Όταν φτάσαμε για πρώτη φορά στο Μπρίσμπεϊν, ξημέρωνε. Είχαμε περάσει ένα τρίμηνο στις χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας και η υγρασία των βροχερών μηνών είχε ποτίσει το δέρμα μας. Για τους Αυστραλούς, πάλι, μόλις που τελείωνε ο χειμώνας. Εκείνο το πρωινό του Σεπτεμβρίου στην «Πολιτεία του Ήλιου», όπως αποκαλείται το Κουίνσλαντ, το κρύο ήταν ακόμη αισθητό. Βγάλαμε τα πουλόβερ από τις βαλίτσες και αναζητήσαμε ένα ανοιχτό καφέ. Πολίτες βάδιζαν ήρεμοι μπροστά από τους ουρανοξύστες φορώντας airpods, ένστολοι προσέφεραν λούτρινα καγκουρό για τον έρανο των βετεράνων πολέμου.
Νιώθαμε πως είχαμε μόλις προσγειωθεί σε έναν άλλο πλανήτη. Θα μπορούσαμε, αλήθεια, να μείνουμε εδώ. Να παίρνουμε κάθε μέρα θέση στην ουρά για λαχταριστά μπέργκερ, να απολαύσουμε για λίγο ακόμη το μητροπολιτικό θαύμα της Δύσης στην άκρη του κόσμου. Είχαμε όμως αποφασίσει ήδη, μέρες πριν, όταν ανοίγαμε την εφαρμογή για την ενοικίαση ενός βαν, ότι θα εξερευνούσαμε την ανατολική ακτογραμμή της Αυστραλίας πριν επιστρέψουμε στην Ευρώπη. Δεν ήμασταν οι μόνοι. Χιλιάδες κατασκηνωτές αναζητούν συνεπιβάτες για να μοιραστούν τα έξοδα σε ένα από τα πιο δημοφιλή road trips του πλανήτη. Αφού παραλάβαμε το βαν που θα γινόταν το σπίτι μας για τις επόμενες ημέρες, εφοδιαστήκαμε με τα απαραίτητα τρόφιμα.
Για να διανύσει κανείς ολόκληρη την ακτογραμμή από το Κερνς μέχρι και τη Μελβούρνη, θα χρειαστεί να διασχίσει 4.000 χλμ. Δεν αργήσαμε να συνειδητοποιήσουμε πως διαθέταμε λίγες μέρες και θα έπρεπε να ορίσουμε ως σημείο τερματισμού το Σίδνεϊ. Θα διανυκτερεύαμε σε δωρεάν πάρκινγκ για κατασκηνωτές, γλιτώνοντας έτσι τα περιττά έξοδα. Αποφασίσαμε να κάνουμε μια μικρή παράκαμψη και να κατευθυνθούμε αρχικά βόρεια. Ήταν η μόνη ευκαιρία που θα είχαμε στη ζωή μας να βουτήξουμε στον Μεγάλο Κοραλλιογενή Ύφαλο, ένα από τα μεγαλύτερα θαύματα της φύσης.
Σε ένα road trip, είναι εκατοντάδες τα τραγούδια που θα ακούσεις. Συνοδεύουν σκέψεις, συζητήσεις ή εικόνες. Κάποια από αυτά τα συνδυάζεις με όσα έζησες. Το Down Under των Men at work θα γινόταν το δικό μας σάουντρακ σε αυτό το ταξίδι. Έξω το σκηνικό θύμιζε Τέξας. Πλάι στους ατέλειωτους δρόμους έβλεπες σούπερ μάρκετ, στα οποία γεροδεμένοι, ηλιοκαμένοι Αυστραλοί πάρκαραν τα τεράστια αμάξια τους. Βενζινάδικα ξεπρόβαλλαν πίσω από πινακίδες που μας προειδοποιούσαν για τη διέλευση αλόγων, κοάλα και φυσικά καγκουρό, τη συνάντηση με τα οποία περιμέναμε με ανυπομονησία.
