«Εμείς είμαστε ελεύθεροι. Πάντα οι Αγραφιώτες ελεύθεροι ήταν. Και είμαστε και μαθημένοι στην απομόνωση, οπότε δεν πιεζόμαστε πολύ με την καραντίνα». Ο Κώστας Γκαντζούδης, πρόεδρος του χωριού Επινιανά, μας μεταφέρει μια μεγάλη αλήθεια. Ίσως τώρα, για πρώτη φορά και λόγω της Covid-19, μπορούμε να καταλάβουμε στην ουσία της την απομόνωση για την οποία μας μιλούσαν ανέκαθεν στα ορεινά χωριά. Τα Άγραφα είναι ένας μαγικός τόπος όπου η φύση έχει τον πρώτο λόγο: απότομα βουνά, πυκνά δάση, ορμητικά ποτάμια, φαράγγια και χαράδρες που κόβουν την ανάσα. Ένα γοητευτικό σύμπλεγμα που διατρέχεται από έναν κεντρικό δρόμο, ο οποίος στο μεγαλύτερο μέρος του παραμένει ακόμη χωματόδρομος. Διανοίχτηκε δε το 1987 και οι γέφυρες που στεφανώνουν τον Αγραφιώτη ποταμό έγιναν το 1993.
Έως τότε οι άνθρωποι μετακινούνταν με τα πόδια ή με τα ζώα, χρησιμοποιώντας πέτρινα γεφύρια, στρατιωτικές γέφυρες, αυτοσχέδια εναέρια περάσματα φτιαγμένα από κλαδιά δέντρων, ακόμη και ένα καρούλι (σαν μικρό τελεφερίκ) για να περάσουν το ποτάμι. Ο χειμώνας είναι βαρύς εδώ πάνω· κατολισθήσεις, πάγος και χιόνι μειώνουν τις μετακινήσεις και συχνά τα χωριά μένουν αποκλεισμένα. Θυμάμαι την Ολυμπία Μπακογιάννη στο χωριό Μοναστηράκι. Την πέτυχα έναν Οκτώβρη να στοιβάζει δίπλα στην πόρτα της τα ξύλα για το τζάκι. «Άμα πέσουν τα πολλά χιόνια εδώ δεν αναδεύουμε», έλεγε. Γι’ αυτό και οι λιγοστοί κάτοικοι των χωριών έχουν μάθει να διατηρούν, περισσότερο ή λιγότερο, την αυτονομία τους, όπως παλιά. Εκτρέφουν ζώα, φροντίζουν μποστάνια, φτιάχνουν μόνοι τους πολλά από τα αγαθά που χρειάζονται.
Εντούτοις ο τόσο αξιοθαύμαστος στα μάτια μας τρόπος ζωής και αυτός ο γοητευτικός, αγνός τόπος δεν αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από εκείνους που βλέπουν τους πληθυσμούς να μειώνονται και τους νέους να έρχονται μόνο τα καλοκαίρια για διακοπές-στο σχολείο του χωριού Άγραφα, για παράδειγμα, φοιτούν μόλις τρία παιδιά. «Ωθούμαστε πλέον στην υιοθέτηση ενός μοντέλου που θα έχει τη συναντίληψη και τη συναίνεση όλων, με θαρραλέες τομές και παρεμβάσεις, για να ανακοπεί αυτό το αρνητικό ισοζύγιο γεννήσεων-θανάτων, δίνοντας κίνητρο στους νέους ανθρώπους που βρίσκονται σε παραγωγική και αναπαραγωγική ηλικία να μετεγκατασταθούν στα χωριά τους.
