Τα φέρρυ μπόουτ ενώνουν τη χερσαία Ελλάδα με τα πιο πράσινα νησιά του Αιγαίου, τις Σποράδες, τα κρουαζιερόπλοια κάνουν σταθερά στάση εδώ για να απολαύσουν οι ταξιδιώτες την ομορφιά της πόλης. Ο ιστιοπλοϊκός τουρισμός αναπτύσσεται δυναμικά και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ξεκινούν κάθε εβδομάδα από το λιμάνι του Βόλου 164 σκάφη για ιστιοπλοϊκές διαδρομές, προς τις Σποράδες, το Τρίκερι, και όλες τις υπέροχες παραλίες γύρω από τον Παγασητικό, δίνοντας στους τυχερούς επισκέπτες την ευκαιρία να απολαύσουν διακοπές σε πνεύμα προσωπικής ελευθερίας και άμεσης επαφής με τη θάλασσα σε μέρη που δεν μπορείς να φτάσεις με άλλο τρόπο.
Στην άκρη της παραλίας, κοντά στα Παλιά, πιάνουν καθημερινά τα ψαροκάικα. Φέρνουν την ψαριά τους και την πουλάνε πάνω στα πλοία. Λίγο παρακάτω βρίσκεται η στεγασμένη ψαραγορά με τα ψαρομάγαζα. Κάθε Σάββατο λειτουργεί και Βιολογική Αγορά με προϊόντα από το Πήλιο (φρέσκες φτέρες και φρέσκια ρίγανη, άγρια μανιτάρια, μήλα, κάστανα, ελιές, άγρια χόρτα, τσιτσίραυλα, όλα ανάλογα με την εποχή, αλλά και οπωροκηπευτικά από την ανατολική Θεσσαλία-το Μεγάλο Μοναστήρι και την Αγιά-, και από το Διμήνι. Οι νοικοκυρές που διαλέγουν, το κουβεντολόι με τους ψαράδες και τους παραγωγούς, και όλα αυτά με φόντο τα νεοκλασικά, τα τσιπουράδικα, το πήγαινε-έλα των κρουαζιερόπλοιων φτιάχνουν ατμόσφαιρα αυθεντική, ζεστή και πολύ ανθρώπινη.
Η γειτνίαση με το Πήλιο, δίνει προστιθέμενη αξία στην πόλη-ακαταμάχητη η διαδρομή ανάμεσα σε Βόλο, Μακρινίτσα και Πορταριά σε μια ανάσα δρόμο. Η πόλη, όμως, διατηρεί άνετα την αυτόνομη γοητεία της κρατώντας σαν «άσσους στο μανίκι» κάτι για όλους: η ωραία παραλία στον Άναυρο μέσα στην πόλη για κολύμπι και άλλες δέκα παραλίες τριγύρω, όλες βραβευμένες με γαλάζια σημαία, δυνατή νυχτερινή ζωή, παρεΐστικη κατάσταση με αργόσυρτες τσιπουροκαταστάσεις, ωραία καφέ, μια περαντζάδα όνειρο, σε μια ανάσα δρόμο, καταπληκτικά μουσεία. Το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλίας έχει στο Βόλο την κύρια έδρα του με συνέπεια ένα υπέροχο πλήθος από φοιτητές, να γεμίζουν την πόλη με νιάτα και ζωντάνια.
Όλη η πόλη είναι κεντημένη με αρχιτεκτονικές, ιστορικές ομορφιές. Το Κέντρο Τέχνης Τζόρτζιο Ντε Κίρικο με έργα Ελλήνων καλλιτεχνών της συλλογής του Βολιώτη καπνεμπόρου Αλέκου Δάμτσα και ο Σιδηροδρομικός σταθμός (1884) σε σχέδια του Ιταλού μηχανικού Εβαρίστο ντε Κίρικο (πατέρα του διάσημου ζωγράφου). Πίσω από το σιδηροδρομικό σταθμό, στην οδό Φερών, έναν από τους πιο όμορφους δρόμους της πόλης, βρίσκεται το εκπληκτικό Μουσείο της Πόλης, ατμοσφαιρικά μαγαζιά, και ένας τοίχος με εμπνευσμένα graffiti από την UrbanAct. Ο μητροπολιτικός ναός του Αγίου Νικολάου σχεδιασμένη από τον Αριστοτέλη Ζάχο. Στο προαύλιό του διατηρείται το παλιό καμπαναριό, έργο του Ιταλού γλύπτη Previsan του 1884. Το δημαρχείο του Βόλου, σχεδιασμένο από τον Δημήτρη Πικιώνη.