Ένας κατασκηνωτής κράδαινε μια πινακίδα για τα διδάγματα της Βίβλου. Σε κάποια σημεία ξεπρόβαλλαν πάνω από τα κεφάλια μας τεράστιες ταμπέλες που έγραφαν «NO». Τις ημέρες εκείνες, το δημοψήφισμα για τη δημιουργία του ομοσπονδιακού συμβουλευτικού οργάνου «Φωνή των Αβορίγινων» στο Κοινοβούλιο δίχαζε τους Αυστραλούς. Στον βορρά, η γνώμη των κατοίκων ήταν ξεκάθαρη. Οι Αβορίγινες ζούσαν εδώ μόνοι για τουλάχιστον 65.000 χρόνια, μέχρι που το 1770 ο Βρετανός θαλασσοπόρος Τζέιμς Κουκ έφτασε στο Σίδνεϊ. Η βασίλισσα Βικτωρία ανακήρυξε το Κουίνσλαντ ανεξάρτητη αποικία 90 χρόνια αργότερα, το 1859.
Τότε, τα πρώτα σπίτια του Μερίμπορο, της μικρής παραποτάμιας πόλης που εμφανίστηκε κάποια στιγμή μπροστά μας, είχαν ήδη χτιστεί. Επρόκειτο για πρόχειρες ξύλινες κατασκευές, εντός των οποίων έμποροι πουλούσαν τσάι, αλεύρι και ρούμι σε βαρέλια. Σήμερα, αρκετά από τα συντηρημένα σπίτια βικτωριανής αρχιτεκτονικής στεγάζουν καφέ που τα μεσημέρια είναι σχεδόν άδεια. Μια οικογένεια ντυμένη με στολές σούπερ ηρώων εμφανίστηκε από το πουθενά και, αφού πέρασε από μπροστά μας, χώθηκε σε ένα ζαχαροπλαστείο. Οι αφίσες στα τζάμια του καλούσαν τους ανθρώπους της πόλης σε μια γιορτή για τη γειτονιά. Ηλικιωμένοι με φανταχτερά καπέλα έτρωγαν τούρτα και έπιναν μιλκσέικ, χορεύοντας με τα εγγόνια τους. Οι κάτοικοι του Μερίμπορο απολάμβαναν τις μικρές χαρές της κοινότητάς τους εκείνο το απόγευμα, κι εμείς από την άκρη του μαγαζιού τούς παρατηρούσαμε γοητευμένοι.
ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΗΣ ΦΑΛΑΙΝΑΣ
Θα διανύσουν περίπου 10.000 χιλιόμετρα, ξεκινώντας από τα παγωμένα νερά της Ανταρκτικής, και θα επιστρέψουν εκεί ολοκληρώνοντας ένα μεγάλο ταξίδι μετανάστευσης στο οποίο θα ζευγαρώσουν και θα γεννήσουν. Τα παράλια της ανατολικής Αυστραλίας είναι από τα αγαπημένα σημεία των καμπουροφαλαινών. Από τον Μάιο μέχρι και τον Νοέμβριο προσελκύουν επίδοξους θεατές στις παραλιακές πόλεις του Ίντεν, του Μπάιρον Μπέι και του Χάρβεϊ Μπέι. Για κάποιες φυλές Αβορίγινων, η άφιξη των φαλαινών σήμαινε πως τα πνεύματα των προγόνων επέστρεφαν έχοντας μετενσαρκωθεί.
Σήμερα, το χαρακτηριστικό τραγούδι των θαλάσσιων αυτών θηλαστικών για την εύρεση συντρόφου στα βάθη του ωκεανού δεν ακούγεται συχνά, αφού ο πληθυσμός τους έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια. Ανεβαίνοντας στον φάρο του Κέιπ Μπάιρον, με το ισχυρότερο φως σε όλη την Αυστραλία, είχαμε την ελπίδα πως κάποια φάλαινα θα διακρίναμε στον ορίζοντα. Σε όλες τις μικρές πόλεις της ακτογραμμής που σταματήσαμε, όπως η Κολούντρα, οι οικισμοί είναι ταυτισμένοι με το υγρό στοιχείο. Οι οικογένειες περπατούν κάποιες φορές στον δρόμο ξυπόλυτες, γευματίζουν στον ήλιο, βουτούν στα ρηχά, ενώ κάποιοι ξεχύνονται για σερφ.
