9.5.23

Φολέγανδρος: Γευστικές νότες παράδοσης


Η Φολέγανδρος, μετά την εκρηκτική Ανάσταση, λες και ανοίγει την καρδιά της, όπως ανοίγει και τα σπίτια της για να μπει η ευλογία της Μεγάλης Μητέρας. Και η έλευση Της είναι πανηγυρική, με πίστη, σέβας, ευφροσύνη, ευχές, εικόνες, χρώματα, ευωδιές, ιερούς θορύβους, και, φυσικά, πολλές γεύσεις που χορταίνουν με χαρά το σώμα και τη ψυχή. Γιατί το φαγητό και το ποτό ήταν πάντα τα βασικά συστατικά της επίκλησης στην Αγία Χάρη, ευχαριστία σπονδή στο Θείο, μέσα από την ευχαρίστηση των ίδιων των πιστών. Κι η Παναγία κατεβαίνει από το θρόνο της στην κορυφή του βράχου -που όλο το χρόνο εποπτεύει και προστατεύει το νησί αφ’ υψηλού-και μπαίνει επικεφαλής της λιτανείας των ανθρώπων και μπαίνει στα σπίτια τους, σε όλα τα σπίτια τους αρχοντικά ή θεμωνιές, σαν καθημερινός γείτονας, ανεξαρτήτως της ευλάβειας και του σεβασμού που όλοι Της αποδίδουν και Την προσκυνούν.

Η περιφορά της σεβάσμιας Εικόνας είναι κατά βάθος μια περιήγηση στα μύχια της ψυχής του καλλίγραμμου νησιού και του εσωτερικού τρόπου ζωής των αυτοχθόνων κατοίκων του. Είναι μία ζωντανή παράσταση για το πώς κυλά η ζωή εκτός τουριστικής σεζόν, με τα έθιμα, τα ήθη, τις παραδόσεις και τις μητροπαράδοτες γεύσεις, στην κοσμοπολίτικη Χώρα, στα αρχοντικά, στα ξενοδοχεία και στα εστιατόρια που τώρα είναι ανοιχτά. Κυρίως, για τους ιθαγενείς, στο απίθανο σκηνικό του κουκλίστικου Κάστρου, στα λαϊκής αρχιτεκτονικής σπίτια στην Άνω Μεριά, στις γύρω αγροικίες που κοιτάζουν από ψηλά το Αιγαίο και βλέπουν τα καράβια της γραμμής που περνούν εκείνη την ώρα να σφυρίζουν ως ασπασμό στην Εικόνα, τις απόμερες θεμωνιές των ποιμένων και το Καραβοστάσι των ψαράδων.

Εδώ, πιάνει λιμάνι η Παναγιά τη Λαμπρή Τρίτη και επιβιβάζεται στο περήφανο τρεχαντήρι που φέρει το όνομά Της για να ευλογήσει και τα χωρικά της ύδατα, γιατί πατρίδα στο Αιγαίο δεν είναι μόνο οι στεριές αλλά και η θάλασσά τους. Όλα αρχίζουν το μεσημέρι της Κυριακής του Πάσχα, όταν η μικρή Ειρήνη κρούει το σήμαντρο που κρατά και δίνει το σύνθημα πηγαίνοντας μπροστά στο ανθρώπινο ποτάμι που ακολουθεί την Εικόνα να αρχίσουν να κατεβαίνουν μία-μία τις δεκαέξι στροφές του φιδωτού μονοπατιού από την επιβλητική εκκλησιά στην κορυφή του βράχου του διαχρονικού Παλαιόκαστρου μέχρι την περικαλλή Χώρα. Κι αρχίζει η μεγάλη γιορτή των μικρών τόπων, η απελευθέρωση της συλλογικής ενέργειας και της συσσωρευμένης χαράς της ζωής.

