«Παρενθέσεις της γης» ή εσωτερικά τοπία: Τα λευκώματα τέχνης, λοιπόν, σε βάζουν στο ταξίδι, πριν, ακόμη, αυτό ξεκινήσει στην πραγματικότητα. Ένα σχέδιο του σπουδαίου ζωγράφου και καθηγητή στη φημισμένη παρισινή «Μποζάρ» Λεονάρντο Κρεμονίνι «κτισμένο» με ξερολιθιές, με έστειλε στα αντιπροσωπευτικά, εσωτερικά τοπία της Τήνου πριν φτάσω εκεί. Ένας λαβύρινθος στρωμένος με ένα λεπτό κάλυμμα γης, ίδιος και απαράλλακτος με το σκαρίφημα ενός παλαιολιθικού οικισμού, όπως επέζησε σε πείσμα των χιλιετηρίδων που πέρασαν από επάνω του σκορπίζοντας τα κτίσματα και αφήνοντας μόνο τα θεμέλια. «Οι παρενθέσεις της γης» του ζωγράφου, ζωγραφισμένες το 1971 και 1972, μπορεί να είναι εμπνευσμένες από τα τοπία της καταγωγής του από τη μεσογειακή Ιταλία, αλλά, αυτό είναι το θαύμα της δυναμικής τέχνης, αυτές οι παρενθέσεις της ζωής επάνω στον άγριο βράχο, κήποι που απλώνουν τις ρίζες τους οι λιγοστοί άνθρωποι που τους έλαχε μια σκληρή πατρίδα, μπορεί να είναι οπουδήποτε στη μεγάλη θάλασσά μας.
Και τώρα, ξαφνικά, σε μια αποστροφή του δρόμου, οι χαριεντίζουσες, όσο και αδρές, γραμμές της σινικής μελάνης και η αιθέρια διαφάνεια της ακουαρέλας μοιάζουν να ζωντανεύουν σε τοπίο που περιγράφει τη μεταφυσική πραγματικότητα του Αιγαίου, τις παρενθέσεις της ζωής του, χειμώνα καιρό. Κρατάς την Τήνο από το ψηλό ζωνάρι της και ταξιδεύεις στην ενδοχώρα, έχοντας ανάπρωρα τους ενάντιους ανέμους, προς Κακιά Σκάλα και Παναγία Βουρνιώτισσα, μέσα από ένα πάρκο, διάσπαρτο με λίθινους σχηματισμούς. Και κάτω, στο μικρό οροπέδιο, ο λαβύρινθος των ξερολιθιών, το σχέδιο του Κρεμονίνι ολοζώντανο, με τα «μνημεία» των σμιλεμένων από τη βροχή και τον αγέρα γρανιτένιων ογκόλιθων που κύλισαν από ψηλά και σταμάτησαν στο ίσιωμα. Πρόγευση Βωλάξ.
Τα ποιήματα του Βώλακα: Όντως, αυτοί οι «βώλακες», οι θεόρατοι, λειασμένοι βράχοι, είναι η μεταφυσική πινελιά του τοπίου, έτσι όπως είναι τοποθετημένοι στο χώρο και ανάμεσά τους κυλά οι ζωή, οι άνθρωποι, τα ζώα τους, τα σπίτια τους, οι εκκλησιές τους, οι στάβλοι τους. Είναι όλα αυτά που εξανθρωπίζουν το απόκοσμο τοπίο και το ζωντανεύουν. Εξανθρωπισμός σημαίνει ευαισθησία, και η ευαισθησία υπάρχει στην ποίηση. Και ως εκ θαύματος, οι κλειστές θύρες που φαντάζουν εγκαταλειμμένες και ετοιμόρροπες ζουν μια δεύτερη, γοητευτική ζωή. Επάνω τους φέρουν χαραγμένα με ωραία γράμματα ποιήματα του Καβάφη, του Σικελιανού, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Βρεττάκου, του Καββαδία, του Σαραντάρη, του Βάρναλη: «Χώρες του ήλιου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον ήλιο. | Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.» | Γιώργος Σεφέρης, «Κίχλη», Γ’, Το ναυάγιο της «Κίχλης.
