6.10.24

Μεζές: Μια υπόθεση αρχαία

Τραγήματα-επιδόρπια-όψα-προσφάγια-κεράσματα-μεζέδες: συνοδευτικά του ποτού, συνήθως μετά ή πριν από τα γεύματα ή απλώς συνοδευτικά του οίνου ή του τσίπουρου (ρακής-τσικουδιάς, ούζου) σε ώρες ανάπαυλας, στο καφενείο, σε συναντήσεις εορταστικές στο σπίτι ή συνεργατικές, όπως τα χοιροσφάγια, η κουρά των ζώων, η απόσταξη των στεμφύλων στο ρακοκάζανο, στις προσκλήσεις σε γάμους και βαφτίσια κ.α. Πίσω από καθεμιά ονομασία δεν κρύβεται ακριβώς το ίδιο περιεχόμενο, ωστόσο γενικά πρόκειται για πρόχειρα και στερεάς μορφής φαγώσιμα σε μικρές ποσότητες, κυρίως για να «κόψουν», να αναχαιτίσουν την πείνα και να προετοιμάσουν το στομάχι για οινοπνευματώδες ποτό.

Εξ όσων γνωρίζουμε από τις φιλολογικές πηγές, οι αρχαίοι έπιναν οίνον και κατά τη διάρκεια του γεύματος, και τα διάφορα ποτά συνοδεύονταν-εκτός από το φαγητό-και από τραγήματα: κάστανα, κουκιά, ψημένους κόκκους σίτου ή ακόμη και γλυκίσματα από μέλι, αλλά και «άλας τε δηλονότι καί έλάας και τυρόν και βολβούς καί λάχανα» (ΠΛΑΤ. ΠΟΛ. 372C), που είχαν ως στόχο την καλύτερη απορρόφηση του οινοπνεύματος, ώστε να επιμηκυνθεί ο χρόνος της συνάντησης. Τα τραγήματα μπορεί να ήταν και επιδόρπια, δηλαδή φρούτα φρέσκα ή ξηρά, κυρίως σύκα, ιδιαίτερα δημοφιλή, καρύδια, ρεβίθια (τρωγάλια-στραγάλια) και σταφύλια ή γλυκά με μέλι, όπως συμβαίνει ακόμη σε πολλά μέρη της Ελλάδας, αλλά και δώρα κατά τον γάμο.

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο διήγημά του Τα συχαρίκια (1894) μάς πληροφορεί ότι η οικογένεια της νύφης ήταν υποχρεωμένη να «[...] κουβαλήση όλόκληρον μέγα σενίον μπακλαβά είς τήν οίκίαν τής συμπεθέρας της, άλλα μεγάλα ταψία άπό ζαχαροχαμαλιά καί άλλα τραγήματα [...]». Μεζέδες (από την περσική λέξη Mazes, που σημαίνει γεύση) ή προσφάγια ή φιλέματα-κεράσματα, μεζεδάκια, μεζεκλίκια και κάποιες φορές μπινελίκια (Βόλος) είναι το πρόχειρο κέρασμα σε επισκέπτες ή καλεσμένους για να πιουν το ποτό, συχνά μέχρι να μαγειρευτεί το φαγητό. «Πάν ό,τι έσθίεται μετά του άρτου ή τής τροφής ώς προσφάγιο ή όπως προκαλέση τήν πόσιν οiνου, κρόμμυον ποτώ όψον» (GREEK LIDDELL-SCOTT).

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, γνωστός λάτρης του «μεζέ» στο οινομαγειρείο ή το καφενείο, διακηρύσσει: «[...] τό «τσίπουρο» πίνεται ώς νερόν, καί πρέπει νά έχη τις ίσχυράν θέλησιν διά νά φθάση μέχρι τον «τρισσεύσατε καί έτρίσσευσαν», καί νά τό διακόψη [...]» (Αγάπη στον κρεμνό, 1913). Επειδή η ζωή χωρίς το κρασί και το τσίπουρο είναι ανυπόφορη, «[...] πώς να μην πίνη τις τό θαυμάσιον μπρούσκο μαύρον τού τόπου ή καί τό μοσχάτο καί τόν ροδίτην, καί νά στερηθή ακόμη καί το τσίπουρο; Είναι ζωή αύτή;» (Τ' άγγέλιασμα, 1912). 'Ετσι ήταν ευτυχής που στην πατρίδα του, όπως και στο Πήλιο, στο καφενείο «[...] τόν έφίλευε τουρσί άπό άκρόδρυα "πιμπιράμφον" (τσιτσίραβλα), στυφά καί εύώδη ύπόξινα, τόν έκέρνα έντόπιον ρακί, καί τον έβαζε κρασί, όσον ήρκει [...]» (Η νοσταλγία τον Γιάννη, 1906).

