενρίκο Καρούζο δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τα σοβαρά προβλήματα υγείας που τον ταλάνιζαν και πέθανε στη Νάπολη στις 2 Αυγούστου 1921, σε ηλικία 48 ετών. Από τον δεσμό του με την Άντα Τζακέτι (1898-1908), σύζυγο Ιταλού βιομηχάνου, απέκτησε τέσσερα παιδιά και από τον γάμο του με την Αμερικανίδα κοσμική Ντόροθι Παρκ Μπέντζαμιν (1918-1921) ένα ακόμη.