Το ξενοδοχείο Αίγλη σε στυλ αρτ νουβό. Το κινηματοθέατρο Αχίλλειον χτισμένο το 1925 σε σχέδια του Βολιώτη αρχιτέκτονα Κ. Αργύρη, που συνεχίζει να λειτουργεί και σήμερα. Δεν είναι και λίγα. Κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, τρεις πολύβουοι δρόμοι (Δημητριάδος, Ιάσωνος και Ερμού), ορίζουν το εμπορικό κέντρο και τις ωραίες πιάτσες της Κουμουνδούρου και της Κονταράτου με τα καφέ, τα μπαρ και όλα τα δημοφιλή στέκια της πόλης. Σίγουρα θα σταθείτε εδώ για ένα καφέ ή ένα ποτό σε κάποιο τα hip μαγαζιά της περιοχής όπως το βραβευμένο «Grooοve bar» με γλυκά από τον γνωστό chef patissier Ευγένιο Βαρδακαστάνη και ευρηματικά κοκτέιλ (που προσφέρονται και τυποποιημένα για να τα πάρετε και μαζί σας αν θέλετε) από τον bartender Θανάση Κουζιόκα.
Η ιστορία εισβάλλει στο σήμερα: Στον Βόλο συνωστίζονται τόνοι ιστορίας που ξεκινούν 9000 χιλιάδες χρόνια πριν, από από τη νεολιθική εποχή. Στη δυτική μεριά της πόλης βρίσκεται το αρχαιότερο χωριό της Ευρώπης, το Σέσκλο. Σε απόσταση 5 χλμ. έξω από την πόλη του Βόλου βρίσκεται άλλος ένας νεολιθικός οικισμός, το Διμήνι, που κατοικήθηκε πρώτη φορά στη Νεότερη Νεολιθική Eποχή, στις αρχές 5ης χιλιετίας π.Χ. Το Αρχαιολογικό Μουσείο, με έτος ιδρύσεως το 1909, εκτός από τα σημαντικότατα ευρήματα που φιλοξενεί έχει και τη δική του ιστορία που μοιάζει σαν σενάριο γραμμένο για ταινία. Όταν λοιπόν οι αρχαιολόγοι ξεκίνησαν στις αρχές του 20ου αιώνα να σκάβουν περιμετρικά των τειχών της αρχαίας Δημητριάδας βρήκαν μαρμάρινες ζωγραφισμένες επιτύμβιες στήλες.
Πώς συνέβη αυτό; Το 88 π.Χ. η πόλη δέχθηκε επίθεση από το στόλο του Μιθριδάτη ΣΤ’. Τείχη αξιόλογα δεν είχε η πόλη. Οι κάτοικοι θέλοντας να υπερασπιστούν την πόλη πήγαν στο νεκροταφείο, πήραν τις ζωγραφισμένες επιτύμβιες πλάκες, «μπάλωσαν» τα τείχη τους και έστρωσαν από πάνω ένα χοντρό στρώμα πηλού. Ο πηλός προστάτευσε τις ζωγραφικές παραστάσεις, μοναδικά δείγματα της αρχαίας ελληνικής ζωγραφικής και έδωσε το κίνητρο να ιδρυθεί το μουσείο με δωρεά του Αλέξιου Αθανασάκη από την Πορταριά για να τις στεγάσει. Μέσα στο μουσείο, εκτός τις επιτύμβιες στήλες εκτίθενται, ανάμεσα σε άλλα, ενδιαφέροντα και ευρήματα από το Σέσκλο. Πήλινα κουταλάκια, χύτρες, στραγγιστήρια, κουκούτσια από ελιές, στάρι δίκοκκο και όλα τα χρειαζούμενα της καθημερινότητας των συμπατριωτών μας 9000 χρόνια πριν. Στην ανατολική πλευρά της πόλης υψώνεται ο καταπράσινος Λόφος Γορίτσα με ύψος 200 μ. και πανοραμική θέα στην πόλη και τον Παγασητικό.