Ενίοτε σερβίρεται και δοκιμαστικά μικρό πιάτο από το ίδιο το φαγητό της οικογένειας στον πατέρα ή τον παππού, «έναν μεζέ για να δοκιμάσουν» και να πιουν ένα κρασί ή τσίπουρο. Επιβεβλημένη η προσφορά μεζέ από το φαγητό που μαγειρεύεται και μυρίζει έντονα σε γυναίκα έγκυο στη γειτονιά, «για να μη ρίξει το παιδί και είναι αμαρτία». Σε εργασίες που απαιτούσαν αλληλοβοήθεια, όπως ο τρύγος, τα χοιροσφάγια, το κούρεμα των κοπαδιών ή τα καζανέματα, οι μεζέδες από ψητό κρέας, πίτες και ό,τι άλλο διέθετε, ανάλογα με την οικονομική της κατάσταση, η οικογένεια, συνόδευαν το κρασί ή το τσίπουρο που έρρεε άφθονο.

Ο τελετουργικός χαρακτήρας της απόσταξης, τα περίφημα καζανέματα, που διαρκούν περίπου ένα δίμηνο (από Οκτώβριο μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου), αποτελούν μια γιορτή γύρω από το ρακοκάζανο, όπου δοκιμάζουν τη ρακή-τσικουδιά και διάφορους παραδοσιακούς μεζέδες της Κρήτης. Τσικουδιά με τον ανάλογο μεζέ προσφέρεται ως κέρασμα σήμερα και στα εστιατόρια μετά το φαγητό. Οι μεζέδες, συνήθεια των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής, απλοί και λιτοί, όπως οι σαρδέλες, οι ελιές, τα στραγάλια, τα λούπινα (λιμπίνοι), τα φιστίκια, τα σύκα κ.ά., στην Ελλάδα συνοδεύουν συνήθως το ούζο, το τσίπουρο, το κρασί, τη ρετσίνα αλλά και την μπίρα.

Είναι κατά κύριο λόγο αλμυροί, για να αυξάνουν την επιθυμία για κατανάλωση περισσότερου ποτού. Σπάνια πίνονται τα ποτά ξεροσφύρι (χωρίς συνοδευτικό μεζέ), «γιατί βαρούν στο κεφάλι» (δηλαδή ζαλίζουν). H καθιέρωση προσφοράς μεζέδων ως ορεκτικών σε εστιατόρια συνέβαλε στη δημιουργία μεγάλης ποικιλίας διαφορετικών μεζέδων, αλλά και ειδικών μεζεδοπωλείων ή τσιπουράδικων, τα οποία ευρίσκονται κυρίως στα αστικά κέντρα, με ονομαστά εκείνα του Βόλου, τα οποία είναι σε διαδικασία ένταξης στον Εθνικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.

Έτσι, από τα καφενεία, που σέρβιραν καφέ τα πρωινά, το μεσημέρι τσίπουρο και το βράδυ μαγειρευτά φαγητά και κρασί, προέκυψαν τα τσιπουράδικα και τα ταπεινά αλίπαστα (παστή σαρδέλα, γαύρος, ρέγκα, σκουμπρί κ.ά.) και οι ελιές, ο ταραμάς και τα στραγάλια έδωσαν τη θέση τους σε γευστικές τυροσαλάτες, ταραμοσαλάτες, πατατοσαλάτες, σαγανάκια, πίτες, τζατζίκια, ψάρια, οστρακοειδή, λάχανο και χταπόδι ξιδάτο και άλλα τερψιλαρύγγια. H έκφραση «δεν φτάνει ούτε για μεζέ» κυριολεκτείται για μικρή ποσότητα ενός τροφίμου, αλλά μεταφορικά σημαίνει κάθε τι ελλιπές και ασήμαντο. Λέγεται ακόμη «τον πήρε στο μεζέ», με τη σημασία ότι κάποιον δεν τον αντιμετωπίζουν με σοβαρότητα.