11.5.24

Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (1770-1827)

Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν (Ludwig van Beethoven) ήταν Γερμανός μουσουργός, μία από τις κορυφαίες μουσικές προσωπικότητες όλων των εποχών. Με το σημαντικό σε ποιότητα και ποσότητα έργο του γεφύρωσε την Κλασική με τη Ρομαντική περίοδο της Δυτικής μουσικής. Ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν γεννήθηκε το 1770 στη Βόννη, που τότε ανήκε στο Εκλεκτοράτο της Κολωνίας, τμήμα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους. Η ακριβής ημερομηνία της γέννησής του δεν είναι γνωστή, αλλά βαπτίστηκε στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου.

Ο πατέρας του Γιόχαν, φλαμανδικής καταγωγής, ήταν μουσικός και τον βοήθησε κάπως στη μουσική του μόρφωση. Ήταν, όμως, άνθρωπος μέθυσος και με βίαιους τρόπους και αυτό ίσως έκανε το νεαρό παιδί να κλειστεί στον εαυτό του. Από μικρός έδειξε τα θαυμαστά μουσικά του προσόντα κι έμαθε να παίζει με μεγάλη δεξιοτεχνία πιάνο και εκκλησιαστικό όργανο. Το 1787 πήγε στη Βιέννη, στην πόλη της μουσικής, όπου έλαμπαν με τη φήμη τους μεγάλες μουσικές προσωπικότητες. Εκεί γνωρίστηκε και πήρε μαθήματα από τον Μότσαρτ, τον Χάιντν και άλλους μουσικούς.

Σε ηλικία 25 χρονών διηύθυνε συναυλίες στη Βιέννη και συνέθετε ο ίδιος μουσικά κομμάτια. Η καλλιτεχνική του ιδιοφυΐα προκάλεσε το γενικό θαυμασμό και πολλοί αριστοκράτες τον ενίσχυαν οικονομικά ώστε να μπορεί να ζει μία άνετη ζωή. Ο Μπετόβεν, όμως, θρεμμένος με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης ήταν χαρακτήρας υπερήφανος, αποστρεφόταν τις κολακείες και ποτέ δεν έγινε με την τέχνη του θεράποντας των ηγεμόνων. Συγκεντρωμένος πάντα στον εαυτό του, κάποτε και πεισματάρης ή λίγο εγωιστής, έκανε ωστόσο συστηματικό έλεγχο του έργου του και επίμονη αυτοκριτική, παρά τη γενική αναγνώριση της αξίας του, παρά τις τιμές και τις δόξες.

Κοντά στα 29 του χρόνια, ο Μπετόβεν χτυπήθηκε από τη μοίρα με τον πιο τραγικό τρόπο. Αυτός, ο γεννημένος για τους ήχους, για τις μελωδίες, άρχισε να χάνει ό,τι του ήταν πολυτιμότερο στη ζωή: την ακοή του. Αναγκάσθηκε ν’ αποσυρθεί από τη διεύθυνση της ορχήστρας και επιδόθηκε στη σύνθεση. Στα 30 του χρόνια γράφει την πρώτη του συμφωνία για ορχήστρα και εκδίδει τα 32 πρώτα του κουαρτέτα. Η βαρηκοΐα του, όμως, προχωρά και η ζωή του γίνεται δραματική. Μέσα στον πόνο και την απογοήτευση εξακολουθεί να γράφει.

Ως το 1812 έχει τελειώσει 8 συμφωνίες, ένα ορατόριο και πλήθος άλλα έργα. Προσπαθεί να διευθύνει μία συναυλία με έργα του, αλλά δεν το κατορθώνει. Χρειάζεται τη βοήθεια κι ενός άλλου αρχιμουσικού, που στέκεται πίσω του και δίνει τα συνθήματα στους μουσικούς και τους αοιδούς. Σε λίγο είναι πια τελείως κουφός. Χρησιμοποιεί ακουστικό κέρας ή ένα τετράδιο, όπου γράφουν οι άλλοι τις ερωτήσεις τους. Μα πάντα εργάζεται με ακατάβλητη θέληση. Κι όσο επεξεργάζεται μία σύνθεση, απορροφάται απ’ αυτή και λησμονάει ακόμα και τις στοιχειώδεις ανάγκες του. Περπατά συχνά κακοντυμένος.

Τα παιδιά, που τον βλέπουν αφηρημένο, τον περιπαίζουν και η αστυνομία τον παίρνει κάποτε για αλήτη. Η κατάσταση της υγείας του επιδεινώνεται. Τ’ αφτιά του αρχίζουν να πονούν και στο στομάχι του νιώθει διαταραχές. Το 1826 παθαίνει υδρωπικία και τον επόμενο χρόνο, στις 26 Μαρτίου 1827, ο γίγαντας της μουσικής πεθαίνει μέσα στο σπίτι του στη Βιέννη, ενώ γύρω ξεσπά μία φοβερή καταιγίδα. Η κηδεία του θα γίνει με ηγεμονική επισημότητα. Το έργο του μεγάλου μουσουργού των αιώνων είναι ογκώδες.

Συνέθεσε εννέα συμφωνίες (1η, 2η, 3η ή «Ηρωική», 4η, 5η, 6η ή «Ποιμενική», 7η, 8η και την περίφημη 9η με το χορωδιακό «Ύμνο της Χαράς» του Σίλερ), το μπαλέτο «Προμηθεύς», την όπερα «Φιντέλιο», εισαγωγές και δραματική μουσική («Κοριολανός», «Έγκμοντ», «Τα Ερείπια των Αθηνών»), την περίφημη «Μεγάλη Λειτουργία» («Μίσα Σολέμνις»), το ορατόριο «Ο Χριστός στο όρος των Ελαιών», ένα κοντσέρτο για βιολί, 5 κονσέρτα για πιάνο, το τριπλό κονσέρτο για βιολί, πιάνο και ορχήστρα, εμβατήρια, χορούς, σονάτες, κουαρτέτα και πλήθος άλλα μουσικά έργα. Άφθαστος καλλιτέχνης και ξεχωριστή μεγαλοφυΐα, όπως ήταν, ο Μπετόβεν δεν ασχολήθηκε ποτέ με μικροσυνθέσεις. Όλα του τα έργα έχουν τη σφραγίδα της μεγάλης έμπνευσης και της υψηλής δημιουργίας.