Αρκούδες, λύκοι, λύγκες, άλογα γίνονται μέρος του αφηγήματος και της εμπειρίας σε έναν τόπο προικισμένο από τη φύση. Ένα γραφικό ελληνικό χωριό δεν είναι ποτέ μόνο αυτό, πράγμα που ισχύει και για το Νυμφαίο Φλώρινας. Δεν είναι απλώς ένας πανέμορφος παραδοσιακός οικισμός, σε υψόμετρο 1.350 μ., στο όρος Βίτσι. Είναι και ένα χωριό όπου, για να φτάσεις, πρέπει να οδηγήσεις επί δεκαπέντε λεπτά σε ανηφορικό δρόμο γεμάτο στροφές, προσέχοντας τα σαμαρωμένα ιπποειδή που διεκδικούν μέρος του οδοστρώματος. To Νυμφαίο δεν είναι μόνο ένα χωριό που περιβάλλεται από πυκνό δάσος οξιάς, με καλντερίμια και αναστηλωμένα πέτρινα αρχοντικά με στέγες από λαμαρίνες, οι οποίες αντικατέστησαν τις στέγες από σχιστόπλακες για να κυλάει πιο εύκολα το χιόνι.
Είναι και ένας αραιοκατοικημένος τόπος όπου οι μόνιμοι κάτοικοι (γύρω στους 40) γκρινιάζουν για τη μοναξιά της Δευτέρας, της Τρίτης, της Τετάρτης και της Πέμπτης, των ημέρων δηλαδή που ατονεί η κίνηση των επισκεπτών. Το Νυμφαίο δεν είναι απλώς ένας από τους κορυφαίους προορισμούς της Βόρειας Ελλάδας, που προσελκύει Νοτιοελλαδίτες, παρά το απομακρυσμένο της τοποθεσίας του. Είναι και ένα μέρος το οποίο, προτού αναγεννηθεί αρχιτεκτονικά και τουριστικά, τη δεκαετία του 1990, είχε μαραζώσει. Το σίγουρο είναι ότι δεν πρόκειται για έναν ασάλευτο τόπο με καθηλωμένη στείρα ομορφιά, αλλά για ένα χωριό με μισοπατημένα κυδώνια κάτω από τα δέντρα και φωνακλάδικα σκυλιά που κυκλοφορούν με κουδούνια στον λαιμό.
Έως το 1926, που εκδόθηκε το ΦΕΚ με την αλλαγή τοπωνυμίου, ονομαζόταν Νέβεσκα και πριν από αυτό Νιβεάστα, που στα βλάχικα σημαίνει «νύφη». Βλαχοχώρι λοιπόν το Νυμφαίο, με προνόμια την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με ισχυρή συντεχνία αργυροχρυσοχόων, με κατοίκους-εμπόρους που ταξίδευαν πολύ. Και με συμπαγή αρχιτεκτονική ταυτότητα, τουλάχιστον για τον απλό παρατηρητή, που σου γεννάει την αίσθηση ότι είναι περισσότερο μια ορεινή προβιομηχανική πόλη απ’ ό,τι ένα χωριό. Ο Άγιος Νικόλαος-τρίκλιτη βασιλική του 1867-είναι η πιο γνωστή εκκλησία του, όμως αξίζει να ανηφορίσει κανείς στο επάνω κομμάτι του χωριού για να δει και τον Άγιο Βασίλειο, ένα πέτρινο παρεκκλήσι μες στη φύση, ιδανικό για πικνίκ.
