Κάθε απόγευμα, γυναίκες κάθε ηλικίας συγκεντρώνονται στο τεραστίων διαστάσεων πάρκο Wαt Βοtum, κοντά στο βασιλικό ανάκτορο της Πνομ Πεν. Από το μεγάλο ηχείο που έχει τοποθετηθεί στο έδαφος ακούγονται κομμάτια αμερικανικής και ασιατικής ποπ μουσικής και εκείνες «αποχαιρετούν» τη μέρα με ασκήσεις αερόμπικ. Τριγύρω τους, μικρά παιδιά παίζουν ξυπόλυτα ποδόσφαιρο-είτε με μπάλα είτε κλοτσώντας απλώς τις παντόφλες τους-, πολυμελείς οικογένειες κάνουν την απογευματινή τους βόλτα και βουδιστές μοναχοί με πορτοκαλί μανδύες επιστρέφουν στο μοναστήρι τους.
Το πάρκο αυτό είναι ένα από τα λίγα σημεία τη πρωτεύουσας της Καμπότζης όπου θα μπορούσε κανείς να πει ότι επικρατεί τάξη. Ίσως όμως και να είναι μόνο μια ψευδαίσθηση που δημιουργεί το μεγάλο του μέγεθος και το τετραγωνισμένο του σχήμα Η μυρωδιά και η κάπνα από τις αμέτρητες υπαίθριες ψησταριές που το περικυκλώνουν σηματοδοτούν το πέρασμα στην «αληθινή» Πνομ Πεν, εκεί που δείχνει να βασιλεύει το χάος.
Μεγάλες λεωφόροι όπου κάθε είδους οχήματα και πεζοί κυκλοφορούν ανάκατα, αγορές στις οποίες φρέσκα ψάρια πωλούνται δίπλα σε υποδήματα και λαχανικά μαζί με αλλαντικά, χαμόσπιτα δίπλα σε νεοανεγερθέντες ουρανοξύστες. Βουδιστικοί ναοί, τα αγάλματα των οποίων στολίζονται με πολύχρωμα φωτιστικά που αναβοσβήνουν. Καθώς πέφτει η νύχτα, περπατώ στη γειτονιά της Basaac, όπου ανοίγουν ολοένα και περισσότερα μοντέρνα μπαρ και εστιατόρια.
Ακόμα και εδώ, ωστόσο, αν κοιτάξεις πίσω από τους κεντρικούς δρόμους, ανακαλύπτεις έναν διαφορετικό κόσμο, όπου μικρά παιδιά τρέχουν στα στενά σοκάκια, οι μανάδες στρώνουν το πάτωμα του σαλονιού για να πέσει όλη η οικογένεια για ύπvo και η τελευταία πελάτισσα της μέρας στο συνοικιακό κομμωτήριο δέχεται ταυτόχρονα περιποίηση πεντικιούρ και λούσιμο μαλλιών.
ΕΞΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΟ ΑΝΓΚΟΡ ΒΑΤ ΜΕ ΠΟΔΗΛΑΤΟ
Για να επισκεφτεί κανείς το Άνγκορ Βατ, το εντυπωσιακό σύμπλεγμα ναών που ξεκίνησε να οικοδομείται τον 12ο αιώνα από την αυτοκρατορία των Κμερ, θα πρέπει να ταξιδέψει με λεωφορείο για περίπου πέντε ώρες. Η μετάβαση από την Πνομ Πεν μέχρι τη Σιαμ Ριπ, την πόλη που βρίσκεται σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τους ναούς, είναι συνήθως άνετη. αφού το λεωφορείο διαθέτει κλιματισμό, δίκτυο wi-fί και συνοδό που προσφέρει νερό και σνακ στους επιβάτες. Ο δρόμος περνά από χωριά και οικισμούς, όπου οι ντόπιοι χρησιμοποιούν ακόμη παραδοσιακά ξύλινα εργαλεία για να αποφλοιώσουν το ρύζι που μάζεψαν από τους ορυζώνες, ενώ δεκάδες μικροί μαθητές κατακλύζουν τη δεξιά λωρίδα του δρόμου επιστρέφοντας από το σχολείο μετα ποδήλατά τους.
Κοιτώντας τον χάρτη της Ινδοκίνας, αναρωτιέμαι αν η αχανής λίμνη Τονλέ Σαπ που βρίσκεται στην περιοχή σχετίζεται με την ανάπτυξη του μεγαλύτερου θρησκευτικού συμπλέγματος στον πλανήτη. Άλλωστε, κατά τον 12ο αιώνα, όταν οι ινδουιστές άρχισαν να χτίζουν το ιδιαίτερο αυτό αρχιτεκτόνημα, γύρω του αναπτύχθηκε μια πόλη με πληθυσμό που μπορεί και να πλησίαζε το ένα εκατομμύριο κατοίκους. Στην πορεία, το Άνγκορ Βατ μετατράπηκε σε βουδιστικό ναό, μετά εγκαταλείφθηκε μυστηριωδώς και από τον 19ο αιώνα αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους προσκυνηματικούς τόπους για βουδιστές από όλη την Ασία.
