Ο Αλέν Ντελόν (Alain Delon) είναι ένας από μεγαλύτερους σταρ, όχι μόνο του γαλλικού, αλλά και του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Τη δεκαετία του ‘60 και του ‘70 υπήρξε το ανδρικό ισοδύναμο της Μπριζίτ Μπαρντό και αντικείμενο του πόθου για τον γυναικόκοσμο της Ευρώπης. Ο Ντελόν δεν εντυπωσίαζε και δεν επένδυε μόνο στην αρρενωπότητα, αλλά και στα υποκριτικά του προσόντα. Συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες κι έπαιξε σε σημαντικές ταινίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.
Ο Αλέν Φαμπιέν Μορίς Μαρσέλ Ντελόν γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1935 στο προάστιο Σο του Παρισιού, που βρίσκεται 7 χιλιόμετρα νότια από το κέντρο της γαλλικής πρωτεύουσας. Παιδί χωρισμένων γονιών, είχε μία άστατη παιδική ηλικία και ήταν ένας προβληματικός μαθητής. Ύστερα από μια σύντομη μαθητεία ως κρεοπώλης, κατατάχθηκε στον γαλλικό στρατό ως πεζοναύτης και το 1953 στάλθηκε στην Ινδοκίνα, όπου οι ντόπιοι πληθυσμοί είχαν ξεσηκωθεί αμφισβητώντας τη γαλλική κυριαρχία.
Ο ατίθασος χαρακτήρας του εκδηλώθηκε και στο στρατό, με αποτέλεσμα να περάσει το μεγαλύτερο μέρος της θητείας του στα κρατητήρια, αφού είχε διάφορα μπλεξίματα. Μετά την αφυπηρέτησή του το 1955, επέστρεψε στο Παρίσι, όπου έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Το 1957 γνωρίστηκε με κάποιους ηθοποιούς του κινηματογράφου, τους οποίους συνόδευσε στο Φεστιβάλ των Καννών το 1957. Εκεί τράβηξε την προσοχή ενός κυνηγού ταλέντων, που δούλευε για τον μεγαλοπαραγωγό του Χόλυγουντ, Ντέιβιντ Ο. Σέλινγκ.
Ύστερα από ένα δοκιμαστικό, του προσφέρθηκε συμβόλαιο εάν μάθαινε να μιλάει αγγλικά. Όμως ο Γάλλος σκηνοθέτης Ιβ Αλεγκρέ τον έπεισε να παραμείνει και να κάνει καριέρα στη Γαλλία. Την ίδια χρονιά έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο ως νεαρός γκάνγκστερ στην ταινία του Αλεγκρέ «Quand la femme s'en mêle». Η πρώτη οδηγία του Γάλλου σκηνοθέτη προς τον νεαρό εκκολαπτόμενο ηθοποιό ήταν: «Μίλα όπως μου μιλάς, Κοίταξε όπως με κοιτάζεις. Άκουσε όπως με ακούς. Μην παίζεις. Ζήσε».
Όπως παραδέχθηκε αργότερα ο Ντελόν, χωρίς αυτή την κουβέντα δεν θα είχε κάνει την καριέρα που έκανε. Τον επόμενο χρόνο κιόλας είχε τον πρώτο του πρωταγωνιστικό ρόλο στο ερωτικό δράμα του Πιερ Γκασπάρ «Ουί Christine», βασισμένο στο θεατρικό έργο του Άρτουρ Σνίτσλερ «Παιγνίδι με τον έρωτα» («Liebelei»). Ο θυελλώδης έρωτας με την συμπρωταγωνίστριά του Ρόμι Σνάιντερ απασχολούσε για χρόνια τον διεθνή Τύπο και συνέβαλε στην καθιέρωσή του σε αστέρι πρώτου μεγέθους τη δεκαετία του ’60.
