31.3.23

Χίος: Πατρίδα της μαστίχας


Ιούλιος, κάπου στη νότια Χίο. Είναι η περίοδος που οι περισσότεροι Έλληνες πηγαίνουν διακοπές ή σκέφτονται τις διακοπές. Για τον Νίκο K. δεν ισχύει αυτό. Όπως και για τους υπόλοιπους μαστιχοπαραγωγούς. Τότε γίνεται το «κέντημα», ίσως η πιο σημαντική διαδικασία στην παραγωγή της μαστίχας. «Θέλει ιδιαίτερη προσοχή, για αυτό και αυτό το κομμάτι συνήθως οι παραγωγοί επιλέγουν να το κάνουν οι ίδιοι» εξηγεί. Με τα «κεντητήρια», μικρά σιδερένια εργαλεία, οι παραγωγοί φτιάχνουν μικρές τρύπες πάνω στον φλοιό του δέντρου. Από εκεί θα τρέξει το ρετσίνι του μαστιχόδεντρου, από «το δέντρο που πληγώναμε» όπως είναι ο τίτλος και της ταινίας που διαδραματίζεται στον ίδιο τόπο.

Για να φτάσουμε εδώ όμως έχει προηγηθεί αρκετή δουλειά. Έχει προηγηθεί το όργωμα του εδάφους και το κλάδεμα των δέντρων των χειμώνα. Έχει ακολουθήσει το κυκλικό καθάρισμα του χώρου γύρω από το δέντρο. Εκεί τοποθετείται ασπρόχωμα. Εκεί πέφτει το «δάκρυ» του δέντρου και μένει στο έδαφος για αρκετές μέρες ώστε να στερεοποιηθεί. «Το κέντημα γίνεται πάντα νωρίς το πρωί και όχι παραπάνω από μία φορά την εβδομάδα ώστε να μην τραυματίζεται το δέντρο, για ένα διάστημα ενάμιση-δύο μηνών. Όποιος θέλει να κάνει αυτή τη δουλειά πρέπει να ξέρει πως δεν μπορεί να γίνει παραγωγός χωρίς μεγάλο κομμάτι προσωπικής εργασίας» λέει ο Νίκος.

Μετά τον Δεκαπενταύγουστο ξεκινά η συλλογή της μαστίχας. Και αυτή χωρίς μηχανήματα. Με τα χέρια, με σκούπες ή με τα «τιμητίρια», τα ειδικά εργαλεία που μοιάζουν με σπάτουλα. Η μαστίχα μεταφέρεται σε ξύλινα κιβώτια και αποθηκεύεται σε δροσερούς χώρους όσο διαρκούν οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού. Το δεύτερο μάζεμα γίνεται μετά τα μέσα Σεπτεμβρίου. Τότε γίνεται η «κεντιά», το μάζεμα του στεγνού μαστιχιού από τον κορμό του δέντρου. Εδώ και κάποια χρόνια η Ένωση των Μαστιχοπαραγωγών έχει προμηθευτεί μηχανικές κοσκινίστρες, κάτι που κάνει την παραγωγή σαφέστατα ευκολότερη.

Aλλά ακόμα και έτσι, από το φθινόπωρο μέχρι την Άνοιξη θα δει κανείς γυναίκες, πολλές γυναίκες, να δουλεύουν με τον παραδοσιακό τρόπο. Να κάνουν το «ταχτάρισμα» όπως το λένε εδώ. Θα κοσκινίσουν, θα πλύνουν τη μαστίχα με κρύο νερό και σαπούνι θα την αφήσουν να στεγνώσει. Και μετά, είτε το κοσκίνισμα έχει γίνει μηχανικά είτε στο χέρι αρχίζει το καθάρισμα, το «τσίμπημα». Με μαχαίρια και άλλα μυτερά αντικείμενα ώστε να φύγουν τα πετραδάκια ή οτιδήποτε άλλο έχει κολλήσει πάνω στη μαστίχα. Είναι μια λεπτοδουλειά που πρέπει να γίνει. Συνήθως η μία γυναίκα βοηθάει την άλλη να τελειώσει τη δική της παραγωγή, έτσι όλη η διαδικασία γίνεται γρηγορότερα.

Θα μπορούσαμε να είμαστε ακόμα πιο λεπτομερείς στην ορολογία της μαστιχοπαραγωγής. Ορολογία που δείχνει ακριβώς πως είναι κάτι που λίγο έχει αλλάξει με το πέρασμα του χρόνου. Αρκούμαστε να πούμε πως τελικά η μαστίχα καταλήγει στην Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου όπου θα γίνει το δεύτερο «τσίμπημα» και το ξεχώρισμα της μαστίχας σε κατηγορίες, χοντρή, ψιλή ή σκόνη. Είναι όλη αυτή η διαδικασία της παραδοσιακής καλλιέργειας και της συλλογής που εντάχθηκε το 2014 στον Κατάλογο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO. Βρισκόμαστε στα Μαστιχοχώρια της Χίου. Εδώ ζουν και εργάζονται περίπου 4.600 παραγωγοί που έχουν κάνει τη Χίο γνωστή σε όλο τον κόσμο, χάρη σε αυτό το μοναδικό προϊόν.

