Ήταν η εποχή που οι Κλεισουριώτες διέπρεπαν στο εξωτερικό ως μεγαλέμποροι, χωρίς όμως να λησμονούν την ιδιαίτερη πατρίδα τους, με δωρεές και ευεργεσίες. Ο Άγιος Δημήτριος κτίστηκε στην θέση παλαιότερης εκκλησίας και η οικοδόμηση του τοποθετείται την περίοδο 1846 με 1856. Αξιόλογης τέχνης είναι το ξυλόγλυπτο τέμπλο, ενώ ιστορικής αξίας θεωρούνται η φορητή εικόνα του Αγίου Δημητρίου με χρονολογία 30/5/1733, καθώς και ο δεσποτικός θρόνος και το προσκυνητάρι με χρονολογία την 25η Μαρτίου 1820, ένα ακριβώς χρόνο πριν από το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης. Οι τοιχογραφίες αγιογραφήθηκαν από Σαμαρινιώτες και Κλεισουριώτες αγιογράφους, ενώ οι φορητές εικόνες του ναού είναι μεταβυζαντινής τέχνης.
Στα θρησκευτικά κειμήλια της εκκλησίας, σημαντικότερο θεωρείται η ασημένια λειψανοθήκη του 1870 που φιλοξενεί τα λείψανα του Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτου. Το επιβλητικό κωδωνοστάσιο, με τετράγωνη κάτοψη, κατασκευάστηκε το 1858 και αναπαλαιώθηκε πρόσφατα. Πρόκειται για ένα πενταόροφο πέτρινο οικοδόμημα, με ξύλινα δάπεδα και κλιμακοστάσια και την καμπάνα στην κορυφή. Η εκκλησία του Αγίου Δημητρίου έχει ενταχθεί ως μνημείο στον Κατάλογο των Αρχαιολογικών Χώρων και Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού.
Κειμηλιαρχείον ψυχής: Οι ξύλινες σκάλες στο εσωτερικό της τρίκλητης βασιλικής, με ξύλινη στέγη, του Αγίου Δημητρίου, οδηγούν στον γυναικωνίτη, τον χώρο που-σύμφωνα με το ορθόδοξο τυπικό-εκκλησιάζονταν οι γυναίκες, απομονωμένες από τους άνδρες. Από το 2018 λειτουργεί στον χώρο ένα μικρό οργανωμένο εκκλησιαστικό μουσείο, που στις προθήκες του εκτίθενται μοναδικά κειμήλια από τις εκκλησίες και τα εξωκλήσια του χωριού, που για πολλά χρόνια ήταν αφημένα στη φθορά του χρόνου και αποτελώντας εύκολη λεία για τους επιτήδειους. Στο μικρό εκκλησιαστικό μουσείο, εκτίθενται φορητές εικόνες διαφόρων χρονικών περιόδων, τάσεων και τεχνοτροπιών, σπάνιας αξίας έντυπα βιβλία, εξαιρετικά δείγματα χρυσοκεντητικής, αξιοθαύμαστα έργα εκκλησιαστικής αργυροχρυσοχοΐας και περίτεχνα ξυλόγλυπτα, καθώς και μία σημαντική συλλογή ζωγραφιστών λαβάρων του 19ου αιώνα.
Ο επισκέπτης μπορεί να θαυμάσει εικόνες, εκκλησιαστικά σκεύη, λειτουργικά και ιερατικά άμφια των ναών της Κλεισούρας, που δεν αποτελούν μόνο σπάνια κειμήλια, αλλά και μοναδικά τεκμήρια της τοπικής ιστορίας. Στις προθήκες εκτίθενται Ευαγγέλια, δισκοπότηρα, δισκάρια, μυροδοχεία, πόρπες, στέφανα γάμου, εξαπτέρυγα, δισκοποτηροκαλύμματα, φελώνια, κ.α. Ξεχωρίζει ο χρυσοκέντητος επιτάφιος τού Αγίου Δημητρίου, πού φιλοτεχνήθηκε στη Βιέννη το 1868 καθώς και του Αγίου Νικολάου (1866). Τα περισσότερα κειμήλια είναι «αφιερώματα» ευλαβών Κλεισουριωτών, τα οποία καταδεικνύουν τον συγκερασμό της φιλοπατρίας με την ευεργεσία, εξασφαλίζοντας το δικαίωμα αναγραφής των ονομάτων τους στους καταλόγους των δωρητών και της αναγόρευσής τους σε ευεργέτες της τοπικής κοινωνίας. Πραγματικά το σύνολο των εκθεμάτων, αποκαλύπτει το τεράστιο πνευματικό υπόβαθρο της Κλεισούρας δίνοντας παράλληλα λεπτομέρειες για την πολύπλευρη ελληνική-εκκλησιαστική ιστορία, από τον 15ο μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα.