Νίκειος του εκλεκτικισμού και της αρκούδας: Το πιο αναγνωρίσιμο κτίριο του Νυμφαίου είναι η Νίκειος Σχολή, κτίσμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής με μπαρόκ στοιχεία, που χτίστηκε το 1927-1928 και στέγασε το νηπιαγωγείο, το δημοτικό και για κάποια χρόνια το ημιγυμνάσιο, έως τη δεκαετία του 1980 που έκλεισε. Στη Νίκειο βρίσκεται το Κέντρο Ενημέρωσης για την Καφέ Αρκούδα του Αρκτούρου, της ΜΚΟ που μετράει 29 χρόνια ζωής και αποτελεί τεράστιο κεφάλαιο για την περιοχή. Γιατί πώς να μην εκτιμήσει ο επισκέπτης έναν τόπο που προστατεύει οργανωμένα την άγρια πανίδα, έναν προορισμό όπου οι αρκούδες αντιμετωπίζονται (περισσότερο) σαν μέλη του οικοσυστήματος και (λιγότερο) σαν κλέφτρες καρπών;
Το κέντρο ενημέρωσης στη Νίκειο συστήνει στο κοινό ένα από τα πιο λαοφιλή άγρια ζώα, που οι άνθρωποι το αγαπήσαμε πολύ, κάτι που φαίνεται από την ποπ κουλτούρα. Λούτρινα αρκουδάκια, παραμύθια με τον Winnie-the-Pooh, μπισκότα Teddy Bear αποδεικνύουν ότι ο πολιτισμός μας, από τη στιγμή που γεννιόμαστε, μας βομβαρδίζει με θετικές αναπαραστάσεις. Έχει και σκοτεινές πλευρές η σχέση των Ελλήνων με την αρκούδα, όμως, αφού στη χώρα μας μέχρι τη δεκαετία του 1990 επιβίωνε το φαινόμενο με τις αρκούδες-χορεύτριες, που κακοποιούνταν από μωρά, πατώντας σε πυρακτωμένες λαμαρίνες, για να μάθουν να στέκονται όρθιες. Σε μια φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου, στο κέντρο ενημέρωσης, βλέπουμε ένα τέτοιο στιγμιότυπο, με δύο αρκουδιάρηδες να βαράνε τα ντέφια στα αλυσοδεμένα ζώα.
Βάρβαρη εικόνα, που όμως ακολουθείται από τελείως διαφορετικές πληροφορίες για τον χειμέριο ύπνο, τη Μικρή και Μεγάλη Άρκτο αλλά και τις νεαρές κοπέλες που παρίσταναν τις αρκούδες στον ναό της Βραυρωνίας Αρτέμιδος, στο πλαίσιο της πρακτικής προετοιμασίας τους για την ενήλικη ζωή. Εξαιρετική η έκθεση, παρουσιάζει σφαιρικά, χωρίς ωραιοποίηση ούτε μελοδραματισμούς, ένα πολύπλοκο θέμα. Μετά από αυτόν τον οργασμό πληροφορίας, ένας είναι ο προορισμός: το ίδιο το Καταφύγιο της Καφέ Αρκούδας, λίγο έξω από το Νυμφαίο. Άτυχοι εμείς, δεν καταφέραμε να το επισκεφθούμε, λόγω ζημιών που είχαν προκληθεί εξαιτίας της χιονόπτωσης, όμως πλέον τα προβλήματα έχουν αποκατασταθεί. Πρόκειται για έναν περιφραγμένο χώρο σε δάσος οξιάς, όπου διαμένουν δεκαεννέα καφέ αρκούδες, όπως ο παλαίμαχος Γιωργάκης, που κατασχέθηκε από αρκουδιάρη στην Ημαθία, αλλά και αρκούδες ορφανές, από ζωολογικούς κήπους ή ιδιώτες που τις κατείχαν παράνομα.
Λύγκες και άλογα Πίνδου: Σειρά έχει το Καταφύγιο του Λύκου, έξω από το χωριό Αγραπιδιά. Άλλο κεφάλαιο ο λύκος: λοιδορήθηκε, συκοφαντήθηκε και αποτυπώθηκε στη λαϊκή συνείδηση ως απειλή. Μεγαλύτερος υπαίτιος γι’ αυτό ήταν τα παιδικά παραμύθια, με προεξάρχουσα την Κοκκινοσκουφίτσα. Και όμως, σε αντίθεση με τη μυθολογία που τον περιβάλλει, ο λύκος του Αρκτούρου είναι ο ίδιος θύμα: πρόκειται για ζώα που ανήκαν σε προσωπική «συλλογή» ιδιωτών, που ήταν εγκλωβισμένα σε εργοτάξιο παριστάνοντας τον φύλακα και άλλα τέτοια τραγελαφικά. Στον Αρκτούρο διαμένουν δεκατρείς λύκοι, δέκα γκρίζοι και τρεις αρκτικοί. Τους τελευταίους τούς είδαμε φευγαλέα, εμφανίστηκαν κοπαδιαστά, χάθηκαν, επανεμφανίστηκαν, ξαναχάθηκαν, σαν να έπαιζαν μαζί μας κρυφτό, καθώς μπαινόβγαιναν στις φυλλωσιές των δέντρων.
