Έτσι, πέρα από τη δική της γραφική γοητεία, η αιτωλοακαρνανική κωμόπολη έχει την τύχη να περιβάλλεται από πεντάμορφους υγροβιότοπους, που σφύζουν από ζωή-μάλιστα, φιλοξενούν και είδη απειλούμενα με εξαφάνιση, τελώντας έτσι υπό τη διεθνή προστασία που απορρέει από τη σύμβαση Ράμσαρ. Παράλληλα, το τοπίο αυτό εξακολουθεί να θεωρείται και πρώτης τάξης ψαρότοπος (έστω κι αν τα πράγματα δείχνουν πλέον πεσμένα, σε σύγκριση με τα παλιότερα χρόνια), στον οποίον ευδοκιμούν οι τσιπούρες και οι κέφαλοι. Το περίφημο αυγοτάραχο Μεσολογγίου, για παράδειγμα, παράγεται εδώ, από τα αυγά του θηλυκού κέφαλου (μπάφα).
Μια παλιά ναυτική πολιτεία που θυμίζει Βενετία: Μια αρκετά διαδεδομένη γνώμη θέλει το Αιτωλικό να ξεκινά ως συστάδα 4-5 μικρών νησίδων, που κατά την αρχαιότητα έμειναν ακατοίκητες καθώς τον χειμώνα καλύπτονταν από τα νερά της λιμνοθάλασσας. Το πιθανότερο λοιπόν είναι ότι το νησί προέκυψε σε ακαθόριστο χρονικό σημείο του Μεσαίωνα, από ντόπιους ψαράδες, που, έχοντας ήδη εποχιακές βάσεις εκεί, προχώρησαν σε επιχωματώσεις και συνδέσεις των αρχικών νησίδων με ξύλινα γεφύρια. Γεγονός είναι ότι το 1153, όταν πέρασε από την περιοχή ο περιηγητής Βενεμιάν εκ Τουδέλης, βρήκε εκεί ένα ενιαίο νησί με μόνιμα εγκατεστημένους κατοίκους, το οποίο ονομαζόταν Νατολικόν-ίσως γιατί γεωγραφικά το θεωρούσαν ως το ανατολικότερο νησί της συστάδας των Εχινάδων.
Η ονομασία Αιτωλικό εμφανίζεται κατά πάσα πιθανότητα στον 18ο αιώνα και επικρατεί στα χρόνια της ίδρυσης του ελληνικού κράτους. Το 1848 ο δήμαρχος Κωνσταντίνος Ι. Κουρκουμέλης προχώρησε το φιλόδοξο πλάνο ένωσης του νησιού με την απέναντι στεριά, οικοδομώντας τα δύο πέτρινα, πολύτοξα γεφύρια που σήμερα έχουν ανακηρυχθεί διατηρητέα. Ήταν μια σημαντική ιστορική στιγμή, που όμως είχε ως αποτέλεσμα οι κάτοικοι να πληρώνουν διόδια κατά τις μετακινήσεις προς και από το Αιτωλικό, ώστε να αποπληρωθεί το δάνειο που χρειάστηκε να πάρει ο Δήμος προκειμένου να πραγματοποιήσει το έργο. Στα χρόνια που ακολούθησαν το Αιτωλικό γνώρισε μεγάλη ακμή, καθώς αναδείχθηκε σε σημαντικό λιμάνι και εμπορικό κέντρο όλης της ευρύτερης περιοχής, αναπτύσσοντας τεράστιο κύκλο εργασιών.
Μετατράπηκε έτσι σε ναυτική πολιτεία με αξιόλογο δικό της στόλο: υπολογίζεται ότι οι κάτοικοι διέθεταν γύρω στα 50 ιστιοφόρα και μηχανοκίνητα πλοία μεσαίας χωρητικότητας. Η άνθιση αυτή κράτησε ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μα υπέστη ανεπανόρθωτο πλήγμα από το 1946 κι έπειτα, όταν ξεκίνησε να λειτουργεί το πορθμείο Ρίου-Αντιρρίου. Παρά την εμπορική λάμψη της «Νερένιας Πολιτείας», όπως συχνά έλεγαν τότε το Αιτωλικό, η ανάγκη για επιχωματώσεις αποδείχθηκε διαρκής μέσα στα χρόνια και είναι εξαιτίας τους που πρωτοδιαμορφώθηκε ο χαρακτηρισμός «Μικρή Βενετία». Ειδικά στο βόρειο τμήμα του νησιού τα θεμέλια των σπιτιών βρίσκονταν κυριολεκτικά μέσα στο νερό, ενώ σχηματίζονταν κανάλια τα οποία προχωρούσαν αρκετά προς το εσωτερικό, δημιουργώντας μια εικόνα που πράγματι παρέπεμπε στη Βενετία. Η τελευταία επιχωμάτωση (1969) σε βορρά και νότο είχε ως αποτέλεσμα τον τερματισμό αυτής της κατάστασης και την αλλαγή του σχήματος του νησιού, δημιουργώντας οικόπεδα. Όμως το προσωνύμιο «Μικρή Βενετία» έμεινε.