Η Βλαχοκλεισούρα της Καστοριάς: Γνωστό και ως Βλαχοκλεισούρα, το χωριό είναι κτισμένο αμφιθεατρικά-σε υψόμετρο 1.275μ.-στους πρόποδες του όρους Μουρίκι, ορεινού όγκου του Ασκιού, που καλύπτεται από πυκνά δάση οξιάς και βελανιδιάς. Η ιστορία του χωριού ξεκινάει τον 15ο αιώνα όταν κάτοικοι μικρών βλάχικων οικισμών καταφεύγουν στην «clausura», στενό πέρασμα στα λατινικά, για ν΄ αποφύγουν τις επιδρομές των Τουρκαλβανών. Πρώτη γραπτή αναφορά, υπάρχει το 1481 σε οθωμανικό φορολογικό κατάστιχο που κάνει λόγο για 76 οικογένειες που κατοικούσαν στο χωριό, όλοι τους βλαχόφωνοι. Λόγω της θέσης του, στο στενό πέρασμα στην κορυφή της διάβασης ανάμεσα στα βουνά Σινιάτσικο και Βίτσι, ήταν σταθμός των καραβανιών που ταξίδευαν από Κοζάνη και Καστοριά προς Εορδαία-Φλώρινα και αντίστροφα.
Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους της μεγάλης ακμής που σημειώθηκε στην Κλεισούρα κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όταν το χωριό είχε αναδειχθεί σε σημαντικό κέντρο διαμετακομιστικού εμπορίου στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας. Ο άλλος λόγος ήταν οι πολυσχιδείς δραστηριότητες πολλών Κλεισουριωτών, που ασχολήθηκαν με το εμπόριο και τη μεταφορά προϊόντων προς την Βαλκανική και τις παραδουνάβιες χώρες, λειτουργώντας εμπορικά γραφεία στην Κωνσταντινούπολη, στην Οδησσό, στο Βελιγράδι, στη Βουδαπέστη, στη Βιέννη κ.α. Αν και «ξενιτεμένοι», με ισχυρές παροικίες στο εξωτερικό, οι απόδημοι πετυχημένοι Κλεισουριώτες όχι μόνο δεν έριξαν «μαύρη πέτρα» πίσω τους, αλλά ενίσχυαν με κάθε τρόπο την ιδιαίτερη πατρίδα τους.
Ο πλούτος και η ευημερία μετέτρεψαν την Κλεισούρα σε κέντρο των Ελληνικών γραμμάτων, με ξακουστά σχολεία, και μεγάλη βιβλιοθήκη, που μόρφωσαν σπουδαίους μετέπειτα λογίους και επιστήμονες. Η πορεία και η ακμή του χωριού παρουσιάζονται στο Εθνολογικό Λαογραφικό Μουσείο, μέσα από ιστορικά κειμήλια και φωτογραφικό υλικό από της διάφορες περιόδους. Ο δραστήριος κοινοτάρχης κ. Ιωάννης Γκόγκας θα σας δώσει οποιαδήποτε πληροφορία, για το πως μπορείτε να επισκεφθείτε και να θαυμάσετε τα εκθέματα τόσο στο «Κειμηλιαρχείον» όσο και στο Εθνολογικό Λαογραφικό Μουσείο.
