Στην ανατολική ακτή της Ρόδου, σε απόσταση 28 χιλιομέτρων από την πόλη, σε υψόμετρο 287 μέτρων, βρίσκεται η Μονή της Παναγίας Τσαμπίκας-ή Κυράς Ψηλής ή Άνω Τσαμπίκας. Το προσωνύμιο «Τσαμπίκα» προέρχεται από τη λέξη «σαμβύκη», είδος πλοίου, καθώς το ύψωμα μοιάζει με πλεούμενο. Κατά άλλη άποψη, συνδέεται δε, με την λέξη «τσάμπα» της τοπικής διαλέκτου, που σημαίνει «σπίθα, σπινθήρας, φλόγα». Σχετίζεται, δε, με την εύρεση της εικόνας, καθώς ανακαλύφθηκε από ένα βοσκό ο οποίος, οδηγούμενος από μια φλόγα έφτασε στο βουνό και αντίκρισε πάνω σε ένα κυπαρίσσι την εικόνα της Παναγίας και ένα καντήλι.
H ιστορία θέλει την εικόνα να είχε χαθεί από τη Μονή της Παναγίας Κύκκου της Κύπρου ή από κάποιο χωριό της επαρχίας Λεμεσού. Επίτροποι από την Κύπρο τρεις φορές την επέστρεψαν στην Κύπρο και όλες βρέθηκε ξανά στο βουνό του Αρχαγγέλου. Προς τιμήν της Θεοτόκου, στο σημείο εκείνο οικοδομήθηκε ναΐδριο. Σήμερα, για λόγους ασφάλειας, η εικόνα φυλάσσεται στον ομώνυμο ναό της Παναγίας της Κάτω, 3 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά, σε ένα πλάτωμα επί του εθνικού οδικού άξονα Ρόδου-Λίνδου.
Δεν είναι σαφές πότε ανεγέρθηκε ο μονόχωρος καμαροσκέπαστος ναός. Το τέμπλο, βάσει επιγραφής, φιλοτεχνήθηκε το 1693. Εσωτερικά διασώζονται αποσπασματικά διατηρημένες τοιχογραφίες των μεταβυζαντινών χρόνων. Εκτός του κυρίως ναού και αμέσως νότια της εισόδου του, ο χώρος καλύπτεται από ξυλόγλυπτο προσκυνητάρι με νεότερη εικόνα της Βρεφοκρατούσας Παναγίας και πλήθος ταμάτων και αναθημάτων καθώς η Παναγία n Τσαμπίκα θεωρείται προστάτιδα της τεκνοποίησης.
H Παναγία Τσαμπίκα ή Κάτω ή Χαμηλή κατασκευάστηκε προς διευκόλυνση των προσκυνητών, καθώς σε ξύλινο προσκυνητάρι, στα νότια του τέμπλου, εκτίθεται η εφέστιος θαυματουργή επαργυρωμένη εικόνα του Γενεσίου της Θεοτόκου που ονομάζεται Παναγία η Φθενή. Ακριβώς δίπλα, σε μικρό προσκυνητάρι βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της εύρεσης με αργυρή επένδυση από την οποία εξαιρούνται μόνο τα πρόσωπα των μορφών.
H Παναγία ιστορείται στον τύπο της Πλατυτέρας των Ουρανών. Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή, το Καθολικό της ανακαινίστηκε το 1760, με χορηγό τον καθηγούμενο Χατζη-Γεράσιμο, στον τύπο της μονόχωρης σταυροθολιακής βασιλικής δωδεκανησιακού τύπου με πρόναο. Τα κτίρια στο βόρειο αύλειο τμήμα χρησιμοποιούνται ως βοηθητικοί χώροι, ενώ τα κειμήλια της Ιεράς Μονής εκτίθενται σε μουσειακό χώρο στα βόρεια του ναού. Η μονή γιορτάζει στις 8 Σεπτεμβρίου, στο Γενέσιον της Θεοτόκου.