28.7.24

Καβάλα: Ιερά Μονή Παναγίας Εικοσιφοίνισσης

Βρίσκεται στα όρια των Νομών Καβάλας και Σερρών, σε μια κατάφυτη τοποθεσία, σε υψόμετρο 743 μέτρων. Για το όνομά της υπάρχουν τρεις εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, ο κτήτοράς της, Άγιος Γερμανός, ενώ βρισκόταν σε μια όαση με 20 φοίνικες έξω από τη Μονή του Τιμίου Προδρόμου στον ποταμό Ιορδάνη στους Αγίους Τόπους, έλαβε εντολή από τη Θεοτόκο για την ανέγερση μονής, την οποία ονόμασε Παναγία η Εικοσιφοίνισσα.

Κατά τη δεύτερη, ο στιχουργός του 18ου αιώνα Καισάριος Δαπόντες της έδωσε το όνομα «Κοσσυφινίτσα» γιατί ένας κόσσυφος (κότσυφας) οδήγησε τον Άγιο Γερμανό στο σημείο όπου αναβλύζει το αγίασμα, κάτω από το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας. Η τρίτη εκδοχή συνδέεται με τον ηγούμενο της μονής το 1782, Χρύσανθο, ο οποίος ανέφερε ότι ενώ ο Άγιος Γερμανός αναζητούσε κατάλληλη σανίδα για να φτιάξει την εικόνα της Θεοτόκου, εκείνη του πρόσφερε τη σωζόμενη εικόνα της, που εξέπεμπε φοινικούν (κοκκινωπό) φως.

'Ετσι, ονομάστηκε Εικοσιφοίνισσα (Εικών Φοίνισσα). H ίδρυση της μονής ανάγεται στα χρόνια του Επισκόπου Φιλίππων Σώζοντος, ο οποίος έλαβε μέρος στη Δ' Οικουμενική Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451). Κατά την παράδοση, ο Σώζων δημιούργησε περί το 450 ναό και μοναστικό οικισμό στη θέση Βίγλα, κοντά στη μονή. Με την πάροδο του χρόνου, ο οικισμός εγκαταλείφθηκε και n μονή ιδρύθηκε ουσιαστικά από τον Άγιο Γερμανό στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα.

Τον 11ο αιώνα ανακηρύχθηκε σταυροπηγιακή και χτίστηκε νέο Καθολικό, αφιερωμένο στα Εισόδεια της Θεοτόκου. Άκμασε από το 1472 έως το 1507. Εκεί εγκαταβίωσε και ο παραιτηθείς Οικουμενικός Πατριάρχης Διονύσιος A' (1467-1471 και 1488-1490), ο οποίος της έδωσε νέα πνοή ζωής, και γι' αυτό ονομάστηκε δεύτερος κτήτοράς της. H δράση των μοναχών προκάλεσε την οργή των Τούρκων, οι οποίοι τους θανάτωσαν, χωρίς να καταστρέψουν το μοναστήρι.

Επανακατοικήθηκε από μοναχούς του Αγίου Ορους το 1510-1520. Το 1798 έμεινε εκεί ως εξόριστος ο μετέπειτα εθνομάρτυρας και άγιος Πατριάρχης Γρηγόριος Ε'. Στην Επανάσταση τον 1821, η μονή έγινε πνευματικό και εθνικό κέντρο της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Σε αυτήν ο Εμμανουήλ Παππάς όρκισε τους οπλίτες του και κήρυξε την Επανάσταση. Μέχρι το 1843, στη μονή λειτουργούσε η Ελληνική Σχολή και, στις αρχές του 20ου αιώνα, η Γεωργική Σχολή.

Αξιόλογη υπήρξε n βιβλιοθήκη της, η οποία συλήθηκε από τους Βουλγάρους-τα διασωθέντα κειμήλια φυλάσσονται μέχρι σήμερα στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Σόφιας. H μονή περιβάλλεται από ψηλό τείχος και στο κέντρο της βρίσκεται ο Ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, με το ηγουμενείο, τα κελιά των μοναζουσών, το αρχονταρίκι, το παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας, το μουσείο, την τράπεζα και τα εργαστήρια κεντητικής και αγιογραφίας.

Στο δεύτερο μέρος βρίσκονται οι ξενώνες, το πρεσβυτέριο, το παρεκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής και ανθόκηπος. Θαυμάσιας τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο επίχρυσο τέμπλο, που κατασκευάστηκε από Χιώτες τεχνίτες (1781-1802), με την αχειροποίητη εικόνα της Παναγίας του Ευαγγελιστή Λουκά. Το μοναστήρι γιορτάζει στις 15 Αυγούστου, στη μνήμη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 14 Σεπτεμβρίου, στην Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, και στις 21 Νοεμβρίου, στα Εισόδεια της Θεοτόκου.