Οι περιστερώνες της ελευθερίας: Σε όλο το οδοιπορικό μας στα εσωτερικά τοπία της Τήνου μας συντροφεύουν τα χαρακτηριστικά τοπόσημα των γρανιτένιων ογκόλιθων. Στέκονται ασάλευτα, αλλά η εικόνα τους μοιάζει να κινείται όταν προβάλλεται επάνω τους το σμήνος των περιστεριών, λες και δανείζονται κάτι από το τρελαμένο πέταγμά τους. Αλλά αυτό το πέταγμα είναι σύντομο. Πάλι με θεαματικές τροχιές τα περιστέρια επιστρέφουν στο επίσης θεαματικό σπίτι τους. Και τότε σε γεμίζει το ερώτημα, γιατί κάποιοι επενδύουν τόσο κόπο για να κάνουν το «κοτέτσι» των περιστεριών, περιστερώνα, που μπορείς να το διαβάσεις και αλλιώς κεντημένο έργο τέχνης, όπως αυτοί γύρω από το χωριό Αγάπη. Η ξεναγός μας, η Βαλεντίνα, έχει μια, φαινομενικά απλή, που σημαίνει φυσική, απάντηση: «Γιατί τίποτε στην Τήνο δεν είναι αστόλιστο».
Οι γλυπτικές συνθέσεις του Πύργου: Ο Πύργος, όντως, είναι χωριό-στολίδι, από τη πρώτη, πανοραμική, ματιά που σου χαρίζει από μακριά. Κι αν τους ογκόλιθους τους σμιλεύει η φύση και τα στοιχειά της, εδώ τα μνημεία τα λαξεύουν ανθρώπινα χέρια. Γιατί εδώ οι μαρμάρινες συνθέσεις είναι το βασικό εργόχειρο. Σπουδάζουν τη τέχνη στη σχολή μαρμαρογλυπτικής και φαίνεται να είναι ομοούσια της ζωής τους. Το έχω νιώσει και στην τέχνη του ζωγράφου Αλέκου Κυραρίνη-που κατάγεται από τα προηγούμενα του Πύργου Υστέρνια-ο οποίος εγκαινίασε τη θητεία του στην τέχνη δίπλα στον μαρμαρογλύπτη πατέρα του. Το βλέπεις καθώς περιδιαβάζεις το εντυπωσιακό Μουσείο Μαρμαροτεχνίας. Το ψυχανεμίζεσαι καθώς περνάς έξω από το σπίτι του Γιαννούλη Χαλεπά.
Μνήμη Γιαννούλη Χαλεπά: Η Τήνος είναι αμφιπρόσωπη. Ειδικά τώρα τον πρώιμο χειμώνα, που τα διαφορετικά πρόσωπά της λάμπουν πεντακάθαρα. Η σύγχρονη σκέψη του Κορνήλιου Καστοριάδη, που εκπορευόταν και από τη θερινή κατοικία του στον Τριπόταμο, μπορεί να μπλέκεται με ένα παμπάλαιο έθιμο που συνεχίζει να ζει στο χωριό, οι απαρχές της μεγαλόπρεπης ζωγραφικής του Νικολάου Γύζη με ένα ταπεινό σπιτάκι στο Σκλαβοχωριό, οι εμπνεύσεις του Κώστα Τσόκλη να φαντάζουν πιο μεταφυσικές στο μουσείο στον μοναχικό Κάμπο, η ευαισθησία του Γιαννούλη Χαλεπά να χάνεται μέσα στα απίστευτα γοητευτικά σοκάκια του Πύργου και το δυναμικό Μουσείο Μαρμαροτεχνίας.
Κι αυτό το γοητευτικό ταξίδι με τα έργα των χειρών του Χαλεπά συνεχίζεται στην αίθουσα του Ιδρύματος Τηνιακού Πολιτισμού, στη Χώρα, από τις μυστηριακές παραλλαγές της Μήδειας μέχρι την αντιπροσωπευτική του χαρακτήρα της Τήνου αμφιπρόσωπο γλυπτό της Αφροδίτης και της Χωριατοπούλας. Ο τραγικός βίος του δημιουργού δεν πλακώνει την ψυχή και το νου σου, αλλά τα ανοίγει, τα αναπτερώνει, και τα ευφραίνει, πηγαίνοντάς τα ένα συναρπαστικό αισθητικό ταξίδι.