Διαμονή, καφές, ποτό και φαγητό: Το Αιτωλικό έχει κρατηθεί μακριά από τη μαζική τουριστική ανάπτυξη, αποτελώντας προορισμό για ημερήσια εκδρομή, παρά για πολυήμερη διαμονή. Άλλωστε, με δεδομένο ότι οι περισσότεροι το επισκέπτονται όταν ανοίγει ο καιρός, είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχουν οργανωμένες παραλίες: ακόμα και οι ντόπιοι πηγαίνουν για μπάνιο σε κοντινά μέρη εκτός νησιού, π.χ. στον Λούρο, στην Τουρλίδα, στα Ρεμπάκια, ή στο Κρυονέρι. Έτσι, αν και ίσως βρείτε κάποια ενοικιαζόμενα διαμερίσματα μέσω Airbnb, εδώ δεν υπάρχουν μεγάλες υποδομές για διαμονή. Ωστόσο, όσοι θα ήθελαν να περάσουν κάποιες μέρες στην ησυχία της κωμόπολης, θα βρουν το μικρό ξενοδοχείο «Αλεξάνδρα».
Αντιθέτως, το Αιτωλικό διαθέτει κάμποσες καλές επιλογές για καφέ ή για φαγητό. Σε μια ενδεικτική επιλογή, θα πιείτε εξαιρετικό καφέ σε κλασικά στέκια της κεντρικής πλατείας σαν το «Manu» ή το «Soul», τα οποία προσφέρονται και για βραδινή έξοδο, εάν αποφασίσετε να διανυκτερεύσετε στην κωμόπολη-αξίζει π.χ. να τσεκάρετε την κάβα του «Soul». Ωραίο μπαράκι με καλή μουσική είναι και το «Jazz Cafe», ενώ εάν αναζητάτε ένα πιο παραδοσιακό καφενείο θα πρέπει να κατευθυνθείτε στον «Ρώγα». Όσον αφορά το φαγητό, κορυφαίος προορισμός θεωρείται από πολλούς ο «Μονόματος», στο βόρειο τμήμα του Αιτωλικού: ένα οικογενειακό μαγαζί με σχετικά μικρό μα περιποιημένο μενού, το οποίο έχει ό,τι φρεσκότερο σε ψάρι και θαλασσινά-αξίζει να δοκιμάσετε χέλι, αν βρείτε διαθέσιμο. Καλή επιλογή είναι και το «Εστιατόριο Χαραλαμπάκης» κοντά στον ναό των Παμμεγίστων Ταξιαρχών. Στην ίδια περιοχή και το «Ανατολικόν», που έχει ως σπεσιαλιτέ του το κοντοσούβλι προβατίνα.
Τι αξίζει να δείτε, ερχόμενοι στο Αιτωλικό: Αν και πυκνοδομημένο για το μέγεθός του, το Αιτωλικό είναι μια κωμόπολη που έχει καταφέρει και διατηρεί τη γοητεία της, χάρη στον ισχυρό σύνδεσμο που αναπτύσσει με το γύρω υδάτινο στοιχείο. Ο οποίος-όπως είδαμε-το κάνει να φαίνεται ως «Μικρή Βενετία» και «Νερένια Πολιτεία», παρά τις αλλαγές που έφερε η επιχωμάτωση του 1969. Χάρη στην τελευταία, άλλωστε, αναπτύχθηκε η φαρδιά παραλιακή οδός με τους χαρακτηριστικούς φοίνικες, που ειδικά τους θερινούς μήνες αποτελεί την «καρδιά» της περαντζάδας τόσο για τους ντόπιους, όσο και για τους επισκέπτες. Οι τελευταίοι μόνο λίγοι δεν είναι· αρχίζουν μάλιστα και καταφτάνουν ήδη από την άνοιξη, καθώς τότε είναι η καταλληλότερη εποχή για bird watching.