Το 1960 απέσπασε την προσοχή κοινού και κριτικών με τις ερμηνείες του στο θρίλερ του Ρενέ Κλεμάν «Γυμνοί στον ήλιο» («Plein soleil»), βασισμένο στο μυθιστόρημα της Πατρίσια Χάισμιθ «Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ» και την κοινωνική ταινία του Λουκίνο Βισκόντι «Ο Ρόκκο και τα αδέλφια του» («Rocco ei suoi fratelli», δίπλα στην Κατίνα Παξινού). Ακολούθησαν σπουδαίες ερμηνείες του στις ταινίες «Στην έκσταση του πάθους» («L’ Eclisse», 1962) του Μικελάντζελο Αντονιόνι, «Ο Γατόπαρδος» («Il gattopardo», 1963) του Λουκίνο Βισκόντι και «Η Πισίνα» («La Piscene», 1969) του Ζακ Ντερέ.
Το 1961 εμφανίστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο στο έργο του Άγγλου ποιητή και δραματουργού Τζον Φορντ «Κρίμα που είναι πόρνη», που σκηνοθέτησε ο Λουκίνο Βισκόντι. Ο Ντελόν έγινε γνωστός στο ευρύ κοινό από τις γκανγκστερικές του ταινίες, όπως «Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο» («Le Samourai», 1967) του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, «Η Συμμορία των Σικελών» («Le Clan des Siciliens», 1969) του Ανρί Βερνέιγ, «Ο Κόκκινος Κύκλος» («Le Cercle Rouge», 1970) του Ζαν-Πιερ Μελβίλ, «Μπορσαλίνο» («Borsalino», 1970) του Ζακ Ντερέ, «Ο κύριος Κλάιν» («Monsieur Klein», 1976) του Τζόζεφ Λόουζι και από τη δική του σκηνοθετική προσπάθεια «Για το τομάρι ενός μπάτσου» («Pour la peau d'un flic», 1981).
To 1984 επέστρεψε στον καλλιτεχνικό κινηματογράφο με την ταινία του Φόλκερ Σλέντορφ «Ένας Έρωτας του Σουάν» («Un Amour de Swann», 1984), που βασίζεται στον πρώτο τόμο του επτάτομου μυθιστορήματος του Μαρσέλ Προυστ «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο». Οι ταινίες του από εκείνη την περίοδο και μετά δεν είχαν την αναμενόμενη εμπορική επιτυχία. Το 1997 ανακοίνωσε ότι βάζει τέλος στην καριέρα του, αλλά συνέχισε να εμφανίζεται σποραδικά σε κινηματογραφικές παραγωγές.
Το 2002, πάντως, επανήλθε θριαμβευτικά στο προσκήνιο με τη μίνι τηλεοπτική σειρά «Fabio Montale», που αποτέλεσε με μεγάλη επιτυχία στη Γαλλία. Έπαιξε επίσης τον Ιούλιο Καίσαρα στην επιτυχημένη κινηματογραφική ταινία «Ο Αστερίξ στους Ολυμπιακούς Αγώνες» («Astérix aux jeux olympiques», 2008). Παρά τη μεγάλη του επιτυχία στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ δεν έγινε αποδεκτός. Από τις αγγλόφωνες ταινίες του η πιο γνωστή είναι το γουέστερν του Τέρενς Γιανγκ «Μονομαχία στον Κόκκινο Ήλιο» («Red Sun», 1971).
Οι γυναίκες πάντα έπαιζαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του Αλέν Ντελόν. Όπως είχε πει «γι’ αυτές ήθελα να είμαι πάντα ο πιο όμορφος, ο πιο μεγάλος, ο πιο δυνατός και να το βλέπω στα μάτια τους. Οι γυναίκες υπήρξαν το μεγαλύτερο κίνητρο». Μετά τον χωρισμό του με τη Ρόμι Σνάιντερ, γνώρισε το 1963 τη Ναταλί Μπαρτελεμί, μια φλογερή γυναίκα, μαροκινής καταγωγής. Την παντρεύτηκε (στον μοναδικό γάμο της ζωής του) και μαζί της απέκτησε το πρώτο του παιδί, τον ηθοποιό Άντονι Ντελόν. Ύστερα από τρία χρόνια πάθους και μεγάλων καυγάδων θα χωρίσουν.