Σε κοντινή απόσταση βρίσκεται και η πτέρυγα με τους τρεις ευρασιατικούς λύγκες (Lynx lynx), οι οποίοι πριν από λίγους μήνες μετακόμισαν εδώ από ψευδοπάρκο της Ανδόρας. Στην Ελλάδα ο λύγκας επισήμως θεωρείται εξαφανισμένος, οπότε το να έρχεσαι πρόσωπο με πρόσωπο μαζί του, να βλέπεις τα καλλίγραμμα πόδια, τα ορθωμένα αυτιά και την ανάλαφρη περπατησιά του είναι μοναδικό. Στο καταφύγιο της Αγραπιδιάς φιλοξενούνται και ελληνικοί ποιμενικοί, που αναπαράγονται και δίνονται σε βοσκούς. Όταν ένα κοπάδι προστατεύεται από τον σκύλο-φύλακα, ο άνθρωπος δεν είναι αναγκασμένος να γίνει βίαιος. Έτσι, προστατεύεται και ο ίδιος και η άγρια ζωή.
Τα ζώα του Αρκτούρου ανοίγουν παράθυρα σε νέους κόσμους, το ίδιο συμβαίνει όμως και με τα άλογα της οικογένειας Βογλίδη, που έχει το κέντρο υπαίθριων δραστηριοτήτων Άρτεμις στο χωριό Σκλήθρο, λίγο μετά την Αγραπιδιά. Είκοσι πιστοποιημένα άλογα Πίνδου, τσιπαρισμένα και με ταυτότητα, ζουν εδώ και σχεδόν τα ζηλεύεις βλέποντάς τα να περιφέρονται ελεύθερα σε 26 στρέμματα γης. Με τον Τάκη, τον υπέροχο πατέρα της οικογένειας, κάναμε μάθημα ιππασίας (3,5 χλμ., μισή ώρα), εμπειρία ανώτερη κάθε προσδοκίας. Μετά από μια σύντομη βόλτα στον χώρο των εγκαταστάσεων, ο Τάκης, παρότι αρχάρια, με έβαλε να ανέβω στη ράχη ενός αλόγου χωρίς σέλα για να εξοικειωθώ μαζί του.
Έπειτα, τραβήξαμε-σελωμένοι αυτή τη φορά-στο δάσος, στις φλαμουριές και στα σκλήθρα. Περάσαμε από χωράφια καλαμποκιού (βόλτα-δοκιμασία, όπου ο αναβάτης δεν πρέπει να αφήσει το άλογο να σταματήσει για να φάει), κάναμε τριποδισμό (trot), ακόμα και καλπασμό (gallop), σε μια μοναδική διαδικασία γνωριμίας με τη φυλή της Πίνδου.
Πεζοπορία και ψάρεμα στις λίμνες: Δεύτερη φυσιολατρική δραστηριότητα: η πεζοπορία από το καταφύγιο του λύκου προς τη λίμνη Ζάζαρη. Κρατώντας μια γκλίτσα από κρανιά, ο Τάκης μάς καθοδήγησε σε ένα τοπίο με κυκλάμινα και λεμονοθύμαρο, άγριους κρόκους και φλώμους, γαύρους-όπου φωλιάζουν σκαντζόχοιροι-και βελανιδιές, όπου χοροπηδάνε σκίουροι, σαν αυτόν που είδαμε για τρία δευτερόλεπτα προτού κρυφτεί στα φύλλα. Μέγας μανιταρόφιλος ο συνοδός μας, μας έδειξε τη Μακρολεπιότα την ψηλή (Macrolepiota procera), ένα μανιτάρι με ανοιχτό καφέ χρώμα και άρωμα αμυγδάλου, με μεγάλη διασπορά στο δάσος.