Κάνοντας τη βόλτα σας, πάντως, ακόμα κι αν δεν σκοπεύετε να διανυκτερεύσετε στο Αιτωλικό, αξίζει να μείνετε ως αργά το απόγευμα ώστε να θαυμάσετε το καταπληκτικό ηλιοβασίλεμα στη λιμνοθάλασσα-κατά προτίμηση από τη νότια πλευρά του νησιού. Ερχόμενοι εδώ, επίσης, θα βρεθείτε σε έναν τόπο που διαθέτει ορισμένα ξεχωριστά αξιοθέατα, από τα οποία αξίζει να περάσετε μια βόλτα. Από την εκκλησία της Παναγίας (Κοιμήσεως της Θεοτόκου), πρώτα-πρώτα, όπου τον Απρίλιο του 1824 έγινε η περίφημη δίκη του Γεωργίου Καραϊσκάκη, εν μέσω της Επανάστασης του 1821. Εκεί φυλάσσεται και μια εικόνα που κατά την εκκλησιαστική παράδοση φιλοτεχνήθηκε από τον Ευαγγελιστή Λουκά, αλλά κι ένας διάσημος επιτάφιος χρονολογούμενος στον 15ο αιώνα.
Επιπλέον, η κωμόπολη διαθέτει και δικό της Λαογραφικό Μουσείο, το οποίο βρίσκεται στην είσοδό της, σε ένα ανακαινισμένο, πέτρινο κτήριο όπου παλιότερα υπήρχε ελαιοτριβείο. Ο χώρος του είναι μοιρασμένος σε τρία τμήματα. Στην πρώτη αίθουσα βρίσκονται αντικείμενα σχετικά με την καθημερινότητα ενός παλιού αιτωλικιώτικου σπιτιού. Στη δεύτερη βλέπει κανείς τα εργαλεία των ψαράδων και άλλων επαγγελματιών των περασμένων καιρών, ενώ στην τρίτη φιλοξενούνται παραδοσιακές φορεσιές από την εποχή του 1821 ως τα μέσα του 20ου αιώνα. Ιδιαίτερος χώρος πολιτισμού είναι βέβαια και το «Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών-Μουσείο Βάσως Κατράκη», όπου φιλοξενείται όλο το έργο της διακεκριμένης χαράκτριας Βάσως Κατράκη (1914-1988), η οποία γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Αιτωλικό, προτού διακριθεί διεθνώς για τα έργα της από ψαμμίτη, υλικό που έχει δουλευτεί από λίγους καλλιτέχνες του χώρου της.
Επί του παρόντος το μουσείο περνάει σε μια καινούρια εποχή, ψηφιοποιώντας μεγάλο μέρος της συλλογής του και αποκτώντας νέες, σύγχρονες εφαρμογές παρουσίασής της, π.χ. τρισδιάστατες απεικονίσεις ή περιήγηση με εικονικό ξεναγό. Ένα ακόμα αξιοθέατο, το οποίο δημιουργήθηκε τα τελευταία χρόνια στο νότιο τμήμα του νησιού, είναι το «Limanaki Park»: ένα πάρκο με γνωστά μα και σπάνια υδρόβια πτηνά, που εκπροσωπούν τμήμα της φτερωτής πανίδας που κατοικεί στη λιμνοθάλασσα. Τέλος, αν βρεθείτε εδώ κατά το τριήμερο 21, 22 και 23 Αυγούστου, θα μπορέσετε να δείτε από κοντά και το πανηγύρι της Αγιαγάθης (Αγίας Αγάθης), που θεωρείται ένα από τα μεγαλύτερα «λεβεντοπανήγυρα» της Αιτωλοακαρνανίας. Tο πανηγύρι απηχεί ιστορικά γεγονότα του Δεκεμβρίου 1824, όταν διεξήχθη η Συνέλευση του Αιτωλικού για κρίσιμα θέματα της Επανάστασης.
Εκεί όμως που η σύναξη φαινόταν να καταρρέει λόγω ατέλειωτων διχογνωμιών, έγινε ισχυρός σεισμός, ο οποίος θεωρήθηκε ως θεϊκό σημάδι δυσαρέσκειας. Αποφάσισαν έτσι να τα βρουν και, αισθανόμενοι χρέος προς την Παναγία (καθώς η συνέλευση γινόταν στην εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου), φόρεσαν τα άρματά τους, ανέβηκαν στο ερειπωμένο βυζαντινό μοναστήρι της Ψηλής Παναγιάς και τέλεσαν λειτουργία. Η οποία με τα χρόνια έγινε θεσμός, απλά, λόγω της δύσβατης περιοχής της Ψηλής Παναγιάς, μετακόμισε στο εκκλησάκι της Αγίας Αγάθης, από όπου προέρχεται και το σημερινό όνομα της γιορτής που στήνεται σε ετήσια βάση, με φουστανέλες, έφιππους, νταούλια, ζουρνάδες, παλιά δημοτικά τραγούδια και φυσικά χορούς.