Η ντυμένη μέσα στα ασήμια της Εικόνα, διανθισμένη με δυο-τρία λουλούδια από τη γλάστρα της αυλής, πηγαίνει σπίτι-σπίτι και αγγέλλει το «Χριστός Ανέστη». Και το κάθε σπίτι εκδηλώνει τη χαρά του με ένα πλουσιοπάροχο τραπέζι, στρωμένο με κάθε λογής κεράσματα και ποτά, γιατί στη δική μας κουλτούρα έτσι πιάνουν καλύτερα οι ευχές. Βασικό συστατικό των κερασμάτων της χαράς τα μελοπιτάκια και οι περίφημες φολεγανδρίτικες πίτες. Αυτά είναι τα κλασικά πασχαλινά εδέσματα της Φολεγάνδρου που τα ετοιμάζουν το Μέγα Σάββατο και εμφανίζονται στο τραπέζι του κάθε σπιτιού που μπαίνει η εικόνα της Παναγίας. Οι πίτες είναι μεγάλες, αλμυρές «φωλιές» από ζύμη-καμωμένη με αλεύρι, βούτυρο, λάδι, μαγιά και νερό-γεμάτες με μανούρα, μυζήθρα και αβγό.

Τα μελοπιτάκια είναι μικρότερες «τσιμπιτές» τάρτες, γλυκές, με γέμιση από μυζήθρα, μέλι, ζάχαρη και κανέλα. Αυτά τα στρωμένα τραπέζια είναι καθρέφτης της ζωής της Φολεγάνδρου. Στη Χώρα είναι πιο συχνό, κοντά στα παραδοσιακά εδέσματα, να αυξάνονται και να πληθύνονται τα καινούργια, υπερτοπικά κεράσματα. Στην Άνω Μεριά, πιο παραδοσιακός τόπος οικογενειακής αυτάρκειας, στα κεράσματα εμφανίζεται και η λαδένια, η πίτσα των Κυκλάδων, από φύλλο, ντομάτα, λαδάκι, κάπαρη και το άλλο τοπικό τυρί, το σουρωτό, ξινό τυρί που γίνεται από αδύνατο γάλα τους καλοκαιρινούς μήνες από άβραστο γάλα και ταιριάζει πολύ στη σαλάτα, με το καρπούζι και το σταφύλι, όπως μας σύστησαν οι αυτόχθονες που γνωρίζουν όλο τον κόσμο τους.

Με σουρωτό τυρί και χειροποίητο φύλλο γίνονται στο άψε-σβήσε και τα μπουρεκάκια. Αυτές οι γευστικές νότες της παράδοσης ηχούν παντού, και στα εστιατόρια. Και μας εκπλήσσουν σαγηνευτικά στην πλατεία Δούναβη, στη Χώρα, με ένα πιάτο με αποξηραμένα μπουμπούκια κάπαρης στιφάδο. Σε λίγο θα μαζέψουν τα μπουμπούκια της κάπαρης, πριν γίνουν εκείνα τα εντυπωσιακά λευκά άνθη, θα τα ζεματίσουν και θα τα αποξηράνουν αφήνοντάς τα ήσυχα στον ήλιο. Έτσι, προεκτείνουν το σύντομο διάστημα της καλοκαιρινής ανθοφορίας σε όλο το χρόνο, κλεισμένα μέσα σε βάζα, περιμένοντας υπομονετικά την πρώτη ζήτηση και διατηρούνται τόσο ζωντανά τα αποξηραμένα, ελαφρώς ανοιχτά, μπουμπούκια, που όταν μαγειρεύονται ανοίγουν φαντασμαγορικά μέσα στην κατσαρόλα.

Πριν όμως φθάσουν σε αυτό το σημείο, αποβραδίς, έχουν περάσει από τρία, μπορεί και τέσσερα νερά για να αποβάλουν την πικράδα τους. Την ημέρα του μαγειρέματος, βράζουν και τα κομμένα σε φέτες κρεμμύδια, για να γλυκάνουν και στη συνέχεια τα μαραίνουν καλά-καλά τσιγαρίζοντάς τα στο ελαιόλαδο. Προσθέτουν επιπλέον, πολύ, λάδι, ξύδι, αλάτι, πιπέρι, δυο φύλλα δάφνης και τριμμένες ντομάτες. Ξεχνούν, κοντά μία ώρα το φαγητό σε σιγανή φωτιά, χωρίς να βάλουν σε καμιά φάση νερό, κι όταν τα κρεμμύδια είναι σχεδόν ψημένα, προσθέτουν τα μπουμπούκια της κάπαρης, που δεν έχουν μεγάλες αντοχές στο βράσιμο. Φανταστείτε αυτή τη διαδικασία σε μεγάλη κλίμακα-και αραιωμένο σε νερό πελτέ αντί για ντομάτες-στο πανηγύρι του Σταυρού, στις 14 Σεπτεμβρίου, όπου η κάπαρη στιφάδο μαγειρεύεται στα μεγάλα καζάνια των τυροκομιών.