Στους πρόποδες του λόφου στην παραλία του Αναύρου, υπάρχουν δύο πολύ ασυνήθιστες εκκλησίες. Η μια είναι η μικρούτσικη εκκλησία Παναγία Τρύπα (1892), αφιερωμένη στο Γενέθλιον της Θεοτόκου. Είναι χτισμένη μέσα στην τρύπα μιας σπηλιάς και ένα μικρό ποτάμι περνάει μέσα από την εκκλησία. Είναι απίστευτη η αίσθηση που δημιουργεί το κελάρυσμα του νερού καθώς μπλέκεται με τις ψαλμωδίες, ενώ το ιερό δεν χωρίζεται από το κλίτος επιτρέποντας στους πιστούς άμεση επαφή με τα διαδραματιζόμενα μπροστά στην αγία τράπεζα. Η δεύτερη εκκλησία είναι η Αγία Τριάδα αγιογραφημένη το 1951 από τον διάσημο ζωγράφο Γιώργο Γουναρόπουλο. Στο θόλο, πάνω από το τέμπλο, στον ένα τοίχο, σε κοιτούν εικόνες ονειρικές. καθαρή ποίηση, που αντί για λέξεις είναι φτιαγμένη με τον χρωστήρα.
Σε αυτήν την περιοχή βρίσκεται ο ποταμός Άναυρος όπου σύμφωνα με το μύθο, έχασε το σανδάλι του ο Ιάσονας κατεβαίνοντας από το Πήλιο όπου είχε μαθητεύσει δίπλα στο σοφό Κένταυρο Χείρωνα, κρυμμένος στα βαθύσκιωτα φαράγγια του βουνού. Ο Άναυρος εκβάλλει σε ένα ήσυχο σημείο με παραδοσιακά ταβερνάκια πάνω στην παραλία. Ένα υπέροχα καταπράσινο παραλιακό πάρκο με πλακόστρωτα δρομάκια ξεκινάει από τον Άναυρο και μας πηγαίνει χωρίς να χάνουμε τη θάλασσα από τα μάτια μας, στο ξενοδοχείο «Ξενία» και στον Άγιο Κωνσταντίνο που ορίζει την αφετηρία της περαντζάδας. Όλη η πόλη συμπυκνώνεται στη μεγάλη, ολοζώντανη Παραλία του Βόλου. Έτσι λένε οι ντόπιοι την περαντζάδα που απλώνεται σε 3 ολόκληρα πεζοδρομημένα χιλιόμετρα χωρίς αυτοκίνητα, με τη θάλασσα από τη μια και μαγαζιά από την άλλη. Ανάμεσά τους και το θρυλικό ζαχαροπλαστείο «Μινέρβα» με ρετρό πάστες φορτωμένες αφράτη σαντιγί.
Η Παραλία συνεχίζει την διαδρομή της μέσα από μια σειρά όμορφων πάρκων για να καταλήξει στο Δημαρχείο. Στην απέναντι ακτή από την Παραλία, πάνω στα πράσινα λοφάκια, καθώς σουρουπώνει και ανάβουν τα φώτα, βρίσκεται η αρχαία Δημητριάδα. Μπορείτε να φανταστείτε την ισχυρή και κοσμοπολίτικη πόλη που ίδρυσε γύρω στο 300 π.Χ. ο διάδοχος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο Δημήτριος ο Πολιορκητής και έκανε τον Βόλο (η ονομασία αυτή δεν υπήρχε εκείνα το χρόνια) πρωτεύουσα των Μακεδόνων αφήνοντας σε δεύτερη θέση τη Βεργίνα και την Πέλλα.
Η βιομηχανική μνήμη σήμα κατατεθέν της πόλης: Στη μέση σχεδόν της Παραλίας, στέκεται το επιβλητικό κτίριο Παπαστράτου, που στέγαζε τις καπναποθήκες της ιστορικής καπνοβιομηχανίας και είναι σήμα κατατεθέν της πόλης. Αλλά γιατί να είναι σήμα κατατεθέν της πόλης ένα βιομηχανικό κτίριο και όχι ένα άγαλμα, ένα πάρκο, μια πλατεία; Για να εξηγηθεί το θέμα θα πάμε έναν αιώνα πίσω. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, 1920-1930, ο Βόλος ήταν το μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο και το μεγαλύτερο λιμάνι σε ολόκληρη την Ελλάδα. Οι λόγοι που έφτασε σε αυτό το επίπεδο ακμής τόσο γρήγορα μετά την απελευθέρωση της πόλης από την οθωμανική κατοχή έχουν μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Βόλος ερημώθηκε το 1400 περίπου όταν βρέθηκε κάτω από το ζυγό των Τούρκων.