Το πόσοι άνθρωποι και πόσες οικογένειες έχουν έμμεση σχέση με την παραγωγή είναι δύσκολο να μετρηθεί, σίγουρα πάντως μετά τη ναυτιλία είναι η δεύτερη σημαντικότερη οικονομική δραστηριότητα του νησιού. Προσπάθειες να καλλιεργηθεί μαστίχα υπήρξαν και αλλού, όμως μόνο εδώ, σε αυτό κομμάτι της νότιας Χίου, υπάρχει αυτό το αποτέλεσμα. Εδώ παράγονται περίπου 200 τόνοι μαστίχα κάθε χρόνο, το 60% της παραγωγής εξάγεται, κυρίως στις χώρες της Μέσης Ανατολής. Είναι μια καλλιέργεια που ξεκίνησε στην αρχαιότητα και συστηματοποιήθηκε την περίοδο που Χίος ήταν υπό την κατοχή της Δημοκρατίας της Γένοβας, από το 1344, έως το 1566.

Τότε καταμετρήθηκαν και «κρατικοποιήθηκαν» τα μαστιχόδεντρα και χτίστηκαν 24 καινούργιοι οικισμοί, τα Μαστιχοχώρια, σε θέσεις τέτοιες που να μην είναι εύκολα ορατές και προσβάσιμες στους πειρατές. Για να καταλάβει κανείς το πόσο σημαντικό ήταν το προϊόν εκείνη την εποχή η τιμωρία για την κλοπή 10 λιβρών ρετσινιού από μαστίχα ήταν το κόψιμο του αυτιού. Αν η κλοπή ξεπερνούσε τις 200 λίβρες η τιμωρία ήταν θάνατος δια απαγχονισμού. Σήμερα η Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου είναι αυτή που συνεχίζει αυτή την πανάρχαια καλλιέργεια και παραγωγή. Η ΕΜΧ ιδρύθηκε το 1938 και οργανώνει τους 20 πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς των Μαστιχοχωρίων.

Αποτελεί «αναγκαστικό συνεταιρισμό» δηλαδή όλοι οι παραγωγοί οφείλουν να παραδώσουν το σύνολο της παραγωγής τους στην Ένωση και αυτή υποχρεούται να την παραλάβει και να την αγοράσει. Η λύση αυτή επιλέχθηκε ώστε να προστατευθούν οι παραγωγοί, κυρίως οι μικροπαραγωγοί, από τις κερδοσκοπικές πιέσεις που ασκούσαν σε αυτούς «οι μαστιχάδες», οι έμποροι της μαστίχας και οι μεσάζοντες. Μέσω της Ε.Μ.Χ οι παραγωγοί έχουν μία σίγουρη αγορά για το προϊόν τους και και άρα ένα σίγουρο εισόδημα. Η Ένωση αγοράζει τη μαστίχα σε τιμή από 68 έως 91 ευρώ το κιλό, ανάλογα την ποιότητα. Η τιμή φαίνεται πολύ μεγάλη εκ πρώτης όψεως, θα περίμενε κανείς πως μπορεί κανείς να γίνει πλούσιος με ελάχιστα δέντρα. Όμως πρέπει να εξηγηθεί πως κάθε δέντρο δεν παράγει περισσότερο από 150-200 γραμμάρια μαστίχας σε ετήσια βάση.

Μπορεί η Ένωση να φτιάχτηκε κάποτε για να προστατεύσει τους μικροπαραγωγούς, τελικά όμως η ανάπτυξη και η εξέλιξή της ξεπέρασαν κατά πολύ την απλή προστασία. Το 2020 η παραγωγή έφτασε τους 216 τόνους. «Όμως η ζήτηση ξεπερνά την προσφορά. Νέοι παραγωγοί μπαίνουν ή θέλουν να μπουν στη δουλειά» εξηγεί ο κ. Γιάννης Καπετάνος, παραγωγός ο ίδιος και μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης. Στην επιτυχία συνέβαλλε και η επιστημονική δημοσιότητα. Τα τελευταία χρόνια η επιστημονική κοινότητα με πλήθος ερευνών αναδεικνύει τις ευεργετικές και θεραπευτικές ιδιότητές της, για την πέψη, για τη στοματική υγιεινή, για το δέρμα. «Η επιστήμη επιβεβαίωσε και τεκμηρίωσε αυτό που είχε καταγράψει η ιστορία και η ανθρώπινη εμπειρία και αυτός είναι ένας ακόμα λόγος της ανάπτυξης που παρουσιάζει η μαστιχοκαλλιέργεια» εξηγεί ο κ. Καπετάνος.