Στα ενδότερα της Χώρας, στο σοκάκι του «Σπιτικού» η Ρηνιώ παραλαμβάνει από τον όμορο φούρνο το ταψί με τις πίτες και μόλις το τακτοποιεί πηγαίνει πάνω από τις κατσαρόλες που βράζουν τα χερίσια ματσάτα ζυμαρικά που παραδοσιακά ταιριάζουν με κόκορα κοκκινιστό ή λεμονάτο, κουνέλι κοκκινιστό ή κιμά. Και κάπου εδώ αυτό το εμβληματικό φαγητό συναντάται με τα αυτόχθονα τυριά, τη τριμμένη μανούρα επάνω στα μακαρόνια και το σουρωτό στην κορυφή της ταιριαστής χωριάτικης σαλάτας που παραπέμπει απευθείας σε τσαχπινιά του καλοκαιριού, έτσι όπως εφορμά με δύναμη επάνω από τον ψηλό βράχο της Χώρας προς το πέλαγος, για να καθαγιάσει τα πάντα με τη χάρη του.

Στην Άνω Μεριά η εικόνα της Παναγιάς πήγε με τα πόδια από τη Χώρα. Την παρέλαβαν οι χωριανοί που ήρθαν μαζί με τον δικό τους παπά και άρχισαν να περπατούν νύχτα στο «φρύδι» που χαράζει τις απότομες πλαγιές που κατρακυλούν προς τη θάλασσα. Από το Πρόβαλμα διαγραφόταν μέσα στο λυκόφως η Αγκάλη, καθώς ο ήλιος έδυε πίσω από την Πολύαιγο, την Κίμωλο και την Μήλο. Που και που αχνοσχεδιάζονταν και οι κύκλοι των λεμονόσπιτων. Ένα μικρό κάστρο από ξερολιθιά χτίστηκε για να προσφέρει απανεμιά στο πολύτιμο χρυσόδενδρο, μόνο και μόνο για να νοστιμίσει το φαγητό μας. Από τους ανθρώπους που καθημερινά συνδιαλέγονται με την πολύτιμη γη ο κύριος Μίμης, η προσωποποίηση των αγαθών της, λάμπει καθώς προσφέρει το κρασί του στο αρχοντικό του στην Άνω Μεριά, την ώρα που η κυρία Μαρία δεν προλαβαίνει να πηγαινοέρχεται από την κουζίνα για τους μεζέδες.

Το καράβι που περνά ανοιχτά είναι υποψιασμένο για την πορεία της Εικόνας και τη χαιρετά με ένα σφύριγμα καθώς η πομπή προχωρά μέσα στα αθέριστα, ακόμα, χωράφια για τις θεμωνιές των ξωμάχων. Κι εκεί ένα σύντομο γλέντι με μεζέδες και κρασί, αρχοντικά και χορταστικά, μπροστά στην Εικόνα που θρονιάζεται σε περίοπτη θέση στον καναπέ. Το βράδυ όμως θα διανυκτερεύσει στο τέρμα αυτού του απίθανου σοκακιού, από τα πιο όμορφα σύνολα των Κυκλάδων νήσων, στο Κάστρο της Χώρας. Το πρωί της Λαμπρής Τρίτης οι γυναίκες που κρατούσαν όλο το βράδυ συντροφιά στην εικόνα στο κέντρο της Παντάνασσας, θα ευχηθούν με ένα στόμα σε Εκείνην και σε εμάς: «Καλό δρόμο».