Δεν είναι όμως μόνο οι περίτεχνες εκκλησίες και οι ενδιαφέρουσες συλλογές. Περπατήστε στα στενά ανηφορικά δρομάκια με τα λαμπρά μακεδονίτικα αρχοντικά, ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζει αυτό του «Μπέζη» (1842) και ταξιδέψτε πίσω στο χρόνο, τότε που η Κλεισούρα ήταν κεφαλοχώρι, πρώτο στο εμπόριο, στα γράμματα και στις τέχνες. Δυστυχώς η ακμή του χωριού, ανακόπηκε απότομα και βίαια το πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Αρχικά με την πυρπόλησή της από τους Τούρκους το 1912, κατά τον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, και 32 χρόνια μετά από την αιμοσταγή μανία των Γερμανών κατακτητών, που μέσα σε λίγες ώρες εκτέλεσαν 280 κατοίκους. Στον περίβολο του ναού, εκεί που παλαιότερα λειτουργούσε το «Ελληνόμουσο Κλεισούρας», ή Ελληνική Σχολή με την περίφημη βιβλιοθήκη της, δεσπόζει επιβλητικό το λιτό μνημείο του Ολοκαυτώματος της Κλεισούρας.
Στις μαρμάρινες πλάκες αναγράφονται τα ονόματα των δεκάδων κατοίκων του χωριού, στην πλειοψηφία γυναικόπαιδα, που σφαγιάστηκαν από τους Γερμανούς και τους Βούλγαρους συνεργάτες τους στις 5/4/1944, λίγο πριν την απελευθέρωσή, ως αντίποινα για τη δράση αντιστασιακών οργανώσεων στην περιοχή. Για τους αγώνες υπέρ του Έθνους, από την Επανάσταση του 1821 έως τον Β΄ Π.Π, η Πολιτεία απένειμε «Τιμής Ένεκεν» στην Κλεισούρα, τον Πολεμικό Σταυρό Α’ τάξεως, ενώ συμπεριλαμβάνεται στο Δίκτυο Μαρτυρικών Πόλεων Χωριών της Ελλάδας 1940-1945. Η καταστροφή του 1944 και ο Εμφύλιος Πόλεμος που ακολούθησε, με τη μαζική μετανάστευση και την αστυφιλία των επόμενων χρόνων, οδήγησε από τους 3.200 κατοίκους που είχε η Κλεισούρα το 1913, αμέσως μετά την απελευθέρωση και την ένταξη στον εθνικό κορμό, σε μόλις 257 το 2011 με τον αριθμό να υπολογίζεται σε ακόμη μικρότερο στην τρέχουσα πληθυσμιακή απογραφή.
Κοντά στην Κλεισούρα βρίσκεται η Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου που ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα και ξεχωρίζει από το υπέροχο τέμπλο με τις ανάγλυφες παραστάσεις. Το μοναστήρι αποτέλεσε ορμητήριο του Παύλου Μελά και των υπολοίπων οπλαρχηγών κατά τον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908), ενώ ασκήτεψε η Οσία Σοφία της Κλεισούρας (1883-1974) που κατατάχθηκε στο ορθόδοξο αγιολόγιο το 2012. Εάν βρεθείτε στην περιοχή της Καστοριάς ή της Φλώρινας, αξίζει να ανηφορίσετε προς τα στενά και την Κλεισούρα για να περπατήσετε στα όμορφα στενά του χωριού, που διατηρούν ακόμη σημάδια της παλιά μεγάλης λάμψης του.
Το χωριό βρίσκεται μέσα σε ένα πανέμορφο φυσικό περιβάλλον, με καταπράσινα δάση οξιάς και βελανιδιάς, που προσφέρεται για outdoor δραστηριότητες, στους δασικούς δρόμους και στα μονοπάτια, ενώ ενδιαφέρουσα είναι η διαδρομή προς την Βλάστη Κοζάνης, Από το εξωκκλήσι του Προφήτη Ηλία (1250 μ. υψόμετρο) θα απολαύσετε την πανοραμική θέα προς το Βέρμιο, το λεκανοπέδιο της Πτολεμαΐδας και τη λίμνη Βεγορίτιδας. Η Κλεισούρα απέχει 500 χλμ (6 ώρες και 10 λεπτά) από την Αθήνα και 165 χλμ από τη Θεσσαλονίκη (2 ώρες και 8 λεπτά). Στο χωριό θα βρείτε γραφικές ταβέρνες, με μοναδικά παραδοσιακά πιάτα που κυριαρχεί το ντόπιο κρέας και τυρί, καθώς και ένα όμορφο και ζεστό ξενοδοχείο.