Προκειμένου να εξερευνήσω τρεις διαφορετικούς ναούς σε αυτή την ιερή ζούγκλα που απλώνεται σε έκταση 1.630 στρεμμάτων, προτίμησα να ακολουθήσω μια ξενάγηση με ποδήλατο. Το πρώτο στάδιο αυτής της εμπειρίας ήταν η προσαρμογή στους κανόνες οδήγησης που επικρατούν στους δρόμους της πόλης Σιαμ Ριπ, απ' όπου και ξεκινούν οι περισσότερες εκδρομές. Ο Τσεν, συνοδός της Grasshoppers Adventure Tours, κάνει γρήγορο πετάλι, διεκδικώντας προτεραιότητα από τα υπόλοιπα οχήματα στην άσφαλτο. Στρίβοντας σε έναν χωματόδρομο όπου η λάσπη από την χθεσινή βροχή δεν έχει ακόμα στεγνώσει, επιλέγει μια πιο ήσυχη διαδρομή.
Διασχίζουμε έναν μικρό οικισμό από καλύβες, περνώντας ανάμεσα από μια ηλικιωμένη κυρία που μεταφέρει ένα τεράστιο δεμάτι από ξύλα και ένα μικρό παιδί που τρώει ανανά καθισμένο στη μέση του χωματόδρομου. Κι ενώ έχω τα μάτια καρφωμένα στον δρόμο, μην τυχόν και προκαλέσω κάποιο ατύχημα, αντιλαμβάνομαι απότομα την επιβλητική παρουσία του μεγαλοπρεπούς κεντρικού ναού του Άνγκορ Βατ στο βάθος, με τους χαρακτηριστικούς του πύργους να σημαδεύουν τον ουρανό. O Τσεν διαλέγει μία από τις πιο ήσυχες γαλαρίες για να προσεγγίσουμε το εσωτερικό του και μια πτέρυγα που είναι περισσότερο δημοφιλής στους ντόπιους παρά στους τουρίστες.
Ο περίτεχνος αρχιτεκτονικός διάκοσμος του Άνγκορ Βατ παραπέμπει σε στοιχεία τον σύμπαντος της μυθολογίας των ινδουιστών, ενώ τα πολλά ανοίγματα επιτρέπουν στο φως και στον αέρα να δώσουν μια πιο ανάλαφρη αίσθηση στην γκρίζα πέτρα, το βασικό δομικό υλικό. Όταν φτάνουμε πια σε μία από τις κεντρικές αίθουσες, πλησιάζουμε σιωπηλά μια οικογένεια ντόπιων που κάνει τις προσφορές της σε έναν βωμό. Μικροί και μεγάλοι γονατίζουν μπροστά στο μεγάλο άγαλμα του Βούδα και εναποθέτουν στα πόδια του λουλούδια, θυμιάματα, τρόφιμα και ποτά που έφεραν μαζί τους.
Ο ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ ΚΑΙ Η ΗΧΩ
Ο επόμενος ναός που επισκεπτόμαστε βρίσκεται κάποια χιλιόμετρα μακριά. Είναι όμως πολύ ευχάριστη η διαδρομή με το ποδήλατο σε ήσυχους δρόμους που διαγράφουν την περίμετρο των πολλών λιμνών της περιοχής, κάτω από δέντρα τόσο ψηλά, που δεν αφήνουν το φως του ήλιου να τα διαπεράσει. Σταδιακά χάνεις την αίσθηση του χρόνου και αναρωτιέσαι αν είναι ακόμη πρωί ή αν μεσημέριασε. Η απάντηση έρχεται γύρω από μια μεγάλη λίμνη, όπου πολυάριθμες παρέες Καμποτζιανών και άλλων Ασιατών κάνουν διάλειμμα για φαγητό και ξαπλώνουν στις αιώρες.
Εμείς προχωράμε λίγο παραπέρα, με σκοπό να επισκεφτούμε τον ναό του Bayon. Μια «στρατιά» από διακόσια γιγαντιαία πρόσωπα είναι χαραγμένα επάνω σε πύργους από γκρίζα πέτρα, ενώ η ιδιότυπη αρχιτεκτονική δημιουργεί έναν κυκλικό λαβύρινθο. Πρόκειται για έναν από τους ναούς που έφτιαξε ο βασιλιάς Jayavarman o 7ος στις αρχές του 13ου αιώνα-μια προσωπικότητα που ακόμα και σήμερα λατρεύουν οι Καμποτζιανοί. Ο Τσεν, ο οποίος και προέρχεται από οικογένεια αγροτών, επισημαίνει ότι ο βασιλιάς αυτός είναι ο μοναδικός ηγέτης της Καμπότζη ς που κατάφερε ποτέ να πετύχει τρεις σοδειές ρυζιού μέσα σε μία χρονιά.