Στη συνέχεια θα γνωρίσει τη Μιρέιγ Νταρκ, την οποία συνάντησε στα γυρίσματα της ταινίας του Ζαν Ερμάν «Jeff» (1968). Θα ζήσουν μαζί για 15 χρόνια, αλλά δεν θα παντρευτούν. Την εποχή εκείνη θα γνωρίσει ακόμη πολλές ηθοποιούς-από σταρ και στάρλετ μέχρι και άγνωστες κοπέλες των κινηματογραφικών συνεργείων-και θα ζήσει μαζί τους ερωτικές περιπέτειες. Μερικές απ' τις γνωστότερες σχέσεις του είναι με τις ηθοποιούς Αν Παριγιό και Τζέιν Φόντα και με τις τραγουδίστριες Μαριάν Φέιθφουλ, Νίκο και Δαλιδά.
Το 1987 θα γνωρίσει την κατά πολύ νεότερή του, Ροζαλί Βαν Μπρέμεν, ένα γοητευτικό μοντέλο από την Ολλανδία. Την ερωτεύτηκε τρελά και μαζί απέκτησαν δύο παιδιά, την Ανούσκα και τον Αλέν-Φαμπιέν. Τον Οκτώβριο του 2002 θα χωρίσουν και θρυλείται ότι ήταν η πρώτη γυναίκα που τον άφησε. Η ζωή του Αλέν Ντελόν είχε και αρκετές σκοτεινές στιγμές. Σημαντικότερη είναι εκείνη με το σωματοφύλακά του Στέφαν Μάρκοβιτς, που βρέθηκε νεκρός σε μια χωματερή, έξω από το Παρίσι, τυλιγμένος μέσα σε έναν μουσαμά την 1η Οκτωβρίου 1968.
Η αστυνομία ανέκρινε τον Ντελόν για 24 ώρες μέχρι να τον αφήσει ελεύθερο. Στο σκάνδαλο ενεπλάκη και ο Γάλλος πρόεδρος Ζορζ Πομπιντού, επειδή φωτογραφίες της συζύγου του βρέθηκαν στο αυτοκίνητο του Μάρκοβιτς. Έντονες ήταν οι φήμες εκείνη την εποχή ότι ο Μάρκοβιτς έπαιρνε μέρος σε ερωτικά όργια της υψηλής κοινωνίας και του θεάματος και ότι είχε μία σύντομη σχέση με τη Ναταλί Ντελόν. Η υπόθεση Μάρκοβιτς παραμένει μέχρι σήμερα ανεξιχνίαστη.
Για τη συνεισφορά του στην κινηματογραφική τέχνη, ο Αλέν Ντελόν έγινε μέλος της Γαλλικής Λεγεώνας της Τιμής το 2005 και τον Μάιο του 2019 τιμήθηκε με τον «Χρυσό Φοίνικα» του Φεστιβάλ των Καννών. Ένα μήνα αργότερα υπέστη εγκεφαλικό που τον ταλαιπωρούσε μέχρι και το θάνατό του. Μάλιστα στις αρχές του 2022 εξέφρασε την επιθυμία να θέσει τέλος στη ζωή του με ευθανασία. Ο Αλέν Ντελόν έζησε μια γεμάτη και «απίθανη» ζωή. «Τόσο απίθανη, ώστε κανένας δημοσιογράφος δεν θα ήταν ικανός να την γράψει», όπως είχε πει κάποτε ο ίδιος. Πέθανε το 2024 σε ηλικία 88 ετών.