Υπαίθρια φεστιβάλ με ποπ μπάντες, κιόσκια με street food και τέντες με παιχνίδια προσκαλούν τον κόσμο να κατέβει στην ακρογιαλιά. Φεύγοντας, δεν αφήνουν πίσω τους ίχνος σκουπιδιού. Φτάσαμε πεινασμένοι, αργά τη νύχτα, σε ένα σημείο όπου μπορούσαμε να διανυκτερεύσουμε ελεύθερα. Είχαμε οδηγήσει μέσα στα άγρια χωράφια και στα δάση και ουκ ολίγες φορές είδαμε κουφάρια στην άκρη ή σιλουέτες ζώων να εξαφανίζονται την τελευταία στιγμή από μπροστά μας. Δύο βαν ήταν ήδη παρκαρισμένα. Αναρωτήθηκα ποια ήταν η ιστορία τους, τι είχε οδηγήσει εκείνους τους ταξιδιώτες αυτό το βράδυ στην ερημιά.
Μαγειρέψαμε μακαρόνια με σάλτσα στο γκάζι με όσες δυνάμεις μάς είχαν απομείνει και φάγαμε με βουλιμία. Ο αέρας τώρα βούιζε ανάμεσα στα δέντρα, έφερνε μαζί του έναν ήχο που δεν είχαμε ξανακούσει ποτέ. Το «γέλιο» της κακαμπούρα, του σαρκοφάγου πτηνού που κατοικεί στην ανατολική Αυστραλία, είναι αλλόκοτο. Ήταν θαρρείς και τα σμήνη στις κορφές των δέντρων είχαν μόλις αντιληφθεί την παρουσία μας. Πίσω από τις φυλλωσιές, στον ουρανό, ο Milky Way λαμπύριζε πιο ευδιάκριτος από ποτέ. Όταν αποσυρθήκαμε κουρασμένοι στο στρώμα των πίσω καθισμάτων, φωσφόριζε ακόμη έξω από τα παράθυρα.
ΤΑ ΚΟΡΑΛΛΙΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ
Η διαπεραστική φωνή του Τζόναθαν, ενός ξανθού μακρυμάλλη ξεναγού που κρατούσε ντουντούκα, είχε βαριά ντόπια προφορά και έκανε αποτυχημένα αστεία, μας έκανε να καταλάβουμε ότι βρισκόμασταν στο σωστό μέρος. Στην παραλιακή πόλη με το όνομα Σεβεντίν Σέβεντι (1770) επιβιβαστήκαμε στο ταχύπλοο που μετά από δύο ώρες θα μας οδηγούσε στο νησί Lady Musgrave, ένα από τα κρυμμένα θαύματα του Μεγάλου Κοραλλιογενούς Υφάλου. Στο κατάστρωμα, ο αέρας λυσσομανούσε τη στιγμή που ο ξεναγός μας άρχισε ξαφνικά να φωνάζει δείχνοντας στο βάθος. Δύο ουρές φαλαινών γυάλιζαν κάτω από τον ήλιο. Οι επιβάτες ξέσπασαν σε χειροκροτήματα.
Το νησί απέχει 52 χιλιόμετρα από την ακτή. Οι Αβορίγινες το αποκαλούσαν Wallaginji, δηλαδή «Όμορφο ύφαλο», ενώ οι Ευρωπαίοι το βάφτισαν από τη γυναίκα ενός κυβερνήτη του Κουίνσλαντ. Πάτησαν το πόδι τους τον 19ο αιώνα και δεν άργησαν να το καταστρέψουν. Οι κατσίκες που άφησαν εδώ πολλαπλασιάστηκαν και με τα χρόνια έφαγαν κάθε σπιθαμή χόρτου. Αργότερα, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Αυστραλοί το χρησιμοποίησαν για ασκήσεις με βόμβες. Το εντυπωσιακό με το Lady Musgrave είναι πως σχηματίστηκε εξ ολοκλήρου από νεκρά κοράλλια και περιττώματα πουλιών.
Τα ψαροπούλια που ξεκουράζονταν εκεί μετέφεραν σπόρους στο πεπτικό τους σύστημα, που δημιούργησαν σταδιακά όλη τη χλωρίδα. Στο μονοπάτι που διασχίζει το νησί, περιβάλλεσαι από δέντρα Pisonia και εξωτικά πουλιά. Η σκληρότητα της φύσης, όμως, ελλοχεύει πίσω από κάθε ειδυλλιακό σκηνικό. Τα φονικά αυτά δέντρα ενίοτε αιχμαλωτίζουν τα πουλιά που μεταναστεύουν κατά δεκάδες χιλιάδες στην περιοχή, αφού οι σπόροι τους κολλάνε στο δέρμα τους, οδηγώντας τα στον θάνατο. Στους κοραλλιογενείς υφάλους γύρω απ’ το νησί ζουν και υφαλοκαρχαρίες.