Τα παράλια αδειάζουν και οι κάτοικοι καταφεύγουν στο Πήλιο. Χτίζουν μοναστήρια και γύρω τους ιδρύονται πολλά χωριά. Στην αρχή είναι φτωχοί. Σιγά-σιγά όμως αποκτούν προνόμια. Γιατί; Είναι η ασύγκριτη ομορφιά του Πηλίου που κάνει το Σουλτάνο να το δωρίσει στη μητέρα του, τη Βαλιδέ Χανούμ. Έτσι, χάριν ομορφιάς οι Πηλιορείτες ζουν σε ένα ημιαυτόνομο καθεστώς. Οι πασάδες τους αφήνουν ήσυχους χωρίς πολλούς φόρους και οι άνθρωποι ακμάζουν. Οι γυναίκες δημιουργούν υπέροχα μεταξωτά και αργότερα μάλλινα και δερμάτινα που όλοι θέλουν να αποκτήσουν, οι άντρες τα εμπορεύονται. Τα Ζαγοριανά καράβια φεύγουν από το Χορευτό και τη Νταμούχαρη και μέσα από τον Εύξεινο Πόντο, τη Μαύρη Θάλασσα και τον Δούναβη μεταφέρουν τα πολύτιμα εμπορεύματα σε όλη την Κεντρική Ευρώπη. Οι Πηλιορείτες έγιναν πάμπλουτοι, έφτιαξαν αυτά τα υπέροχα τριώροφα πηλιορείτικα αρχοντικά, έφεραν ζωγράφους που εικονογράφησαν τους τοίχους, έφεραν σκαλιστά έπιπλα.
Όταν απελευθερώθηκε η Μαγνησία από τους Τούρκους το 1881 κατέβηκαν στο Βόλο, μαζί με όλο τους τον πλούτο, την τεχνογνωσία και το εμπορικό πνεύμα. Επένδυσαν σε εργοστάσια υφαντικής, καπνοβιομηχανίας, τροφίμων, μεταλλουργίας και μεγαλούργησαν. Δίπλα στα εργοστάσια έχτιζαν σπίτια. Έβγαιναν από τη μια πόρτα και έμπαιναν στην άλλη. Τούτη η στενή συνύπαρξη εργοστασίων και κατοικιών μέσα στον οικιστικό ιστό της πόλης είναι μοναδικό αστικό σχήμα και απολύτως χαρακτηριστικό του Βόλου. Πενήντα δύο μεγάλα εργοστάσια χτίστηκαν μέσα στην πόλη. Από αυτά, τα 10 δεν σώζονται πια. Τα υπόλοιπα 30 έχουν αλλάξει χρήση ενώ από τη δεκαετία του ‘60 όλα τα εργοστάσια έχουν μεταφερθεί στη βιομηχανική ζώνη της πόλης. Τα πανέμορφα κτίρια όμως παραμένουν.
Η παλιά καπναποθήκη Παπάντου στεγάζει το υπέροχο Μουσείο της Πόλης του Βόλου, το κτίριο Σπίρερ, καπναποθήκη και αυτό, στεγάζει την Πολεοδομία, το εργοστάσιο κεραμοποιίας-πλινθοποιίας Τσαλαπάτα έχει γίνει μουσείο του εαυτού του και πολυχώρος πολιτισμού, φόρος τιμής στη βιομηχανική κληρονομιά της πόλης, που ξαναζωντανεύει βήμα προς βήμα όλη τη διαδικασία παραγωγής σ’ ένα ατμοκίνητο πλινθοκεραμοποιείο. Η βιομηχανική αρχιτεκτονική είναι διάσπαρτη παντού στην πόλη, η βιομηχανική μνήμη διασώθηκε και δίνει στην πόλη τη δική της μοναδική ταυτότητα.