Τα καράβια της Μεγαλόχαρης: Τώρα είναι η καλή ώρα του ευοίωνου πλου για να ταξιδέψουν τα ασημένια καράβια-αφιερώματα της Μεγαλόχαρης. Μοιάζουν να σηκώνουν άγκυρα και να ίπτανται, λες, στο κατάφορτο με αναθήματα στερέωμα της περικαλλούς εκκλησιάς, μέσα στη γαλήνη και την κατάνυξη του εσπερινού των Εισοδίων της Θεοτόκου. Κι εσύ, μέλος του στενού κύκλου των αυτοχθόνων, μπορείς να απορροφηθείς από την ίδια τη λαμπρότητα του ναού και το μυσταγωγικό ταξίδι που σε πάει, και όχι να εντυπωσιαστείς από το υπερφίαλο πλήθος των προσκυνητών άλλων εποχών.
Ο προάγγελος του Κάβου στον Τριπόταμο: Σήμερα έχει πανηγύρι στον Τριπόταμο, αλλά ο νους των μετεχόντων σε αυτή την τελετουργία, είναι στην επόμενη, μεγαλύτερη, μυσταγωγία που προετοιμάζεται μέσα στα βάθη της ψυχής της μικρής κοινότητας των ανθρώπων που τους έλαχε να έχουν μικρή πατρίδα το μεσόγειο χωριό στη σκιά των νεφών που στεφανώνουν το επιβλητικό Ξώμπουργο, από οικογενειακή παράδοση ή προσωπική επιλογή, όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης ή ο Κωνσταντίνος Βράσε. Η κυρία Ευαγγελία διαμένει στον Τριπόταμο από οικογενειακή παράδοση, και μπροστά στην εικόνα των Εισοδίων της Θεοτόκου που πανηγυρίζει, μας μιλά για το έθιμο του «Κάβου» που κατέχει δεσπόζουσα θέση στη συνείδηση και την ταυτότητα του χωριού.
Αυτή η Εικόνα κατέχει το μοναδικό προνόμιο να κάνει ποδαρικό σε κάθε σπίτι του χωριού την Πρωτοχρονιά. Κάβος στη γλώσσα των νησιωτών σημαίνει το πιο προωθημένο σημείο της στεριάς που προχωρά μέσα στη θάλασσα, αλλά και ο επικεφαλής του χορού. Μας λέει, λοιπόν, ότι ο Κάβος, ο άνθρωπος που έχει αναλάβει την απόλυτη φροντίδα της εκκλησιάς για το χρόνο που φέρνει το τιμητικό αυτό αξίωμα-φανταστείτε κάτι σαν τις χορηγίες των αρχαίων Ελλήνων-ξεκινά τη θητεία του την ημέρα των Χριστουγέννων με ένα γεύμα των μυημένων ανδρών του χωριού, ένας από κάθε οικογένεια, συνήθως ο αρχηγός της.
Το τελετουργικό τραπέζι αρχίζει από το πρωί με το ζωμό του κρέατος και συνεχίζεται το μεσημέρι με κοκκινιστό μοσχάρι-που φροντίζουν να φάνε και τη γλώσσα ως αντίδοτο στη γλωσσοφαγιά-και ντολμάδες. Το ψωμί περιφέρεται από συνδαιτυμόνα σε συνδαιτυμόνα και εκείνος το τσιμπά ένα ψίχουλο, όπως συμβαίνει στις τράπεζες των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Δεν τσουγκρίζουν ποτήρια, αλλά τάσια, και αυτή είναι μια καλή ευκαιρία να συζητήσουν και να εξομαλύνουν τις διαφορές τους μέσα σε οικογενειακό κλίμα. Γύρω από ένα στρωμένο τραπέζι όλα μπορούν να συμβούν. Η κυρία Ευαγγελία αναφέρεται συχνά στον Κορνήλιο, και πήγε κι ήρθε ο νους μας για να συνειδητοποιήσουμε ότι μιλούσε με τόση οικειότητα για κάποιον γνωστό και σε εμάς συγχωριανό της τα καλοκαίρια, τον φιλόσοφο Καστοριάδη.
Σε μια διάλεξή του εδώ στον Τριπόταμο, πριν είκοσι και βάλε καλοκαίρια, είχε μιλήσει για μια νέα σχέση ανάμεσα στο παρόν και στο παρελθόν «που μπορεί να τη χαρακτηρίσει κανείς με δυο λέξεις φαινομενικά αντιφατικές, σεβασμός και μεταμόρφωση. Η αντίφαση αίρεται άμα σκεφτούμε ότι σ’ αυτό το πεδίο σεβασμός δεν σημαίνει τυφλή λατρεία και παγωμένη συντήρηση, αλλά αναζωογόνηση του παρελθόντος μέσω της μεταμόρφωσης των στοιχείων του που έτσι γίνονται σημαντικά για το παρόν». Γύρω από την στολισμένη εκκλησιά των Εισοδίων, καθώς το πανηγύρι απλώνεται στα σπίτια του Τριπόταμου, είναι όντως μια ανάσα του παρελθόντος που αναζωογονεί το παρόν.