Από την Αθήνα στα Μεστά και τον οικοτουρισμό: Το 2006 η Ρούλα Μπούρα και ο σύζυγός της ο Βασίλης εργάζονταν σε μεγάλη εταιρεία στην Αθήνα, σε καλές θέσεις και με εξαιρετικές απολαβές. Αλλά ήθελαν να αλλάξουν κάτι στη ζωή τους. Έτσι το 2006 πήραν την μεγάλη απόφαση και ήρθαν στα Μεστά της Χίου, τόπο καταγωγής του Βασίλη προκειμένου να ασχοληθούν με την παραγωγή μαστίχας. «Η απόφασή μας δεν είχε οικονομική αιτία, θέλαμε την αλλαγή» λέει η Ρούλα. Κάθε αρχή αποδεικνύεται και δύσκολη. «Την πρώτη μέρα ενός Ιουλίου που βρεθήκαμε στο χωράφι χρειαστήκαμε μιάμιση ώρα για να προετοιμάσουμε ένα και μόνο δέντρο» θυμάται η Ρούλα. Αλλά δεν υπάρχει κάτι που δεν μαθαίνεται.

Έτσι σε λίγες μέρες η ταχύτητα είχε πολλαπλασιαστεί και η Ρούλα και ο Βασίλης έφτασαν να εξηγούν σε άλλους αυτό τον ιδιαίτερο κόσμο. «Στόχος μας ήταν να συνδυάσουμε την παραγωγή με τον οικοτουρισμό, να κάνουμε κάτι ενδιαφέρον για εμάς και να αναδείξουμε αυτό το μοναδικό προϊόν» εξηγεί η Ρούλα. Έτσι δημιουργήθηκε το Masticulture, το οποίο κατά τη θερινή περίοδο διοργανώνει εκδρομές στα χωράφια των μαστιχόδεντρων. Εκεί ο επισκέπτης μπορούσε να δει όλη τη διαδικασία της παραγωγής, από κοντά, να συμμετέχει σε αυτήν και ο ίδιος με τα παραδοσιακά εργαλεία. Φυσικά ενημερωνόταν για την ιστορία της περιοχής και της καλλιέργειας.

Η εκδρομή κλείνει με πικ νικ από τοπικά προϊόντα. «Την εποχή που ξεκινήσαμε δεν υπήρχε καμία ανάλογη σκέψη οικοτουρισμού στο νησί, στην Ελλάδα υπήρχαν ελάχιστα πράγματα. Όμως οι ντόπιοι φάνηκαν ιδιαιτέρως θετικοί» εξηγεί η Ρούλα. «Υπήρξε ιδιαίτερη ανταπόκριση γιατί συνδυάστηκε και με μία περίοδο που όλο και περισσότεροι άνθρωποι έδειξαν ενδιαφέρον για περιβαλλοντικά ζητήματα και παραδοσιακές καλλιέργειες». Η Ρούλα δεν έχει μετανιώσει για την επιλογή τους. «Προφανώς, όπως και όλος ο τουρισμός, δεχτήκαμε πλήγμα εξαιτίας της πανδημίας. Όμως το να ζει κανείς σε ένα μέρος όπως η Χίος, να βλέπει αυτή τη διαδικασία από κοντά, να συμμετέχει σε μία μοναδική πολιτιστική κληρονομιά είναι κάτι που δεν θα το άλλαζα με τίποτα».

Ποιο είναι το «δέντρο που πληγώνουμε»: Το μαστιχόδεντρο ή σχίνος-επιστημονικά Pistacia Lentiscus var. Chia (οικογένεια Anacardaceae)-είναι αειθαλής θάμνος. Το ύψος του φτάνει συνήθως τα 2-3 μέτρα, η ανάπτυξη του είναι αργή, για να ολοκληρωθεί μπορεί να περάσουν και 50 χρόνια. Οι σχίνοι αποτελούν κύριο στοιχείο της βλάστησης των μεσογειακών χωριών, αλλά μόνο στα Μαστιχοχώρια, τα ειδικά χαρακτηριστικά του εδάφους και του μικροκλίματος, και η παραδοσιακή καλλιέργεια επιφέρουν τελικά ένα τόσο εντυπωσιακό αποτέλεσμα. Η μαστίχα της Χίου είναι η ρητινώδης έκκριση του μαστιχόδεντρου. Πρόκειται για φυσική, αρωματική ρητίνη που εκκρίνεται από τον κορμό και τα μεγάλα κλαδιά του μαστιχόδεντρου. Το πόσο σκληρή θα είναι εξαρτάται από τη θερμοκρασία της ατμόσφαιρας, το πόσο θα μείνει εκτεθειμένη στη φύση, αλλά και το μέγεθος του κομματιού.