Αν καταφέρουμε να πείσουμε τους νέους μας ότι μπορούν να ξεφύγουν από την ανεργία, να έχουν πιο ποιοτική ζωή, ευζωία, ασχολούμενοι με τον πρωτογενή τομέα, σίγουρα θα τολμήσουν και δεν θα χάσουν την ευκαιρία να γυρίσουν, ειδικά τώρα σε αυτή την οικονομική και υγειονομική κρίση που βιώνουμε», λέει ο δήμαρχος Αγράφων Αλέξης Καρδαμπίκης, εξετάζοντας τους τρόπους με τους οποίους αυτό μπορεί να γίνει πράξη, πάντα με σεβασμό στο περιβάλλον και στην παράδοση του τόπου. Στο χωριό Άγραφα η ονομαστή πια κυρία Νίκη, που διατηρεί τον ομώνυμο ξενώνα-εστιατόριο, επιβεβαιώνει τη δυσκολία της κατάστασης: «Εμείς έτσι κι αλλιώς τον χειμώνα δεν κουνάμε, δεν μπορείς να πας πουθενά με τον άγριο καιρό. Παρ’ όλα αυτά, οι επισκέπτες έρχονταν και, παρότι δεν ήταν πολλοί, εμένα ήταν η παρέα μου κάθε Σαββατοκύριακο. Για μένα έχουν έρθει τα πάνω κάτω, έχω μελαγχολήσει. Γιατί τα χωριά από μόνα τους δεν έχουν πια κόσμο».
Στο πλάνο συζητήσεων που θέτει ο δήμαρχος πρωταγωνιστούν ο εκσυγχρονισμός του οδικού δικτύου και η αναβάθμιση του κλάδου υγείας. Συμπληρώνεται δε από σειρά διευκολύνσεων-δέλεαρ προς τους νέους, όπως το γρήγορο ίντερνετ για τηλεργασία, η παροχή οικοπέδων και διάφορα άλλα μέτρα που περιλαμβάνουν φοροαπαλλαγές, επιδοτήσεις και χρηματοδοτήσεις για οικοτεχνίες, τεκνοποίηση κ.ά. «Κοινή συνισταμένη όλων είναι η δημιουργία υποδομών και η οικονομική στήριξη των νέων προκειμένου να μπει φρένο στην απερήμωση της υπαίθρου, να σταματήσει η συρρίκνωση του πληθυσμού μας, να αναζωογονηθούν τα χωριά», αναφέρει. Κανείς δεν ξέρει κατά πόσο όλα αυτά είναι εφικτά, ωστόσο, αν αναλογιστεί πως στο χωριό Άγραφα ο πληθυσμός ενισχύθηκε πρόσφατα με τέσσερα μωρά, ίσως η κατάσταση να είναι αναστρέψιμη.
Τα Επινιανά επίσης δίνουν νότες αισιοδοξίας. Παρότι ερήμωσαν τη δεκαετία του ’70, το 1985 αποφάσισε να εγκατασταθεί στο χωριό ο Κώστας Γκαντζούδης με την οικογένειά του, παρακινώντας φίλους και συγγενείς να κάνουν το ίδιο σε μια εποχή που ούτε δρόμος δεν υπήρχε. «Με τα πόδια ερχόμασταν μέχρι το ’89. Ούτε ρεύμα είχαμε ούτε σχολείο. Την κόρη μου την πήγαινα στα Άγραφα με τα πόδια και περνούσαμε τον Αγραφιώτη με το καρούλι. Την επόμενη χρονιά μαζεύτηκαν μερικοί ακόμη και ζήτησα δάσκαλο για τρία παιδιά. Από τέσσερα και πάνω, μου είπαν. Πείσμωσα κι εγώ κι έγραψα τον τετράχρονο γιο μου, λέγοντας στον δάσκαλο να τον αφήσει στην ίδια τάξη. Τελικά τα έπαιρνε και τέλειωσε το σχολείο στα δεκάξι», καταλήγει γελώντας ο ίδιος. Τώρα ζουν στο χωριό τον χειμώνα δεκαπέντε άνθρωποι, και μάλιστα ένα νέο ζευγάρι εγκαταστάθηκε κατά τη διάρκεια της πρώτης καραντίνας, την περασμένη άνοιξη.