Ακόμα και σήμερα, η ετήσια σοδειά είναι μόνο μία. Την πληροφορία μοιράζεται καθώς ποδηλατούμε πλέον προς τον τρίτο ναό που θέλουμε να επισκεφτούμε, αυτόν του Τa Prohm. Μετά τα επιτυχημένα μπλοκμπάστερ με πρωταγωνίστρια την Αντζελίνα Τζολί, ο συγκεκριμένος ναός είναι πλέον γνωστός ως Tomb Raider και προσελκύει μεγάλα πλήθη επισκεπτών. Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο εδώ είναι η «μάχη» ανάμεσα στον εγκαταλελειμμένο ναό και τα στοιχεία της φύσης. Οι κορμοί και οι ρίζες των πανύψηλων τροπικών δέντρων αγκαλιάζουν σφιχτά την πέτρα, παραμορφώνοντας το σχήμα της και δημιουργώντας νέα ανοίγματα στους τοίχους.
Ο Τσεν έχει φροντίσει να επισκεφτούμε τον Τa Prohm την κατάλληλη ώρα, ώστε να απολαύσουμε το θέαμα της αθόρυβης αυτής αντιπαράθεσης των στοιχείων χωρίς πολυκοσμία. Ακόμα πιο γοητευτική είναι, ωστόσο, η λεπτομέρεια που αποκαλύπτει όταν διασχίζουμε μία από τις πετρόχτιστες γαλαρίες, για να καταλήξουμε σε έναν μικρό θάλαμο που μοιάζει με πηγάδι. Υπό την καθοδήγηση του Τσεν, ακουμπάω την πλάτη στον τοίχο και χτυπώ το στέρνο με τη γροθιά μου.
Ο ήχος αυτός αντηχεί με απρόσμενα μεγάλη ένταση και κατακλύζει ολόκληρο τον χώρο. Γοητευμένη από τη διαδικασία, συνεχίζω να χτυπώ τον θώρακά μου και να βυθίζομαι μέσα στον ήχο που δονεί ολόκληρο το σώμα μου. Ο Τσεν χαμογελάει ικανοποιημένος και μου εξηγεί ότι αυτή η διαδικασία αποτελούσε στο παρελθόν μέρος θρησκευτικών και θεραπευτικών τελετουργικών. Η ώρα όμως έχει πια περάσει και πρέπει να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής προς Σιαμ Ριπ.
ΑΕΡΟΜΠΙΚ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ
Τις επόμενες μέρες, προσπαθώ να διακρίνω περισσότερα μικρά και μεγάλα τελετουργικά, και αντιλαμβάνομαι ότι αποτελούν σημαντικό κομμάτι της καθημερινότητας των Καμποτζιανών.'Ισως να είναι και ο τρόπος με τον οποίο τιθασεύουν το χάος που κυριαρχεί στους δρόμους και στις αγορές των πόλεών τους, αναδεικνύοντας την εσωτερική γαλήνη που χαρακτηρίζει τόσο τους ίδιους όσο και το χαμόγελό τους. Επιστρέφοντας στην πολύβουη Πνομ Πεν, νιώθω έντονη την επιθυμία να ξαναβρεθώ στην κεντρική πλατεία και να παρακολουθήσω το υπαίθριο ομαδικό αερόμπικ με τα οποίο κλείνουν τη μέρα τους οι γυναίκες της πόλης.
Αυτή τη φορά, καθισμένη αναπαυτικά σε ένα παγκάκι, το απολαμβάνω μέχρι τέλους. Και ανακαλύπτω μάλιστα ότι, αφού ολοκληρώσουν τη γυμναστική τους οι αθλούμενες κυρίες, ακολουθεί ένας δεύτερος γύρος. Νεαρά αγόρια και κορίτσια καταλαμβάνουν με τη σειρά τους την πλατεία και χορεύουν υπό τους ήχους δυτικής μουσικής, που ανταποκρίνεται στα δικά τους γούστα. Ο μοναδικός εξοπλισμός που προϋποθέτει αυτή η καθημερινή διασκέδαση είναι μία μουσική κονσόλα και ένα φορητό ηχείο. Κι όταν η βραδιά φτάσει πια στο τέλος της, το πλήθος εξαφανίζεται σχεδόν μαγικά, μέσα σε δευτερόλεπτα.
Ενα μηχανάκι μπαίνει στην πλατεία και ο οδηγός του φορτώνει στη σέλα όλη την ηχητική εγκατάσταση με μια ανάλαφρη κίνηση. Με το ένα χέρι στο τιμόνι και το άλλο ακουμπισμένο στο ηχείο που στερέωσε πίσω του, βάζει μπρος και φεύγει. Απλά και αθόρυβα, όπως κυλάει η ζωή στην Καμπότζη.
Κείμενο
ΙΣΑΒΕΛΛΑ ΖΑΜΠΕΤΑΚΗ