Γύρω τριγύρω οι πρόποδες του Βιτσίου, ο λοφίσκος Λυκαβηττός, ο χείμαρρος του Σκλήθρου και στο τέλος η Ζάζαρη, όπου κάναμε μεταβολή προς τα πίσω. Μικρή, ατάραχη και γοητευτική, η Ζάζαρη δίνει έναν εξωτικό τόνο στο ταξίδι, πολύ απλά γιατί οι Έλληνες δεν είμαστε εξοικειωμένοι με λίμνες και, όποτε βλέπουμε μία, ενθουσιαζόμαστε. Έχει και το χωριό της, το Λιμνοχώρι, με ένα μεγάλο κίτρινο κτίριο χτισμένο στις όχθες της, που προοριζόταν για ιχθυόσκαλα, όμως δεν λειτούργησε ποτέ. Σήμερα έχει καταληφθεί από χήνες, οι οποίες, αν αποπειραθείς να μπεις μέσα, τρελαίνονται, κρώζουν και τρέχουν να σε διώξουν. Όταν σταματήσουν να νιώθουν ότι απειλούνται, κάθονται, σαν άλλα σκυλιά, στην άκρη του δρόμου και λιάζονται.
Κι αν στη Ζάζαρη αυτό που μας έμεινε περισσότερο ως ανάμνηση ήταν ένα κοπάδι οξύθυμες χήνες, στη γειτονική λίμνη Χειμαδίτιδα (ονομάστηκε έτσι από τα χειμαδιά που υπήρχαν εδώ) ήταν τα 380 μαύρα γίδια που έκαναν τη διαφορά, αφού σπάνια βλέπεις τόσο μεγάλα κοπάδια σε τουριστικούς προορισμούς. Από κοντά και οι ψαράδες, όπως ο ερασιτέχνης Γιάννης με τα τέσσερα καλάμια που τα δολώνει με ψεύτικα ψαράκια ή καλαμπόκι και ο επαγγελματίας Σάκης, που βγαίνει αξημέρωτα με τη βάρκα του, τον «Άγιο Θεόδωρο», για να ρίξει δίχτυα και να πιάσει τούρνες. Ζώα παντού, λοιπόν, σε αυτό το ταξίδι. Ποιμενικοί, λύκοι, αρκούδες και λύγκες, σκίουροι, άλογα, χήνες και γίδες συνυπάρχουν με τον άνθρωπο, έχοντας μετατραπεί στους καλύτερους πρεσβευτές του προορισμού.
Κεφάλαιο για τον τόπο τους: Υπάρχουν κάποιες επιχειρήσεις που ξεπερνούν τα στενά όρια του κλάδου τους, που δεν παρέχουν απλώς υπηρεσίες, αλλά προσδίδουν υπεραξία στον τόπο όπου βρίσκονται. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν ο ξενώνας Αρχοντικό Αθηνά, στο Νυμφαίο, και το εστιατόριο Θωμάς, στο Σκλήθρο. Με υπουργική απόφαση που δημοσιεύτηκε σε ΦΕΚ του 1992, το κτίριο που φιλοξενεί το Αρχοντικό Αθηνά χαρακτηρίστηκε ως έργο τέχνης, «διότι αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα των αρχοντικών του Νυμφαίου που χτίστηκαν στο τέλος του 19ου αιώνα». Με τη βούλα, λοιπόν, όμορφο το Αρχοντικό Αθηνά, αν και ως επισκέπτης δεν χρειάζεσαι την υπουργική απόφαση, το βλέπεις και μόνος σου.
Επί χρόνια κλειστός, ο ξενώνας ξεκίνησε να επαναλειτουργεί πριν από λίγους μήνες, ανακαινισμένος και υπό νέα διεύθυνση. Έχει ξύλινες οροφές, πολυελαίους, διακοσμητικά σερβίτσια που φέρουν κάτι από τη Ρώσικη τσαρική αισθητική και ένα εξαιρετικό σαλέ στον κήπο, για πρωινό καφέ ή βραδινό ποτό. Κατά βάση όμως έχει δύο φανταστικές κυρίες, τη Βαρβάρα και την Ελισάβετ, που σε κάνουν να αισθάνεσαι όχι πελάτης, αλλά ένοικος του Αρχοντικού. Αυτή είναι η ουσία των καταλυμάτων που στεγάζονται σε πρώην κατοικίες: να νιώσουν οι επισκέπτες σαν στο σπίτι τους. Κι αν το Αρχοντικό Αθηνά είναι μία από τις επιχειρήσεις που συμβάλλουν στο καλό όνομα του Νυμφαίου, το ίδιο συμβαίνει στο χωριό Σκλήθρο με τον Θωμά, ένα από τα πιο αξιόλογα μαγαζιά του νομού Φλώρινας.