Δικαίως λοιπόν το εργοστάσιο Παπαστράτου, στην μέση της Παραλίας, του πιο ζωντανού κομματιού της πόλης, είναι σήμα κατατεθέν του Βόλου. Ο πλούτος από τις βιομηχανίες, φαίνεται στα νεοκλασικά σπίτια και στα αρχοντικά στην ατμοσφαιρική συνοικία Παλιά, δίπλα στο Βυζαντινό Κάστρο-εκεί βρήκαν και τα ερείπια μυκηναϊκού ανάκτορου-εικάζεται πως είναι του Ιάσωνα. Ο κόσμος της φτωχολογιάς φαίνεται σε όσα από τα αρχικά προσφυγικά σπιτάκια απομένουν στη Νέα Ιωνία. Ο πολιτισμός, αρχαίος, βυζαντινός, νεοελληνικός, ιχνηλατείται στα πολύ ενδιαφέροντα μουσεία που συγκεντρώνονται στην πόλη.
Τα Παλιά, η αρχαία Ιωλκός, το Βυζαντινό Κάστρο: Έχοντας διασχίσει όλη την περαντζάδα, φτάνουμε στη δυτική μεριά της πόλης, στο Δημαρχείο, στην ιστορική συνοικία Παλιά. Εκεί τοποθετείται και η αρχαία Ιωλκός. Από εδώ ξεκίνησε η Αργώ και η Αργοναύτες για την Κολχίδα και το Χρυσόμαλλο Δέρας με επικεφαλής τον ήρωα Ιάσωνα. Η φημισμένη αρχαία Ιωλκός (ίσως η παραφθορά του ονόματός της έδωσε το σημερινό όνομα Βόλος) ήταν χτισμένη εκεί που βρίσκεται σήμερα η ιστορική συνοικία Παλιά (η παλιά αγορά, με τις καπναποθήκες που έχουν μετατραπεί σε τσιπουράδικα) και διακρίνονται τμήματα του Βυζαντινού Κάστρου του Βόλου.
Είναι πολύ ρομαντικό να απολαμβάνεις το δείπνο σου δίπλα στα αρχαία μνημεία σε κάποιο καλοβαλμένο εστιατόριο όπως για παράδειγμα το «Βεγγέρα». Τα Παλιά, κάποιοι τα ονομάζουν «Λαδάδικα του Βόλου», με την πρώιμη αστική ατμόσφαιρα, τα χαμηλά σπίτια και τα μαγαζιά με αγροτικά εργαλεία, έχουν αναδειχθεί σε hot spot της πόλης. Ολοζώντανα καφέ μπαρ και τσιπουράδικα έχουν γίνει στέκι για τους φοιτητές αλλά και για τους επισκέπτες και τους ντόπιους κάθε ηλικίας που απολαμβάνουν το τσίπουρο και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρα. Οι έρευνες κάτω από το Βυζαντινό Κάστρο έφεραν στο φως ίχνη από μυκηναϊκό μέγαρο του 1200 π.Χ. που εικάζεται πως ήταν το ανάκτορο του Ιάσονα.
Τα τσιπουράδικα, η ιεροτελεστία τους, οι πρόσφυγες: Τον Σεπτέμβριος του 1922 χιλιάδες πρόσφυγες αποβιβάζονται στο λιμάνι του Βόλου μετά τη θανατερή Μικρασιατική Καταστροφή. Οι 13.000 Μικρασιάτες που εγκαταστάθηκαν στη βιομηχανική πόλη του Βόλου έδωσαν εργατικά χέρια στα εργοστάσια, έφτιαξαν τη γειτονιά της Νέας Ιωνίας που εξελίχθηκε από μια άναρχη δομή χαμόσπιτων στο δυναμικό σημερινό δήμο, και ξεκίνησαν τη μεγάλη πολιτισμική παράδοση των βολιώτικων τσιπουράδικων. Μεταφέροντας τις συνήθειες από τις χαμένες πατρίδες, οι πρόσφυγες έφτιαξαν υποτυπώδη μαγαζάκια για τσίπουρο. Οι συμπατριώτες τους που δούλευαν γύρω από το λιμάνι πήγαιναν για ένα τσιπουράκι στα διαλείμματα της δουλειάς για να πάρουν δύναμη και να συνεχίσουν τη μέρα τους.
