Από τη Μιχαέλλα, που θα ξυπνήσει στις 07.00, γιατί ο μικρός Κωνσταντίνος έχει πρωινά κέφια, μέχρι τη Σοφία, που δίνει ραντεβού με το δευτερόλεπτο, την Αλεξάνδρα, που πάντα αργεί, την Αγγελική και τη Μιλένα, που κατευνάζουν τις εντάσεις («έλα, ηρεμήστε, όλοι είμαστε εδώ»), η παρέα, που αριθμεί πλέον πάνω από 15 άτομα, θα βρεθεί κάθε πρωί (ίσως προς το μεσημέρι) πράγματι στην Πούντα. Όλη η ομορφιά του καλοκαιριού συμπυκνώνεται μέσα σε αυτά τα μακρόσυρτα πρωινά. Στην όμορφη αυλή, κάτω από την μπουκαμβίλια, τα τραπέζια μετακινούνται στη σκιά κάθε τέταρτο καθώς ο ήλιος ανεβαίνει. Φρεσκοζυμωμένο ψωμί, ντόπιο τυρί, χειροποίητο κέικ και φρέσκος χυμός καρπούζι. Καφέδες και κουβέντες για τους μεγάλους, παιχνίδι με τα χαλίκια για τους μικρούς. Η απόφαση για την παραλία έρχεται από μόνη της.
Εύκολα και απλά στην Αγκάλη, με καΐκι ή με τα πόδια στον Άγιο Νικόλαο. Εάν έχει βοριά, ραντεβού στο καραβάκι για Κάτεργο-την «Ακρόπολη» των παραλιών της Φολεγάνδρου. Αν έχει νοτιά, στα Βορινά (τη δική μου «Ακρόπολη»). Ετήσιο περιπατητικό προσκύνημα, η ανηφορική διάσχιση από το Λιβαδάκι στο καφενείο της κυρίας Ειρήνης στην Άνω Μεριά, για ματσάτα. Το βράδυ όλοι επιστρέφουμε στη Χώρα. Ανάμεσα στις δύο πλατείες, τα παιδιά παίζουν κυνηγητό στο απόλυτα ασφαλές περιβάλλον χωρίς αυτοκίνητα και στήνουν μαγαζάκια που πουλάνε πέτρες. Οι μεγάλοι μοιράζονται ανάμεσα στο «Σικ», στον «Κρητικό», στο «Γουπί» και στην «Πιάτσα». Από όπου κι αν περάσεις, θα τσιμπήσεις έναν μεζέ. Κι όταν θελήσεις λίγη μοναξιά, τότε είναι η στιγμή να απολαύσεις το ηλιοβασίλεμα από τη Μονή της Παναγίας ή να κανονίσεις ένα γεύμα για φρέσκο ψάρι και ψαγμένες ετικέτες κρασιού στον «Ζέφυρο Άνεμο».