Πρόκειται για εστιατόριο δημιουργικής ελληνικής κουζίνας, τα ηνία του οποίου κρατούν η δεύτερη και η τρίτη γενιά της οικογένειας Πασπάλη. Με επισκέψιμο κελάρι και τρεις λίστες κρασιών (εκ των οποίων η μία περιλαμβάνει 365 ελληνικές ετικέτες, με ένα διαφορετικό κρασί για κάθε μέρα του χρόνου) σερβίρει κοκκινιστή προβατίνα με πουρέ καπνιστής μελιτζάνας, αγριογούρουνο κρασάτο μαγειρεμένο με ξινόμαυρο, κριθαρότο με σαλιγκάρια, τσουκνίδα και τριμμένη μυζήθρα, πρόβεια φλωρινέλα με μαρμελάδα πιπεριάς. Το μενού το έχει σχεδιάσει η ίδια η ομάδα του εστιατορίου, που έχει αναλάβει και την εκτέλεση των συνταγών, με τους γονείς και τον γιο Βαγγέλη να βρίσκονται στην κουζίνα και τον έτερο γιο Θωμά στην υποδοχή. Πέραν αυτού, όλο το προσωπικό-εκτός από ένα άτομο-έχει καταγωγή από το Σκλήθρο. Στηρίζοντας επιχειρήσεις σαν αυτή του Θωμά, ένας επισκέπτης στηρίζει τη βιωσιμότητα της ζωής στην επαρχία.
Μετάβαση: Το Νυμφαίο απέχει από την Αθήνα 530 χλμ. (6½ ώρες). Υπολογίστε για καύσιμα και διόδια περίπου 75 ευρώ για την απλή μετάβαση. Εναλλακτικά, μπορείτε να μεταβείτε αεροπορικώς στη Θεσσαλονίκη με πτήσεις της Aegean ή της Sky Express (από 40 ευρώ η απλή μετάβαση) και από εκεί να οδηγήσετε έως το Νυμφαίο (180 χλμ./2 ώρες, με κόστος καυσίμων-διοδίων 22 ευρώ. η απλή μετάβαση).
Διαμονή: Το Αρχοντικό Αθηνά (Νυμφαίο, από 100 ευρώ το δίκλινο) έχει δίκλινα και τρίκλινα δωμάτια και σερβίρει πρωινό με λαγγίτες (τηγανίτες), ομελέτα με πιπεριά Φλωρίνης, γιαούρτι με φρούτα εποχής. Όποιος θέλει μπορεί να ζητήσει να του βάλουν το φαγητό, τον καφέ και την κουβέρτα στο καλάθι του πικνίκ, για να απολαύσει πρωινό στη φύση. Ο ανακαινισμένος ξενώνας Αργυρώ (Νυμφαίο, από 75 ευρώ το δίκλινο) έχει δωμάτια με νεοκλασική, βαριά, γοητευτική διακόσμηση, στο στιλ των νυμφαιώτικων αρχοντικών, και μάλιστα η φήμη του έχει ξεπεράσει τα σύνορα, αφού αναφέρεται ως προτεινόμενο κατάλυμα σε άρθρο του Guardian με βάση τις προτιμήσεις των αναγνωστών. Ο παραδοσιακός ξενώνας Νύμφες (Νυμφαίο, από 100 ευρώ το δίκλινο) φιλοξενείται σε ανακαινισμένο κτίριο του 1923 με έξι δωμάτια, καθένα από τα οποία έχει πάρει το όνομα μιας νύμφης (Δάφνη, Ευρυδίκη, Φαέθουσα, Φιλύρα, Καλυψώ, Λαμπετία) και είναι διακοσμημένο με βάση τον μύθο της. Όμορφος είναι και ο ξενώνας Εντερνέ (Νυμφαίο, από 70 ευρώ το δίκλινο) στον χώρο του παλιού καφενείου του χωριού και σερβίρει πρωινό με σπιτικές μαρμελάδες, κρέπες, αυγά και πίτες.