Ο Τζόναθαν μας φώναξε με την ντουντούκα του από το ταχύπλοο, να ανεβούμε για να εφοδιαστούμε με μάσκες και βατραχοπέδιλα και, αφού μας διαβεβαίωσε πως οι συγκεκριμένοι καρχαρίες δεν δαγκώνουν, βουτήξαμε στα κρύα νερά του Ειρηνικού. Κολυμπούσαμε πλάι στα λαμπερά κοράλλια παρατηρώντας τα πολύχρωμα ψάρια, μέχρι τη στιγμή που δύο θαλάσσιες χελώνες εμφανίστηκαν μπροστά μας. Έπλεαν με ηρεμία κι εμείς τις ακολουθήσαμε πιστά, χωρίς να τις ενοχλούμε, μέχρι ο ήλιος να δύσει στον ορίζοντα.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ, ΚΑΓΚΟΥΡΟ
«Δεν έχετε άλλη εναλλακτική από το να κοιμηθείτε έτσι;», μας ρώτησε ο Ρος, ένας εύσωμος πρώην παίκτης ράγκμπι, κοιτώντας μας διστακτικά στο εσωτερικό του μπαρ του εκείνο το βράδυ. Επιστρατεύσαμε και με το παραπάνω την ταλαιπωρημένη μας όψη και τελικά μας άφησε να παρκάρουμε στην πίσω αυλή, συμβουλεύοντάς μας να προσέχουμε πού πατάμε γιατί κυκλοφορούν πολλά φίδια. Αφού αργότερα μας σέρβιρε μπίρες και fish and chips στην μπάρα, μας αφηγήθηκε τις φορές που τα εξολόθρευσε με θάρρος μέσα στο μαγαζί.
Το ξύλινο αυτό μπαρ, που έμοιαζε με σαλούν στη μέση του πουθενά και κάποτε είχε καεί ολοσχερώς, όπως μαρτυρούσαν τα αποκόμματα εφημερίδων στους τοίχους, ήταν άδειο. Ο μόνος επισκέπτης πέρα από εμάς ήταν ο Σιν, ένας δημοσιογράφος που διέσχιζε τις ακτές με τα πόδια, γράφοντας έναν ιδιαίτερο ταξιδιωτικό οδηγό. Έκοψε μια σελίδα από το τετράδιό του και σημείωσε τα μέρη που μας πρότεινε να επισκεφθούμε. Χάρη σε αυτόν, την επομένη θα βλέπαμε τη Χρυσή Ακτή, την πόλη που αποτελεί τον παράδεισο των σέρφερ. Θα ξυπνούσαμε έχοντας σταθμεύσει δίπλα στην αμμουδιά (παράνομα, καθώς η διανυκτέρευση επιτρέπεται σε συγκεκριμένα σημεία) και θα βλέπαμε τους σέρφερ να περνούν ξυπόλυτοι από μπροστά μας με το πρώτο φως.
Δεκάδες συναντιούνταν από νωρίς για να δαμάσουν τα μεγάλα κύματα του ωκεανού. Συνεχίσαμε να απολαμβάνουμε την παρέα του Ρος και του Σιν, ενώ στην τηλεόραση του μπαρ έπαιζαν πλάνα από πυροτεχνήματα που έσκαγαν στον ουρανό του Σίδνεϊ. Τους αφήσαμε να μιλούν για τα φίδια του Κουίνσλαντ και περπατήσαμε με τους φακούς μας στο σημείο όπου είχαμε παρκάρει το βαν. Το πρωί ξυπνήσαμε νωρίς. Ετοιμάζαμε καφέ όταν ένα θέαμα μας έκανε να κοκαλώσουμε. Στη μέση του κάμπου, κάποια μέτρα πιο μακριά, υπήρχε μια οικογένεια από καγκουρό. Στέκονταν στα πίσω πόδια και μας κοιτούσαν ακίνητα, σαν να αναρωτιούνταν τι γυρεύαμε στα μέρη τους. Έκαναν αναστροφή και χάθηκαν μέσα στους θάμνους.
Κείμενο
ΓΙΩΡΓΟΣ ΨΩΜΙΑΔΗΣ