Ο μάγειρας Γρηγόρης Χέλμης ιδιοκτήτης και εμπνευστής του διάσημου τσιπουράδικου Μεζέν που έδωσε νέο ύφος και νέα δύναμη στα τσιπουράδικα της πόλης, λέει: «Το τσιπουράδικο δεν είναι γαστρονομία. Είναι ας πούμε ένα μπαρ. Και για να μην σε κόψει το ποτό, τρως και λίγο φαγητό. Γουλιά-μπουκιά-κουβέντα, γουλιά-μπουκιά-κουβέντα και πάλι από την αρχή και πάλι από την αρχή». Σαν τη ζωή ένα πράγμα δηλαδή. Στο Βόλο και στη Νέα Ιωνία, τα τσιπουράδικα είναι μια ζωντανή παράδοση που διαπερνά σαν κόκκινη κλωστή την κοινωνική ζωή της πόλης και γοητεύει τον επισκέπτη με το πιο ισχυρό μέσο: τη γευστική μνήμη. Για την ιστορία και μόνο, να πούμε ότι υπάρχουν γύρω στα 500 τσιπουράδικα στην περιοχή και σχεδόν όλα ανθούν.
Όταν ρωτήσαμε τον κ. Χέλμη που πάει για τσίπουρο όταν θέλει κάτι άλλο πέρα από το «Μεζέν», ανέφερε το «Φιλαράκι», τη «Γιάννα», τον «Καβούρα», τον «Ξιφία», τα «Βολιωτάκια». Πάντως, όπως λέει, στα περισσότερα τσιπουράδικα της περιοχής, το τσίπουρο είναι καθαρό και οι μεζέδες φρέσκοι και καλομαγειρεμένοι. Όπως έχει ανακοινώσει η αντιδήμαρχος Τουρισμού κ. Γεωργία Μποντού Τοκαλή, ήδη ο δήμος έχει υποβάλει πρόταση για την εγγραφή των τσιπουράδικων του Βόλου και της Νέας Ιωνίας Μαγνησίας στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας. Τσιπουράδικα υπάρχουν και στη Νέα Αγχίαλο που είναι κομμάτι του Δήμου Βόλου.
Με υπέροχη παραλία και κατοίκους πρόσφυγες από την Ανατολική Ρωμυλία, συγκεντρώνει μέσα στο μικρό της χώρο τέσσερις αποσταγματοποιούς-εμφιαλωτές που διαθέτουν στην αγορά τα προϊόντα τους και κάποιοι τα εξάγουν. Ο αποσταγματοποιός Νίκος Τοκαλής με καταγωγή από την ανατολική Ρωμυλία λέει πως ολόκληρη η Νέα Αγχίαλος είναι ζώνη ΟΠΑΠ και εξηγεί πως όλοι οι κάτοικοι της Αγχιάλου αποστάζουν τσίπουρο. «Το αμπέλι, το σταφύλι, το τσίπουρο είναι μέρος της καθημερινότητάς μας. Οι πάντες έχουν κάποια σχέση με το αμπέλι και το σταφύλι». Οι βιολογικοί αμπελώνες Τοκαλή ξεκίνησαν το 1990 και παράγουν τσίπουρο διπλής αποστάξεως, τσίπουρο με γλυκάνισο και χωρίς γλυκάνισο και βιολογικό κρασί.
Το αποσταγματοποιείο Τοκαλή είναι επισκέψιμο (5ο χλμ. Νέας Αγχιάλου). Πολύ δραστήριος και ο Σύλλογος των εν Θεσσαλία Οξυωτών η «Οξυά» με περισσότερα από 35 χρόνια ενεργής δράσης. Ιδρύθηκε από Οξυώτες (κατοίκους του χωριού Οξυά στο νομό Καρδίτσας στα Άγραφα) που εγκαταστάθηκαν στην Νέα Αγχίαλο τις δεκαετίες 1950 και 1960. Ο Σύλλογος αναβιώνει τα έθιμα του χωριού, έχει πολύ δυναμικό χορευτικό τμήμα και διοργανώνει συχνά γαστρονομικά σεμινάρια με θέμα τις διάσημες πίτες της Θεσσαλίας. Είτε είναι από την Οξυά, είτε είναι από την ανατολική Ρωμυλία είτε είναι επισκέπτες, όλοι στη Νέα Αγχίαλο τιμούν την παράδοση των τσιπουράδικων και συναντώνται με κάθε ευκαιρία για κουβέντα-γουλιά-μπουκιά-κουβέντα με θέα τη θάλασσα σε κάποιο από τα μαγαζιά της περιοχής όπως «Το Φινιστρίνι» με τα ολόφρεσκα θαλασσινά, τους ωραίους μεζέδες και την απέραντη θαλασσινή θέα.