Το στρωμένο τραπέζι με πλήθος παραδοσιακά φαγητά είναι μοίρασμα, κοινωνικότητα, ταυτότητα, απόλαυση, χαρά. Και σήμερα, στο πανηγύρι των Εισοδίων της Θεοτόκου, το χωριό είναι ένα απέραντο τραπέζι που συνεχίζεται από σπίτι σε σπίτι. Περνάμε από όλα όσα πανηγυρίζουν και έχουν τις πόρτες τους ανοιχτές για να μοιραστούμε τη χαρά της γενναιόδωρης παράδοσης.
Το πλούσια στρωμένο τηνιακό τραπέζι: Η συμμετοχή στη διαδοχή των τραπεζιών του πανηγυριού του Τριπόταμου είναι πανόραμα του σύγχρονου τηνιακού γαστρονομικού πολιτισμού, που, οπωσδήποτε, εξελίσσεται και προσαρμόζεται στους μοντέρνους καιρούς, κρατώντας ζωντανή τη γεύση του παρελθόντος. Ακόμη και εφέτος, που τα σπίτια δεν άνοιξαν από το φόβο της πανδημίας, στην κοινή τράπεζα που στήθηκε στο μέγαρο δίπλα στην εκκλησία, υπήρχαν τα ιδιαίτερα φαγητά που μας εντυπώθηκαν από προηγούμενα πανηγύρια, όπως τα μπαρμπούνια σαβόρι, τα σκορδομακάρονα, τα καπαρόφυλλα σκορδαλιά ή οι λιαστές ντομάτες τηγανισμένες με κουρκούτι. Οι απλωμένες στον ήλιο, την εποχή τους, ντομάτες, κομμένες και σκεπασμένες με χοντρό αλάτι μέχρι να στραγγίσουν, είναι από τις χαρακτηριστικές εικόνες της Τήνου.
Όταν αφυδατωθούν τις περνάνε αρμαθιές και τις φυλάνε. Την ώρα που θα τις μαγειρέψουν, τις μουσκεύουν σε νερό, τις βουτάνε σε κουρκούτι και τις τηγανίζουν. Ξεχωριστή θέση στη γεύση της Τήνου κατέχουν και οι αγκινάρες, ολοχρονίς, αφού φροντίζουν να τις κάνουν τουρσί και να τις συντηρούν σε γυάλες στο ψυγείο. Βράζουν τις κεφαλές για λίγα λεπτά και τις βυθίζουν μέσα σε δύο μέρη λάδι, ένα ξίδι και μισό λεμόνι. Τα μπαρμπούνια σαβόρι σερβίρονται τηγανιτά, περιχυμένα από μια σάλτσα που έγινε από καβουρντισμένο σκόρδο και αλεύρι, ενισχυμένα με λίγο νερό, ξίδι, δενδρολίβανο και πετιμέζι. Το σκόρδο είναι βασικό συστατικό της γεύσης της Τήνου, καθώς η σκορδαλιά ενισχύει τα βραστά, ξιδάτα, αμπελοφάσουλα, αλλά και τα καπαρόφυλλα τουρσί. Αλλά, πραγματικά, τα σκορδομακάρονα είναι ξεχωριστά. Βράζουν τα μακαρόνια και τα αρτύζουν με σωταρισμένα ψιλοκομμένο σκόρδο και ντομάτα σε ελαιόλαδο.
Η ευωχία των τυριών και των αλλαντικών: Και στον μικρό κόσμο των τηνιακών τυριών υπάρχει το σκόρδο, καθώς το χαρακτηριστικό πέτρωμα έρχεται μπροστά μας ζυμωμένο με σκόρδο. Στη διαδρομή μας στην ενδοχώρα της Τήνου, αυτή την εποχή, μπορούμε να την περιδιαβάζουμε με ησυχία και να φανταζόμαστε ότι αυτά τα δίδυμα εκκλησάκια στην άκρη του λιβαδιού, που προβάλλονται στη θάλασσα, μοιάζουν με δυο ποιμένες που στέκονται στη λοφογραμμή με φόντο το αφρισμένο πέλαγος και συνομιλούν γυρισμένοι πλάτη με πλάτη. Το πρόβατα τους περπατούν στα σοκάκια που ορίζουν οι ξερολιθιές και βγαίνουν στα μικρά, αλλά χλοερά, νησιωτικά λιβάδια. Έχει ήδη η αρχίσει η λειτουργία των παραδοσιακών τυριών.