Φαγητό-Αγορές: Στο Νυμφαίο θα βρείτε αρκετά μαγαζιά για φαγητό, όπως είναι το καφέ-εστιατόριο Δίπορτο για μοσχαρίσια μάγουλα, ζυγούρι στη γάστρα, σπαλομπριζόλα, αλλά και σούπες (τσουκνιδόσουπα, τραχανά με μανιτάρια, σούπα πολίτικη με λαχανικά, κουσκούς και καυτερή πιπεριά). Ο Μέγας Τίγρης αξίζει για τη φασουλοσαλάτα, τα κεμπάπια και το χωριάτικο λουκάνικο με ψητή φλωρινέλα, ενώ στην Πλατεία δοκιμάστε φασολάδα ή κότσι με χυλοπίτες και σάλτσα σταφίδα-δαμάσκηνο. Στο Άτι θα πάτε για γλυκά και πίτες, ροφήματα και μιλκσέικ, στο καφέ Εντερνέ για ζεστή σοκολάτα, τσάι, γλυκά και μακεδονίτικα κρασιά. Για αγορές υπάρχει το Παντοπωλείο, με πιπεριά Φλωρίνης σε παραλλαγές (τσάτνεϊ, πικάντικη σάλτσα) και λικέρ από φραγκοστάφυλα, τα οποία φέτος είναι δυσεύρετα γιατί τα έβαλαν στο μάτι οι αρκούδες, όπως μας είπαν. Το Dadalina’s, το νέο οινοπωλείο της Κυρ Γιάννη, μετράει εβδομάδες ζωής. Εκτός από κρασιά, θα βρείτε premium ξίδι από σταφύλια Νάουσας και Αμυνταίου, προϊόντα κόκκινης πιπεριάς κ.ά.
Εκτός Νυμφαίου, αξίζει να περάσετε από τον Θωμά (Σκλήθρο) και από το Μπρούσκο (Αετός), όπου θα δοκιμάσετε μπριζόλες, σου κεμπάπ, χειροποίητο μπιφτέκι και μια ποικιλία τουρσί με καρότο, κουνουπίδι, πράσινη ντομάτα. Τα κρασιά του (ερυθρό, λευκό, ροζέ) είναι από την τοπική οινοποιία Βεγορίτις. Στο καφέ-μπαρ-εστιατόριο Del lago στο Λιμνοχώρι, στις όχθες της Ζάζαρης, εκτός από κρεατικά (κεμπάπ, λουκάνικο, παϊδάκια), θα βρείτε θαλασσινά και ψάρια (λακέρδα, αντζούγια, γριβάδι από τη λίμνη κατόπιν παραγγελίας). Παρατηρήστε τον χώρο: ήταν πρώην στάβλος προβάτων, που διαμορφώθηκε σε κατάστημα εστίασης, σύγχρονο και προσεγμένο, με ράμπες για ΑμεΑ.
Επισκέψεις-Δραστηριότητες: Το Καταφύγιο της Καφέ Αρκούδας στο Νυμφαίο λειτουργεί καθημερινά εκτός Τετάρτης, ενώ τα Σαββατοκύριακα είναι ανοιχτά το Κέντρο Ενημέρωσης για την Καφέ Αρκούδα στη Νίκειο Σχολή και το Καταφύγιο του Λύκου στην Αγραπιδιά (ενιαία είσοδος 6 ευρώ). Την περίοδο των γιορτών διευρύνονται οι ημέρες λειτουργίας. Πληροφορίες για τις δραστηριότητες του κέντρου Άρτεμις (ιππασία, πεζοπορία, κανό στη Ζάζαρη κ.ά.) θα βρείτε artemisoe.gr.
Tips: Στο Νυμφαίο το φλουρί της Πρωτοχρονιάς δεν μπαίνει σε βασιλόπιτα αλλά σε μπακλαβά. | Περιπατητικές διαδρομές, αρχαιολογικά ευρήματα και σημεία με αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον θα βρείτε στην πλατφόρμα pathsofpeace.gr (έργο που υλοποιήθηκε από τον Ενωτικό Σύλλογο Λεχοβιτών «Ο Προφήτης Ηλίας» με χρηματοδότηση από το Ελληνογερμανικό Ταμείο για το Μέλλον). Προτού ξεκινήσετε την πεζοπορία, επιβεβαιώστε με τους ντόπιους ότι το μονοπάτι που επιλέξατε είναι σε καλή κατάσταση. | Αν θέλετε να κινηθείτε πέρα από τη ζώνη Νυμφαίου-Σκλήθρου-Ζάζαρης-Χειμαδίτιδας, αξίζει μια εκδρομή στις λίμνες Πετρών-Βεγορίτιδας και στα επισκέψιμα οινοποιεία του Αμυνταίου, σε σχετικά κοντινή απόσταση (20-30 χλμ./25-40 λεπτά) από το Νυμφαίο.