Στη Μακρινίτσα και στην Πορταριά: Στο δήμο Βόλου ανήκουν και τα πολυαγαπημένα πηλιορείτικα χωριά, η Πορταριά και η Μακρινίτσα που συνδυάζουν τη χαρακτηριστική ατμόσφαιρα ενός πηλιορείτικου οικισμού και τη δυνατή τουριστική ανάπτυξη, με φόντο την αξεπέραστη θέα στην πόλη του Βόλου και στον Παγασητικό. Αξιοθέατο ιδιαίτερου κάλλους στην Πορταριά, είναι το καθολικό του παλαιού μοναστηριού της Παναγίας της Πορταρέας (κατά μία άποψη η Πορταριά του οφείλει, το όνομά της). Χτίστηκε στο τέλος του 13ου αιώνα και κοσμείται με σπάνιες τοιχογραφίες από το βίο της Θεομήτορος.
Ακριβώς δίπλα στην Παναγία την Πορταρέα υψώνεται ο μεγαλοπρεπής ναός του Αγίου Νικολάου (1885). Η εκκλησία είναι τρίκλιτη Βασιλικού ρυθμού και τα κλίτη χωρίζονται από κολώνες που φέρουν σκαλιστά κιονόκρανα. Ένα υπέροχο ξυλόγλυπτο τέμπλο ορίζει το ιερό ενώ η υπερυψωμένη Αγία Τράπεζα δημιουργεί αισθήματα δέους στους πιστούς. Στον κήπο του ναού ανθίζουν από το Μάιο μέχρι το Σεπτέμβριο εκατοντάδες ορτανσίες προσφέροντας ένα υπέροχο θέαμα. Σημαντικό πολιτιστικό και ιστορικό ενδιαφέρον παρουσιάζει το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο που στεγάζεται στο διώροφο Αρχοντικό Ζούλια (1864).
Μοναδικά όμορφο είναι το Μονοπάτι των Κενταύρων (2 χλμ. περίπου με ήπια ανηφορική κλίση) που ξεκινάει από την πλατεία της Αδάμενας για να φτάσει ύστερα από 40 λεπτά πορεία μέσα στο καταπράσινο δάσος στην Πηγή της Μάνας. Ξεκινάει από μια μεγάλη πετρόκτιστη αψίδα, την Καμάρα όπως τη λένε οι ντόπιοι και κινείται σε ειδικά διαμορφωμένο λιθόστρωτο καλντερίμι περνώντας κάτω από τεράστια δέντρα, τρεχούμενα νερά, πέντε ξύλινα γεφυράκια, πράσινο πυκνό, δροσιά και μια αίσθηση πως ξωτικά και μαγικά πλάσματα παρακολουθούν κάθε σου βήμα. Σημεία αναφοράς στο «μπαλκόνι του Πηλίου» όπως λένε τη Μακρινίτσα για τη θέα που κόβει την ανάσα στο Βόλο και στον Παγασητικό κόλπο είναι η πλατεία Μπράνη με την όμορφη ρεματιά από πάνω, η καλλιτεχνικά δουλεμένη κρήνη του Αθάνατου Νερού και το πετρόχτιστο εκκλησάκι του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου.
Στο ιστορικό διατηρητέο καφενείο «Ο Θεόφιλος» μια μεγάλη τοιχογραφία του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου Χατζημιχαήλ που απεικονίζει τον ήρωα του 1821 Αντώνη Κατσαντώνη, καλύπτει ολόκληρο τον ένα τοίχο. Πολύ όμορφο το «Λαογραφικό Μουσείο» στο πάνω μέρος του χωριού στεγάζεται στο τριώροφο διατηρητέο αρχοντικό Τοπάλη. Στον κεντρικό δρόμο που διασχίζει το χωριό, οι πόρτες κάποιων μαγαζιών βγάζουν σε μπαλκονάκια και βεραντούλες με θέα απέραντη στη θάλασσα και στην πόλη. Ενδεικτικά, σημειώνουμε το καφέ μπαρ «Σύναξη των θεών», το «Οινομαγειρείον Κάρδαμο» με καλομαγειρεμένα παραδοσιακά και τοπικά πιάτα αλλά και τη Βοτανοθήκη ένα μαγαζάκι μια σταλιά με άπειρα βότανα και σούπερ γλυκά του κουταλιού-το γλυκό φιρίκι και κάστανο γράφουν-, καθώς και μαρμελάδες.