Το θεμέλιο είναι το «πέτρωμα», το φρέσκο τυρί που στραγγίζει εγκλωβισμένο ανάμεσα σε δυο πλακωτές πέτρες. Όταν αυτό ωριμάσει ή ζυμωθεί με λίγο αλάτι δίνει αναλόγως το τηνιακό τυράκι ή την κοπανιστή. Το εξαιρετικό και σπάνιο είναι βεβαίως το φαλαταδιανό «καρίκι», το «πέτρωμα» που ωριμάζει με λίγο αλάτι έξι μήνες μέσα στο ξερό φλασκί, το καρίκι, που είναι ο καρπός της νεροκολοκύθας. Στα νησιά, οι καρποί της νεροκολοκύθας ήταν πολύ χρήσιμοι. Για τους ψαράδες το φλασκί ήταν ένα καλό παγούρι για να κρατούν το νερό τους δροσερό στη βάρκα και ακόμα πιο καλή σημαδούρα για τα δίχτυα και τα παραγάδια τους. Τα έβαφαν κόκκινα για να τα ξεχωρίζουν από μακριά.
Μόνο όμως στην Τήνο τα χρησιμοποιούν για να ωριμάσει μέσα τους, αεροστεγώς κλεισμένο με αλευρόκολλα, ένα πολύ σπάνιο «μπλε» τυρί, που, αναλόγως το χρόνο της ζύμωσης, φέρνει αρκετά στην πικάντικη γεύση του ροκφόρ, χωρίς το χρώμα της «μούχλας». Στο πανόραμα των ντελικάτων γεύσεων της Τήνου, δίπλα στα τυριά και τα κάθε λογής τουρσιά, θα κατείχαν επιφανή θέση τα ιδιαίτερα των χοιροσφαγίων, το σκορδάτο λουκάνικο και η λούζα. Αν και παραδοσιακό αλλαντικό, τη συναντήσαμε και στην έντεχνη μαγειρική με τη μορφή του καρπάτσο λούζας που δεν έχει ακόμη στεγνώσει με κρίταμο, ρόκα, γραβιέρα Τήνου και άνθη λεβάντας.
Όμως, παραμένει ένα χειροποίητο παραδοσιακό προϊόν, με αδρή γεύση, με ίδιο και απαράλλαχτο τρόπο παρασκευής. Το πιο αντιπροσωπευτικό παραδοσιακό αλλαντικό των Κυκλάδων νήσων, η λούζα, γίνεται από τα δύο κόντρα φιλέτα του γουρουνιού, τα οποία μπαίνουν λίγες ημέρες στο αλάτι. Εμβαπτίζεται για κάποιες ημέρες στο κόκκινο κρασί, καρυκεύεται με πιπέρι, μπαχάρι, μάραθο, γαρίφαλο και θρούμπι, κλείνεται σε παχύ έντερο και ωριμάζει κρεμασμένη στον αέρα για είκοσι με εικοσιπέντε ημέρες. Καταναλώνεται κομμένη σε λεπτές φέτες, χωρίς άλλη επεξεργασία.
Οι αποχαιρετιστήριες θέες της Καρδιανής: Από την Καρδιανή, έναν από τους πλέον γοητευτικούς εξώστες στις Κυκλάδες, μπορείς να δεις τα καράβια να φεύγουν. Μπορείς να στοχαστείς και τον εαυτό σου να αποχωρεί ευχαριστημένος από το ταξίδι που σου έδωσε η χειμωνιάτικη Τήνος. Άλλη εποχή αυτή η εικόνα της Αγίας Τριάδας και των άλλων μαρμαροπελεκημένων καμπαναριών της Καρδιανής (και των μαρμάρινων βατράχων στο σιντριβάνι) θα ήταν, κι αυτή, άλλη. Αλλά, εμείς, αναλογιζόμενοι τις διαφορετικές εμπειρίες μας, καταλήγουμε ότι προτιμούμε αυτήν εδώ, την ήρεμη και πιο ατμοσφαιρική, γενναιόδωρη σε αισθήματα, εικόνες, γεύσεις και αρώματα, άλλα αρώματα, ευωδιές της γης.